Γιάννη Καλαβριανέ, πώς είναι να επιστρέφεις σε μια αγαπημένη παράσταση 14 χρόνια μετά;

Μια από τις θρυλικότερες παραστάσεις της τελευταίας 20ετίας επιστρέφει φέτος ανανεωμένη. Ο σκηνοθέτης και συγγραφέας της έχει πολλά να πει γι’ αυτό.

Γιάννη Καλαβριανέ, πώς είναι να επιστρέφεις σε μια αγαπημένη παράσταση 14 χρόνια μετά;

Όταν φτιάχναμε, πρόπερσι, τη λίστα με τις παραστάσεις της δεκαετίας, το Γιοί και Κόρες του Γιάννη Καλαβριανού επανερχόταν στις συζητήσεις μας ξανά και ξανά. Λέγαμε τότε πως η μαγεία του θεάτρου είναι ακριβώς αυτή η αντίφαση: Ότι είναι ταυτόχρονα εφήμερο και ανεξίτηλο. Καμία παράσταση δεν είναι ίδια με εκείνη της επόμενης μέρας, και τις παραστάσεις που είδες δεν θα τις ξαναδείς ποτέ. Εκείνες όμως που σε άγγιξαν θα ζουν στη μνήμη σου για πάντα.

Εδώ και λίγες μέρες, το Γιοί και Κόρες ανεβαίνει ξανά, αυτή τη φορά στο Αμφι-θέατρο του Σπύρου Ευαγγελάτου, 14 ολόκληρα χρόνια μετά την πρώτη του εκδοχή στο ΔΗΠΕΘΕ Κομοτηνής, και 12 από τότε που το πρωτοείδαμε εμείς στο Θέατρο του Νέου Κόσμου. Στην πέμπτη του πια εκδοχή, έχοντας περάσει στο ενδιάμεσο από το Φεστιβάλ Αθηνών, το Bios, το ΔΗΠΕΘΕ Κρήτης, τα θεατρικά φεστιβάλ της Ευρώπης, και έχοντας χιλιοβραβευτεί και μεταφραστεί σε πέντε γλώσσες, παραμένει –όσο και αν αλλάζει– το ίδιο μπριόζικα συγκινητικό με εκείνη την πρώτη φορά που είδαμε αληθινές ιστορίες αληθινών ανθρώπων να μπλέκονται με τη μεγάλη, την επίσημη, την Ιστορία της Ελλάδας, και να γίνονται υλικό για μια παράσταση που μιλούσε για όλα εκείνα τα μικρά και καθημερινά που ήταν στην πραγματικότητα τα μεγάλα και σπουδαία, για τον έρωτα, και (όπως λέει πια ο υπότιτλός της) για την αναζήτηση της ευτυχίας.

Μιλήσαμε με τον εμπνευστή, συγγραφέα και σκηνοθέτη της παράστασης, Γιάννη Καλαβριανό, για όλα εκείνα που αλλάζουν και τα άλλα, που ίδια μένουν, σε αυτά τα 14 χρόνια ως την θεατρική αναβίωση, αλλά και για την εμφατικά ανθρωπιστική του προσέγγιση σε όλους τους σκηνικούς ήρωες του, υπαρκτούς και μη.


Φωτό © Ελίνα Γιουνανλή

Πώς είναι να επιστρέφει κανείς σε μια αγαπημένη παράσταση μετά από 14 χρόνια;
Είναι περίεργο το συναίσθημα. Τα πράγματα είναι παρόμοια, αλλά όχι ίδια. Ούτε εγώ είμαι ο ίδιος. Ούτε οι θεατές έχουν τα ίδια βιώματα, με όσα έχουν μεσολαβήσει. Είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα νέα πραγματικότητα.

Η παράσταση δουλεύτηκε εκ νέου, με καινούριο θίασο, συντελεστές, σκηνικό και την προσθήκη νέων ιστοριών, οι οποίες φτάνουν πλέον μέχρι την πρώτη πανδημία του covid.

Όλοι οι ηθοποιοί είναι ταυτόχρονα οι αφηγητές και οι μουσικοί των ιστοριών. Πρόκειται για την ίδια σκηνική γλώσσα, αλλά με μεγαλύτερη εμπειρία και, παραδόξως, ελευθερία.

Το Γιοί και Κόρες, θα τολμήσω να πω, ίδρυσε κατά κάποιον τρόπο σχολή, παντρεύοντας το θέατρο με την προφορική ιστορία και συστήνοντας ουσιαστικά το θέατρο-ντοκιμαντέρ στο αθηναϊκό κοινό. Την περιμένατε την επιτυχία, δεδομένου ότι ήταν ένα νέο, πρωτότυπο εγχείρημα;
Η παράσταση όντως σύστησε στο κοινό ένα νέο είδος, που δεν ήταν ακριβώς ντοκουμέντο, αλλά μυθοπλασία, με ρίζες αλήθειας.

Μάλλον ήταν η πρώτη παράσταση βασισμένη σε αφηγήσεις ηλικιωμένων και έτυχε όντως, μεγάλης ανταπόκρισης από τους θεατές και άνοιξε τον δρόμο για παρόμοια μετέπειτα εγχειρήματα.

Δεν μπορώ να πω πως περίμενα την επιτυχία της, όχι γιατί δεν πίστευα στα συστατικά της, αλλά γιατί ήμασταν όλοι, με εξαίρεση τον Γιώργο Γλάστρα, πολύ νέοι και άγνωστοι. Το γεγονός της συρροής των θεατών στα χρόνια που παίχτηκε, μας ξάφνιασε, μας ενηλικίωσε και μας έδωσε τη δυνατότητα μιας στιβαρής εκκίνησης στα θεατρικά πράγματα της εποχής.

Στην πρώτη της εκδοχή έπαιξαν ηθοποιοί που συνέχισαν να εργάζονται στο θέατρο, είτε παίζοντας είτε σκηνοθετώντας, όπως ο Κωνσταντίνος Ντέλλας, η Αλεξία Μπεζίκη, ο Γιώργος Παπαπαύλου, η Μαρία Κοσκινά, η Άννα Ελεφάντη, η Στέφη Πουλοπούλου και η Χριστίνα Μαξούρη.

Τι αλλάζει, και τι μένει ίδιο, στην προσέγγιση της παράστασης μιάμιση δεκαετία αργότερα;
Ακόμη και αν θέλαμε να μείνουμε ίδιοι, η ζωή έχει φροντίσει να μην μπορούμε να το κάνουμε. Μένει ίδια η φόρα, η έρευνα, το χιούμορ και ελπίζω το ήθος και ο επαγγελματισμός.

Αλλάζει η κατανόηση της ανθρώπινης περιπέτειας. Στην πρώτη εκδοχή έλεγα πως κατάλαβα περισσότερο τους γονείς μου. Στην φετινή κατάλαβα περισσότερο εμένα και τους συνομηλίκους μου.

Συνομιλούν με έναν τρόπο οι δύο παραστάσεις που ανεβάζετε φέτος στο Αμφι-θέατρο, το Γιοι και Κόρες και η Πύλη της Κόλασης;
Είναι εντελώς διαφορετικές. Η μία είναι η πιο έντονη κινησιολογικά παράσταση που έχω κάνει, η πιο γρήγορη και η άλλη η πιο εικαστική, η πιο ρευστή, σαν μια σειρά συνθέσεων από ομιλούντα γλυπτά. Στη μία όλη η κινησιολογία βασίστηκε στην μικρή καθημερινότητα και στην άλλη κάθε κίνηση και στάση προέρχεται από κάποιο γλυπτό του Ροντέν ή της Καμίγ Κλοντέλ. Στη μία αφετηρία ήταν οι ζωές τεσσάρων ιστορικών προσώπων, στην άλλη οι ιστορίες καθημερινών ανθρώπων.

Κοινό τους χαρακτηριστικό είναι η αφηγηματικότητα, η εναλλαγή των προσώπων, η ενασχόληση με την ιστορία και τον χρόνο.

Οι παραστάσεις μου μοιάζουν όπως μοιάζουν τα αδέρφια. Ακόμη και αν δεν είναι φαινομενικά παρόμοια, πάντα αντικρίζεις στο βλέμμα ή το χαμόγελο πως μεγάλωσαν στο ίδιο περιβάλλον.

Τα θεατρικά έργα που γράφετε και σκηνοθετείτε έχουν συχνά στον πυρήνα τους τις μικροϊστορίες των ανθρώπων που έζησαν τη μεγάλη, την Ιστορία με κεφαλαίο γιώτα, σε διάφορες ιστορικές περιόδους. Μιλήστε μας για αυτή την επιλογή.
Δεν γίνεται συνειδητά, από άποψη θεματολογίας. Καταλήγουν, μάλλον εξαιτίας του ενδιαφέροντός μου για τον χρόνο. Ως άνθρωπος που είχα πάντα μια μη διεγνωσμένη δυσκολία διαχείρισής του, κατέληξα να ασχολούμαι με αυτόν επί σκηνής. Έτσι κι αλλιώς οι άνθρωποι πάντα θέλουμε να ακούμε ιστορίες. Κι εγώ φτιάχνω αυτές που θα ήθελα να ακούσω.

Η σκηνοθετική –μάλλον και η συγγραφική, τώρα που το σκέφτομαι– ματιά σας έχει πάντα μια προσέγγιση τρυφερά ανθρωπιστική, ακόμα και όταν στρέφεται προς χαρακτήρες που δεν διεκδικούν ακριβώς δάφνες συμπάθειας. Συνειδητή επιλογή;
Όχι, δεν γράφω προσπαθώντας να αποδώσω θετικά ή συμπαθή χαρακτηριστικά σε κανέναν χαρακτήρα. Επιχειρώ να αναδείξω την ανθρώπινη περίπτωση, που πάντα έχει συγκεκριμένα κίνητρα. Και όταν αυτά φωτιστούν, μπορούμε να καταλάβουμε καλύτερα τον άλλο και τις πράξεις του, ακόμη και αν δεν τον δικαιολογήσουμε ή συγχωρέσουμε.

Το βάθος της ανθρώπινης ψυχής είναι αβυσσαλέο και πάντα θα μας ξαφνιάζει. Οπότε η δημιουργία ενός μονοδιάστατα αντιπαθούς χαρακτήρα δεν πρέπει να αφορά κανέναν και σίγουρα όχι το θέατρο. Η κακία και η καλοσύνη είναι μόνο ακατοίκητα σχήματα.


Φωτό © Ελίνα Γιουνανλή

Συντελεστές
Κείμενο-Σκηνοθεσία: Γιάννης Καλαβριανός
Σκηνικά-Κοστούμια: Μαρία Καραθάνου
Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος
Επιμέλεια Κίνησης-Βοηθός Σκηνοθέτη: Αλεξία Μπεζίκη
Βοηθός Σκηνογράφου-Ενδυματολόγου: Μαργαρίτα Τζαννέτου
Βίντεο: Βασίλης Κουντούρης
Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή
Σχεδιασμός Αφίσας: Sonke

Διεύθυνση Παραγωγής: Κατερίνα Μπερδέκα
Οργάνωση Παραγωγής: Ρόζα Καλούδη, Βαγγέλης Βογιατζής

Παίζουν: Μαρία Κωνσταντά, Γιάννης Μαστρογιάννης, Ζωή Μυλωνά, Δήμητρα Ονουφριάδου, Βασίλης Τσαλίκης

Συμπαραγωγή: Πολιτιστικός Οργανισμός Λυκόφως – Γ. Λυκιαρδόπουλος & Εταιρεία Θεάτρου Sforaris

Αμφι-θέατρο Σπύρου Α. Ευαγγελάτου
Α. Χατζημιχάλη 15 & Αδριανού 111, Πλάκα
τηλ. 2110154559

Παραστάσεις
Παρασκευή: 21.00
Σάββατο: 18.30 & 21.15
Κυριακή: 19.00

Τιμές εισιτηρίων
Α ζώνη 20€
Β ζώνη 18€/15€ (μειωμένο)
Γ ζώνη 16€/14€ (μειωμένο)

Τα μειωμένα εισιτήρια εκδίδονται για φοιτητές, ανέργους και ΑμεΑ σε περιορισμένο αριθμό για κάθε παράσταση.

Προπώληση εισιτηρίων: Ticket Services
τηλεφωνικά: 2107234567
εκδοτήριο: Πανεπιστημίου 39, Αθήνα

 

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v