Σεράμικο: Σαλονικιώτικος νόστιμος αέρας στον Κεραμεικό
Στο Σεράμικο, που έχει κατέβει στην Αθήνα ως το μικρό αδέρφι του ξακουστού Θεσσαλονικιώτικου Σέμπρικο, παίρνουμε μια καλή δόση βορειοελλαδίτικης μερακλίδικης κουζίνας.

Στο Σεράμικο, που έχει κατέβει στην Αθήνα ως το μικρό αδέρφι του ξακουστού Θεσσαλονικιώτικου Σέμπρικο, παίρνουμε μια καλή δόση βορειοελλαδίτικης μερακλίδικης κουζίνας.
Ομολογώ ότι από Θεσσαλονίκη δεν ξέρω και πολλά, ή, για να το πω πιο σωστά, είμαι κάπως σαν τη μαθήτρια που δεν πρόσεχε στο μάθημα όταν έπρεπε και που την ύστατη ώρα των εξετάσεων διαβάζει πυρετωδώς, μπας και καταφέρει να περάσει τη χρονιά. Οι φορές που έχω πάει μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού και ευτυχώς σε δυο από αυτές είχα φίλους για ξεναγούς που με περπάτησαν πέρα και πίσω από τη βιτρίνα. Ακόμα κι έτσι, όμως, δεν χρειάστηκε πολύ για να καταλάβω πως το φαγητό εκεί είναι σοβαρότατη υπόθεση με ένα κοινό πολύ απαιτητικό και αυστηρό.
Πριν από λίγες μέρες, λοιπόν, ξεκίνησα για να πάω να δω τι γίνεται στο Σεράμικο του Κεραμεικού που είναι το αθηναϊκό αδελφάκι του διάσημου, ιστορικού σαλονικιώτικου Σέμπρικο κι έχει ανοίξει εδώ και δύο περίπου χρόνια. Το εστιατόριο-γαστροταβέρνα-γαστροκαφενείο, πείτε το όπως θέλετε, όλα τα ονόματα ταιριάζουν, ήταν γεμάτο μέσα κι έξω κι ας ήταν τσαγκαροδευτέρα. Παρατηρώντας τις παρέες, τις μικρές, τις μεγάλες και τις μεγαλύτερες, τις νεανικές και τις λιγότερο νεανικές, τις παρέες των Ελλήνων και αυτές των ξένων ταξιδιωτών, παρατηρώντας, επίσης, τους μάγειρες στην ανοιχτή κουζίνα που δεν είχαν χρόνο ούτε να σηκώσουν τα μάτια τους από την ετοιμασία των φαγητών, τους ανθρώπους του σέρβις που πήγαιναν κι έρχονταν με πιάτα που άδειαζαν σε χρόνο dt, τα μπουκάλια του κρασιού που ανοίγονταν το ένα μετά το άλλο, με είχε φάει η περιέργεια πώς στο καλό τα καταφέρνουν σε μια Αθήνα που είναι περίπου αδύνατον να παρακολουθήσεις τα καταιγιστικά τεκταινόμενα στην εστίαση, ακόμα κι αν είναι η δουλειά σου.
Ξεκινώντας από το μέρος αυτό καθαυτό, τον χώρο και τη διακόσμηση – ή την απουσία αυτής, εν πολλοίς –, θα πω πως αντικειμενικά, κι ας μην είναι ακριβώς του γούστου μου σε προσωπικό επίπεδο, ταιριάζει στη γειτονιά, στην ιστορία και τους κατοίκους της. Ταιριάζει και στο ίδιο το μαγαζί, στους θαμώνες του αλλά και στο είδος του φαγητού που προσφέρει. Με δυο λόγια, δεν θα μπορούσε να είναι πολύ διαφορετικά φτιαγμένο.
Το γιατί θα το καταλάβετε αμέσως τώρα που περνώ στην ουσία, δηλαδή στο φαγητό. Ο έχων το πρόσταγμα στην κουζίνα Γιάννης Μποϊδάνης, από τα βόρεια της χώρας κι ο ίδιος, μαγειρεύει φαγητά που έχουν κάτι να πουν, φαγητά με ελληνική ταυτότητα, ακόμα κι όταν μπλέκει υλικά και κάποιες τεχνικές, πάντως όχι τόσο εξεζητημένα που να ξενίζουν. Πρώτο παράδειγμα σε ένα ορεκτικό που παίρνει άριστα δέκα, τα καψαλισμένα, τραγανά φασολάκια περιχυμένα με ρομέσκο, τη σάλτσα που κατάγεται από την Καταλονία με πιπεριές, ντομάτα, αμύγδαλα και σκόρδο. Δεύτερο παράδειγμα, άριστο κι αυτό, η ενισχυμένη με μελιτζάνες, κρίταμο και κρητικό/σητειακό ξύγαλο, ντοματοσαλάτα. Τρίτη στη σειρά έρχεται η τραγανή, χρυσαφένια κροκέτα με γέμιση από κόκορα κρασάτο και γραβιέρα που θα έπαιρνε δέκα με τόνο και αυτή, εάν η συνοδευτική μαρμελάδα πιπεριάς ήταν λιγότερο γλυκιά. Ίσης έντασης γλυκύτητα, από καραμελωμένο ξίδι αυτή τη φορά, δεν άφηνε το μαστιχωτό χταπόδι και την καπνιστή μελιτζανοσαλάτα να λάμψουν αυτόφωτα, όπως τους άξιζε. Σ’ αυτό το σημείο θέλω να πω πως η γενική τάση των γλυκών στοιχείων στα διάφορα φαγητά καλά κρατεί εδώ και χρόνια και φαίνεται πως αρέσει σε πολλούς, οπότε η προσωπική μου άποψη ίσως και να περιττεύει.
Τα δικά μου άριστα δέκα επιστρέφουν με δύο φαγητά που έρχονται σε αντίστιξη με τα δύο προηγούμενα: το τρυφερό μοσχαρίσιο συκώτι με μανιτάρια που μοσχοβολάει από το σκορδοβούτυρο και το δενδρολίβανο και η εξαιρετικής ποιότητας, στην εντέλεια ψημένη νοστιμότατη ταλιάτα μαύρου χοίρου με πουρέ από ρεβίθια και κρασάτη σάλτσα. Δυο φαγητά για κάθε μερακλή, από όπου κι αν κρατάει η σκούφια του.
Και περνάμε στο γλυκό. Αχ αυτό το σαλονικιώτικο αρμενοβίλ! Πώς να σας το περιγράψω; Εν τούτοις, θα το επιχειρήσω. Πιο βελούδινο από βελούδο παρφέ/semifreddo με τραγανότερα των τραγανών αμύγδαλα που μοσχοβολούν από άψογο καβούρδισμα, σπασμένες μαρέγκες, τραγανές και αέρινες συγχρόνως, και πικρούτσικη σοκολατένια σος. Μήπως ακούγομαι σαν τον Γιώργο Κωνσταντίνου στην ξεκαρδιστική του, αλησμόνητη περιγραφή για το προφιτερόλ; Μάλλον! Αυτό είναι το απίθανα νόστιμο γλυκό, σήμα κατατεθέν της Θεσσαλονίκης, που δεν ξέρω για ποιον λόγο, διάολε, σπανίως βρίσκουμε στην Αθήνα. Ως γνήσιοι γλυκατζήδες Βορειοελλαδίτες που είναι οι άνθρωποι του Σεράμικο, φτιάχνουν κι άλλο ένα νόστιμο, συννεφένιο σοκολατένιο γλυκό με παγωτό ανθόγαλα, κακάο και σάλτσα καραμέλας που κι αυτό αξίζει να δοκιμάσετε. Η δίαιτα ας περιμένει λίγο.
Συνοψίζοντας τα όσα έγραψα πιο πάνω, προσμετρώντας, επίσης, τις εξαιρετικά φιλικές τιμές (το πιο ακριβό φαγητό κοστίζει € 16,5) φαντάζομαι ότι καταλάβατε για ποιον λόγο το Σεράμικο γεμίζει ακόμα και τις Δευτέρες.
ΣΕΡΑΜΙΚΟ
Μεγάλου Αλεξάνδρου 109-111, Κεραμεικός
Τηλ.: 21 0342 1080
Instagram: @seramikoathens
Λειτουργία:
Καθημερινές 18:00 – 00:00
Σαββατοκύριακα 14:00 – 00:00