The Grand by Interni : Μεγαλειώδης απλότητα

Στον τελευταίο όροφο του Grand Hyatt βρίσκεται το υπέροχο μπαρ-εστιατόριο The Grand by Interni και σας περιμένει να το ανακαλύψετε
The Grand by Interni : Μεγαλειώδης απλότητα

της Αγάπης Μαργετίδη

Ακούγοντας το όνομα “The Grand”, ο νους οδηγείται αυτόματα προς κάτι το μεγαλειώδες, το υπερπολυτελές, ίσως και φανταχτερό.  Όταν όμως δίπλα στο όνομα μπαίνει η διευκρίνιση “by Interni”, το μυαλό κάνει στροφή και γνωρίζεις με σχεδόν απόλυτη βεβαιότητα ότι η κομψότητα θα έχει πάρει το πάνω χέρι και πως τίποτα δεν θα φωνάζει «εδώ είμαι, κοιτάξτε με».

Η αίσθηση αυτή επιβεβαιώθηκε στο έπακρο όταν ανέβηκα στο roof top του ξενοδοχείου Grand Hyatt της Λεωφόρου Συγγρού ένα καλοκαιρινό σούρουπο, εκεί όπου στεγάζεται το εστιατόριο The Grand by Interni.  Τι να σας πρωτοπεριγράψω;  Το αττικό φως που ακόμα έφεγγε μέσα από τα τεράστια παράθυρα που ξεκινούν από το ταβάνι και καταλήγουν στο δάπεδο δημιουργώντας την αίσθηση ότι βρίσκεσαι σε ελικόπτερο, την θέα της Ακρόπολης που όσες φορές και από όποια γωνία να τη δεις δεν την χορταίνεις, τη θάλασσα στο βάθος αριστερά που λαμπυρίζει όλες τις ώρες της ημέρας και της νύχτας, την βουή της πόλης που φτάνει στα αυτιά σαν free jazz μουσική. 



Ο εσωτερικός χώρος του εστιατορίου, μελετημένος στην παραμικρή του λεπτομέρεια, δένει με μαεστρία υλικά, κατ’ αρχήν ετερόκλητα.  Δεν θα περίμενε κάποιος τίποτε λιγότερο από το Interni.  Το μέταλλο και το γυαλί μαλακώνουν από τα φυτά και τα υπέροχα πλεκτά φωτιστικά, δίνοντας στον χώρο κάτι το εξωτικό, ενώ κρατούν άθικτο τον αστικό, μητροπολιτικό χαρακτήρα που είναι διάχυτος σε όλον τον χώρο, όχι μόνον του εστιατορίου, αλλά και ολόκληρου του ξενοδοχείου.  Δεν κρατιέμαι, θα σας το πω κι αυτό, επιβάλλεται να κάνετε και μια βόλτα στις τουαλέτες.  Η είσοδός τους είναι καταπράσινη με κρεμαστά φυτά και είναι ντυμένη με γαλαζοπράσινα πλακάκια σε σχήμα φύλλων. 

 
Βγαίνοντας στην ταράτσα, μένεις άφωνος μπροστά στην πισίνα, της οποίας η μία πλευρά είναι διαφανής, σαν ενυδρείο.  Με μία λέξη, μαγευτική.  Ο χώρος του φαγητού βρίσκεται στην υπερυψωμένη σκεπαστή πλευρά, ενώ το μάτι πέφτει αυτόματα στις έντονα πορτοκαλί πολυθρόνες της φίρμας Bonaccina.  Το art de la table ακολουθεί κι αυτό, το ίδιο λιτό και συγχρόνως ήσυχα πολυτελές μοτίβο που διατρέχει τον χώρο.  Διαισθάνεσαι πως εδώ θα περάσεις τέλεια και πως οι γεύσεις θα είναι μελετημένες με την ίδια προσήλωση στη λεπτομέρεια.



Παίρνοντας στα χέρια σου τους τρεις καταλόγους των ποτών, των κρασιών και του φαγητού, η πρώτη ματιά πέφτει στα χαριτωμένα σλόγκαν που σε βάζουν σε παιχνιδιάρικη διάθεση.   Ξεφυλλίζοντάς τους, διαπιστώνεις πως κάποιοι, σε άψογη συνεργασία, έχουν βάλει το μυαλό τους να δουλέψει με χίλιες στροφές για να υπάρξει κατ’ αρχάς συνοχή, κάτι που δυστυχώς δεν είναι αυτονόητο σε πολλά εστιατόρια και μπαρ.  Τα ποτά και το φαγητό, έμπνευση της Χριστίνας Φωκά και του Θάνου Κακαρά αντίστοιχα, κινούνται σε δρόμους κοσμοπολίτικους, ακολουθώντας κι αυτά την αισθητική και την φιλοσοφία του εστιατορίου και του ξενοδοχείου.



Η barmaster Χριστίνα Φωκά, γνωστή από τα άλλα εστιατόρια του ομίλου Interni, έχοντας μαθητεύσει δίπλα στους καλύτερους, έχει εμπνευστεί σοφιστικέ συνδυασμούς για τα signature cocktails της (€ 14), ενώ, αν ο πελάτης το ζητήσει, θα σκεφτεί εκείνη τη στιγμή ένα sur mesure ποτό, για να ικανοποιήσει το ιδιαίτερο γούστο του.  Ο κατάλογος των ποτών προσφέρει και όλα τα κλασικά cocktails (€ 13), mocktails (€ 11), αλλά και ό, τι ποτό ζητήσει η ψυχή σου, μεταξύ των οποίων μέτρησα 31 whiskies, 8 gins, 10 ρούμια και άλλα πολλά.  Η λίστα των κρασιών προσφέρει επιλογές για όλα τα γούστα και όλα τα βαλάντια, κάποιες και σε ποτήρι.

 
 
Ο executive chef Θάνος Κακαράς, επίσης γνωστός από τα άλλα εστιατόρια του ομίλου, μανιώδης ταξιδευτής, παντρεύει με επιτυχία εξαιρετικής ποιότητας ολόφρεσκα υλικά με κουζίνες και μαγειρικές τεχνικές που τιμούν τόσο τον τόπο μας, όσο και τόπους μακρινούς.  Αυτές οι ανταλλαγές γαστριμαργικών – και όχι μόνον –  εμπειριών, είναι που κάνουν τον κόσμο μας πλουσιότερο και τον άνθρωπο καλύτερο.

 
Έτσι, εκείνο το βράδυ, γευτήκαμε τη νοστιμιά του κόσμου, ταξιδεύοντας στην Ελλάδα, στην Ιταλία και τη Γαλλία, φτάσαμε μέχρι και στην Ασία και το Περού. Την όρεξη μας άνοιξε η φρέσκια mozzarella di Bufala με ντοματίνια, καλοκαιρινό κολοκυθάκι, ελαιόλαδο αρωματισμένο με σχινόπρασο και vinaigrette μελιού, που όμως δεν ήταν καθόλου γλυκιά κι έδενε άψογα όλα τα υλικά (€ 11).  Τα σπιτικά νιόκι ζυμωμένα με τυρί Ricotta, ήρθαν με νόστιμη σάλτσα από κατσικίσιο τυρί, ενώ τα ελαφρώς καραμελωμένα σύκα έφερναν στον ουρανίσκο την απαραίτητη ισορροπία (€ 14).  Το λαχταριστό λαυράκι έγινε ceviche με το όξινο leche de tigre και συνοδεύτηκε από αρωματικό mango, τσιπς λωτού και ψητή γλυκοπατάτα (€ 18). 

 
Δροσιστήκαμε κι άλλο, με δύο ολόφρεσκες σαλάτες (€ 14).  Η πρώτη φέρει το όνομα του εστιατορίου και συνδυάζει τρυφερές πρασινάδες με αχλάδι, pecans και κατσικίσιο τυρί, ενώ η δεύτερη μιλάει Ελληνικά σε έναν πολύ ευφάνταστο συνδυασμό που δοξάζει το καλοκαίρι και την Ελληνική γη, αφού έχει ντομάτα, παξιμάδι από χαρούπι, τυρί φέτα και vinaigrette από οξύμελι. 

Για κυρίως επέλεξα το άψογα ψημένο φιλέτο φρέσκου μαύρου μπακαλιάρου, μαριναρισμένου σε miso, που συνοδευόταν από το εντυπωσιακό, όσο και νόστιμο riso venere και την πιο-ελληνική-δεν-γίνεται, καταπράσινη αλμύρα.  Η sauce beurre blanc είχε αρωματιστεί με λουίζα, το εξαίσιο αυτό λεμονάτο βότανο, που έκανε την βουτυράτη σάλτσα να χορεύει ανάλαφρα (€ 35).



Το δείπνο μας έκλεισε με τον εξαιρετικό μπακλαβά σε σύγχρονη εκδοχή, αφού ανάμεσα στα τραγανά του φύλλα έκρυβε αφράτη mousse πραλίνας φιστικιού, ενώ συνοδευόταν από παγωτό μαστίχα αρωματισμένο με ροζ πιπέρι (€ 9).  Ευτυχία!  Εκείνο το βράδυ ο chef είχε ετοιμάσει κι ένα επιδόρπιο ημέρας με φράουλες της εποχής, που συνδύαζε απαλή mousse, παγωτό και πέρλες port. Κι άλλη ευτυχία!

Επιστρέφοντας στο σπίτι μου μετά από αυτήν την όμορφη βραδιά, ανεβαίνοντας την Λεωφόρο Συγγρού προς το κέντρο της Αθήνας, είδα πολλούς τουρίστες να απολαμβάνουν την καλοκαιρινή Αθηναϊκή νύχτα περπατώντας κατά μήκος της Λεωφόρου Αμαλίας μέχρι το Σύνταγμα κι ακόμη πιο πέρα,  στην οδό Πανεπιστημίου, κι ας ήταν περασμένα μεσάνυχτα. Στο μυαλό μου σχεδίαζα ήδη το πρόγραμμα για τις ημέρες του Ιουλίου και του Αυγούστου, όταν θα έρθουν φίλοι, αδέλφια και ξαδέλφια από το εξωτερικό και θα με ρωτήσουν «από ποια ταράτσα θα δούμε φέτος την Αθήνα;».  Είμαι σίγουρη πως μαντεύετε την απάντηση! 

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v