Poseidonion Grand Hotel: Ταξίδι στον χρόνο

Η Αγάπη διηγείται ένα αλησμόνητο διήμερο στο Poseidonion Grand Hotel, αυτό το μυθικό ξενοδοχείο των Σπετσών.
Poseidonion Grand Hotel: Ταξίδι στον χρόνο

της Αγάπης Μαργετίδη

Αν σας ρωτούσε κάποιος τι είναι αυτό που κάνει ένα μέρος σπουδαίο, πιστεύω ότι θα απαντούσατε όπως κι εγώ : είναι τα ανεξίτηλα ίχνη του, τα πατήματά του.  Αυτό που γνώρισες σαν παιδί, που ερωτεύτηκες σαν έφηβος κι αγάπησες στα χρόνια της ωριμότητας.  Αυτό στο οποίο θα επιστρέφεις ξανά και ξανά, αυτό που θα θέλεις να δείχνεις στα παιδιά και στα εγγόνια σου. 

Αυτό είναι οι Σπέτσες και το Ποσειδώνιο για μένα.  Εικόνες, μυρωδιές, ξενοιασιά, νιάτα κι ομορφιά.  Δεν θυμάμαι ποια ακριβώς χρονιά περάσαμε με την οικογένειά μου το πρώτο καλοκαίρι στις Σπέτσες.  Πρέπει να ήταν γύρω στα μέσα της δεκαετίας του ’70. Το Ποσειδώνιο ήταν ακόμα ακμαίο, η βεράντα του τα απογεύματα κατάμεστη και από την πλατεία μπροστά έφτανε το κλιπ κλοπ των αλόγων από τα αμαξάκια, το βουητό των παιδιών που έπαιζαν, ανάμεσά τους κι ο μικρός μου αδελφός, και οι συζητήσεις των μεγάλων που σουλατσάριζαν πάνω-κάτω, από την Ντάπια ως πέρα στις σχολές και πάλι πίσω. 



Εκείνα τα πρώτα χρόνια μέναμε στο Ποσειδώνιο.  Σαν σε όνειρο το θυμάμαι.  Θυμάμαι τα ψηλοτάβανα πελώρια δωμάτια, τα μαρμάρινα μπάνια, τη μυθική βεράντα, τα γκαρσόνια με το παπιγιόν, τα άψογα σερβιρισμένα γεύματα στο εστιατόριο του ξενοδοχείου. Μετά οι γονείς μου γνώρισαν μια παρέα, μια κυρία της οποίας είχε ένα μεγάλο σπίτι πίσω από την Αγία Μαρίνα που τα καλοκαίρια υποδεχόταν γονείς και παιδιά, ανίψια κι εγγόνια, μεγάλους και μικρούς.  Εγώ στο μεταξύ είχα μεγαλώσει και δεν χρειαζόταν να το σκάω τα βράδια σαν τον κλέφτη από το δωμάτιο του ξενοδοχείου για να βρω τους φίλους μου στην Ντάπια.  Έκανα διακοπές σε άλλα νησιά, όμως το Σαββατοκύριακο του Ιουλίου που έπεφτε κοντά στη γιορτή του Προφήτη Ηλία και της Αγίας Μαρίνας ήταν αφιερωμένο στις Σπέτσες και την οικογένεια.  Γινόταν μεγάλη βεγγέρα στο φιλικό αυτό σπίτι για τον πατέρα μου Ηλία και την οικογενειακή αγαπημένη φίλη Μαρίνα.  Μέχρι που η παρέα άρχισε να αποδεκατίζεται και σήμερα δεν υπάρχει σχεδόν κανείς τους. 

Όλα αυτά τα χρόνια, από Ιούλιο σε Ιούλιο, έβλεπα το Ποσειδώνιο να μαραζώνει όλο και περισσότερο, μέχρι που το 2003, στον γάμο του αδελφού μου, μια εκκεντρική θεία αποφάσισε πως θα έμενε εκεί, κι ας ήταν πλέον περίπου ερείπιο.  Με πόνο ψυχής ανακατεμένο με περιέργεια την επισκέφθηκα στο σχεδόν ετοιμόρροπο δωμάτιό της κι αυτή ήταν η τελευταία φορά που διάβηκα την πόρτα του ξενοδοχείου.  Το 2007, όταν ξαναβρέθηκα στις Σπέτσες, ήταν ακόμα πιο παρατημένο, φάντασμα του εαυτού του. Μέχρι που πριν δύο εβδομάδες, δεκατρία χρόνια μετά, το αντίκρισα και πάλι από το θαλάσσιο ταξί που μας πέρασε, τους συναδέλφους μου κι εμένα, από την Κόστα στις Σπέτσες. 

 
Είχα διαβάσει δεκάδες άρθρα και ρεπορτάζ για την επίπονη ανακαίνισή του η οποία κράτησε πέντε χρόνια, για το πόσο όμορφο είχε ξαναγίνει, πόσο προσεκτικά είχαν γίνει οι μελέτες και οι εργασίες και πώς το ξενοδοχείο απέκτησε και πάλι την χαμένη του αίγλη.  Έχοντας όμως απογοητευτεί ουκ ολίγες φορές από ανακαινίσεις και αναπλάσεις πολλών εμβληματικών κτηρίων, έναν φόβο τον είχα μέσα μου, μαζί και μια ευχή, να είναι όλα όπως τα είχαν περιγράψει. 

Κι όμως, να που αυτή την φορά τα πράγματα ήταν ακριβώς έτσι κι ακόμα καλύτερα.  Ο φόβος μου εξαφανίστηκε και τη θέση του πήρε η χαρά και ο θαυμασμός.  Χαρά και θαυμασμός για την φροντίδα που έδειξε η οικογένεια Βορδώνη η οποία το ανέλαβε από το Ίδρυμα Σωτηρίου Αναργύρου μετά από μια σειρά άγονων διαγωνισμών, όταν λίγο κόντευε να καταρρεύσει εντελώς. Χαρά και θαυμασμός για το εξαιρετικό έργο από το αρχιτεκτονικό γραφείο Στυλιανίδη, χαρά και θαυμασμός για την ποιότητα της εξυπηρέτησης.  Μιας εξυπηρέτησης καθ’ όλα επαγγελματικής, όπως αρμόζει σε ένα ξενοδοχείο της σειράς του, η οποία, όμως, δεν είναι ξύλινη, ούτε προσποιητή. 



Όπως μας εξήγησε ο κ. Μανώλης Βορδώνης, αυτό που επιθυμούσε αναλαμβάνοντας το τιτάνιο έργο της αναβίωσης του Ποσειδωνίου, ήταν να το κάνει και πάλι τόπο συνάντησης επισκεπτών και ντόπιων, Ελλήνων και ξένων και η υποδοχή σε αυτό να μετατρέπει σε καλωσόρισμα το δέος που κάποιος αισθάνεται βλέποντάς τον επιβλητικό του όγκο.  Παρατηρώντας τους εργαζόμενους και τον τρόπο με τον οποίο εξυπηρετούν τους επισκέπτες, είτε αυτοί είναι ένοικοι, είτε απλώς πηγαίνουν για φαγητό ή ποτό στην βεράντα ή στο μπαρ, μπορώ να πω πως ο σκοπός πέτυχε.  Το Ποσειδώνιον δεν είναι άλλο ένα «γκέτο» από αυτά που τα τελευταία χρόνια βλέπουμε να κατακλύζουν την Ελλάδα και να μετατρέπουν αγαπημένα μέρη που ήταν συνυφασμένα με τη ζωή των τόπων εδώ και δεκαετίες σε όμορφα μεν, απρόσωπα δε και απρόσιτα για την μεσαία τάξη, η οποία πνέει τα λοίσθια. Σαφέστατα το να μείνεις στο Ποσειδώνιον δεν είναι φτηνή υπόθεση, άλλωστε δεν ήταν ποτέ. Το να προσφέρεις όμως ένα διήμερο στον εαυτό σου μια στο τόσο ή απλώς  να απολαύσεις τον καφέ ή το απεριτίφ και το δείπνο σου, να πιεις τα εξαιρετικά cocktails στο μπαρ, προσφέρει πάντα μεγάλη χαρά.

 
Φέτος την κουζίνα του Ποσειδωνίου έχει αναλάβει ο Oliver Campanha, Γάλλος πολιτογραφημένος Έλληνας που έχει αγαπήσει την χώρα μας, την έχει επιλέξει για να ζήσει και αυτό φαίνεται στα πιάτα του.  Τον βρίσκεις παντού μπροστά σου, χαμογελαστό και αεικίνητο, τόσο στο Ποσειδώνιον, όσο και στην κουζίνα του Paradise Beach στην παραλία της Αγίας Μαρίνας, την λειτουργία της οποίας έχει αναλάβει η ομάδα του Ποσειδωνίου, αλλά και στο μαγικό Μποστάνι. 

 
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.  Θα ξεκινήσω από το ξενοδοχείο.  Δεν σας είπα ακόμη για την αίσθηση του μεγαλείου της εισόδου, του lobby και της σκάλας, των εσωτερικών κοινόχρηστων χώρων και των δωματίων.  Τα μάρμαρα, η σκάλα με την ξύλινη κουπαστή και τα ζωγραφισμένα πλακάκια που σώθηκαν δίνουν τον κεντρικό τόνο, ενώ το λευκό, το γκρι και το μπεζ διακόπτονται αριστοτεχνικά από αντίκες αλλά και σύγχρονα στοιχεία, όπως οι έντονοι πίνακες μοντέρνας τέχνης.  Στα δωμάτια και τις σουίτες η ανάπαυση και το well being είναι το πρώτο μέλημα, ενώ οι λεπτομέρειες, όπως τα μαντεμένια κάγκελα στα μπαλκόνια και τις βεράντες, οι vintage διακόπτες και τα λευκά πλακάκια του μετρό στα μπάνια, κάνουν την διαφορά.

 
Το δείπνο σερβίρεται στην βεράντα όπου η θαλασσινή αύρα φέρνει τις μυρωδιές και τη δροσιά της. Η κουζίνα του Olivier Campanha χαρακτηρίζεται από τα εξαιρετικά υλικά (κάποια από αυτά έρχονται από το Μποστάνι του Ποσειδωνίου) και το παιχνίδι με τις γεύσεις, τα αρώματα και τις υφές.  Ένα παιχνίδι που ο Olivier παίζει στα δάχτυλά του.  Αγαπά πολύ την φρεσκάδα των ψημένων σε εσπεριδοειδή ψαριών και θαλασσινών, αγαπά τα αρωματικά βότανα και τα ζαρζαβατικά, αγαπά τα φρούτα και τα συνδυάζει σε όμορφα και γευστικά πιάτα, όπως η “red on red” gazpacho, η σαλάτα με το καβούρι και την πικάντικη remoulade, η τριλογία tartare, ο φρέσκος τόνος με το σορμπέ από πράσινο μήλο και κόλιανδρο και η υποδειγματική Pavlova, από τις πιο αέρινες και νόστιμες που έχω γευτεί ποτέ. 

 



Στο Paradise Beach το παιχνίδι παίζεται με πιο κλασικούς κανόνες, τα εδέσματα  όμως δεν υπολείπονται φαντασίας και τσαχπινιάς. Τα αφράτα και τραγανά κεφτεδάκια, τα καλαμαράκια, τα τηγανιτά κολοκυθάκια, ο βακαλάος σε κουρκούτι με χωριάτικες τηγανιτές πατάτες σαν ελληνικό fish & chips, οι σαρδέλες στον ξυλόφουρνο, το ψητό σαγανάκι, η θαλασσινή μακαρονάδα με τον αχινό και το ξύσμα πορτοκαλιού, τα μύδια με το σαφράν κι άλλοι μεζέδες κονταροχτυπιούνται για να κερδίσουν μια θέση στο στομάχι και την καρδιά σου.

 
Κι ένα απόγευμα, την ώρα που ο ήλιος έχει μαλακώσει, μπαίνεις στο ηλεκτροκίνητο tuk tuk, φετινό απόκτημα του ξενοδοχείου, σαν μοντέρνο αμαξάκι, και φεύγεις προς τα πίσω και πάνω με προορισμό τον παράδεισο που ονομάζεται Μποστάνι.  Ένα μέρος μοναδικό με θέα το πευκοδάσος, ένα εκκλησάκι πάνω σ’ έναν λόφο και τη θάλασσα στο βάθος. Εκεί σε περιμένει ο κ. Μ. Βορδώνης, ο οποίος, με την ευφράδεια και τη γλυκύτητα που τον χαρακτηρίζουν, σου διηγείται, σαν να λέει παραμύθια, την ιστορία του νησιού, την ιστορία του Σωτηρίου Αναργύρου, των σχολών και του ιδρύματος. Το πώς ο σπουδαίος αυτός ευπατρίδης, όταν επέστρεψε  από την Αμερική στα τέλη του 19ου αιώνα, όπου έκανε μεγάλη περιουσία στην καπνοβιομηχανία, αγόρασε μεγάλες εκτάσεις στο νησί για να τις αναδασώσει, το πώς έφτιαξε το Ποσειδώνιον, το πώς εν τέλει έκανε τις Σπέτσες το κοσμοπολίτικο νησί που γνωρίζουμε. 

 

Και τι δεν μάθαμε εκείνο το απόγευμα ρεμβάζοντας τη θέα από το Μποστάνι.  Κι όταν έπεσε απαλά η νύχτα κι άναψαν τα πολύχρωμα λαμπιόνια καθίσαμε στο μεγάλο ξύλινο τραπέζι και γευτήκαμε ντομάτες κι αγγούρια, άγρια αγκιναράκια και ρόκα πιπεράτη, μελιτζάνες και κολοκυθάκια και αυγά τηγανιτά με φρεσκοψημένο προζυμένιο ψωμί.  Τα φρούτα μάς ξαναθύμισαν τη λησμονημένη ευωδιά τους κι ευχηθήκαμε να ξαναβρεθούμε στο Μποστάνι για να γιορτάσουμε την Πρωτομαγιά όπως της πρέπει. 

 
Πίσω στο μπαρ του ξενοδοχείου, που φέτος έχει αναλάβει η ομάδα του Baba Au Rum, γίνονται πράγματα και θαύματα με τα οινοπνεύματα κι όλα τα άλλα που αναμιγνύουν οι εξαιρετικοί bartenders.  Με τη χαλαρή κι όσο πρέπει χαμηλή μουσική, κουβέντα στην κουβέντα, κυλάνε οι ώρες κι όταν πια, γλυκά κουρασμένος ανεβαίνεις στο δωμάτιό σου, κάνεις ύπνο ελαφρύ όπως τότε που ήσουν παιδί κι ονειρεύεσαι την επόμενη φορά που θα ξανάρθεις σε αυτόν τον τόπο, σε αυτό το ξενοδοχείο και θα συναντηθείς με αυτούς τους ανθρώπους για να ακούσεις κι άλλες ιστορίες και να κάνεις ακόμα ένα συναρπαστικό ταξίδι στον χρόνο.

Υ.Γ. 1   Το in2life κι εγώ προσωπικά, ευχαριστούμε ιδιαιτέρως τον κ. Μανώλη Βορδώνη, τον γιό του κ. Αντώνη Βορδώνη κι όλη την ομάδα του Ποσειδωνίου για την εγκάρδια και γενναιόδωρη φιλοξενία, καθώς και τον κ. Κώστα Παναγάκη και την κα Κατερίνα Φωτοπούλου της εταιρίας Travelworks Public Relations για την άριστη οργάνωση και προσωπική επιμέλεια σε όλες τις λεπτομέρειες του αξέχαστου αυτού διημέρου. 

Υ.Γ. 2   Υπάρχουν πολλές λεπτομέρειες για τις δραστηριότητες του ξενοδοχείου που άφησα έξω από το κείμενο για λόγους οικονομίας του χώρου.  Πατώντας εδώ, στην ιστοσελίδα του Poseidonion Grand Hotel, θα τις διαβάσετε όλες.

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v