Ταξίδι στην Τήνο είκοσι χρόνια μετά
Η Αγάπη εξομολογείται δημόσια κι ανενδοίαστα τον άσβεστο έρωτά της για την Τήνο και μας δίνει ωραία νέα από την πανέμορφη αυτή Κυκλάδα.

Η Αγάπη εξομολογείται δημόσια κι ανενδοίαστα τον άσβεστο έρωτά της για την Τήνο και μας δίνει ωραία νέα από την πανέμορφη αυτή Κυκλάδα.
Για την Τήνο καρδιοχτύπησα για πρώτη φορά 35 ολόκληρα χρόνια πριν, όταν κατέβηκα από το καράβι μια χειμωνιάτικη σκοτεινή νύχτα. Χωρίς να ξέρω σχεδόν τίποτα για το νησί, κάτι έπιασα στον τρελό της αέρα, απροσδιόριστο αλλά δυνατό. Ανηφορίζοντας προς τα χωριά, σχεδόν στα τυφλά, το συναίσθημα ολοένα και δυνάμωνε, μέχρι που έφτασα στο σπίτι της φίλης μου στον μικρό, ρομαντικό οικισμό Μπερδεμιάρο, βγήκα στην ταράτσα και αντίκρυσα τα φώτα της πόλης κάτω και της Μυκόνου απέναντι. Το αποκορύφωμα ήταν το επόμενο ξημέρωμα με ένα θέαμα που με άφησε άλαλη στην κυριολεξία.
Ένα τριήμερο έμεινα εκείνη την πρώτη, μοιραία φορά στην Τήνο. Ο χρόνος ήταν αρκετός για να με κάνει να επιστρέφω ξανά και ξανά για πολλά χρόνια σε όλες τις εποχές, για λίγες ή πολλές μέρες. Κάθε φορά ανακάλυπτα κάτι καινούργιο. Ένα χωριό ολοζώντανο μα κι ένα άλλο ερειπωμένο, σωστό φάντασμα. Ένα απόκοσμο τοπίο, μια μαγευτική αμμουδιά, μια παραλία με βράχια σαν γλυπτά. Μια μυρωδιά, μια καινούργια γεύση. Και ανθρώπους. Ανθρώπους του νησιού και άλλους που είχαν έρθει από μακριά, συχνά από άλλες χώρες, και βρήκαν εκεί μια δεύτερη πατρίδα που τους αγκάλιασε σαν να ήταν δικό της παιδί.
Δεν ξέρω κι εγώ πώς, μια για τον ένα λόγο μια για τον άλλο, από την τελευταία φορά που είχα πάει στην Τήνο πέρασαν κοντά είκοσι χρόνια. Πώς το λέει ο Ποιητής; Πώς πέρασεν η ώρα. Πώς πέρασαν τα χρόνια. Άλλη αναβολή δεν σήκωνε κι έτσι φέτος επέστρεψα. Καθώς όλο αυτό το διάστημα διάβαζα για την εξέλιξη του νησιού, έχοντας επίσης πικρή πείρα από άλλα μέρη που έχουν γίνει σχεδόν αγνώριστα, μαζί με την προσμονή παραμόνευε και μια αγωνία. Θα την αναγνώριζα άραγε;
Ω, ναι! Εδώ είμαστε. Κι αν με τα χρόνια η φήμη του νησιού απλώθηκε από στόμα σε στόμα κι από τη μία δημοσιογραφική κάλυψη στην άλλη, η Τήνος κρατάει‧ κρατάει ακόμα. Κρατάει την άγρια ομορφιά της, τη ζωή στα χωριά της, τον μοναδικό χαρακτήρα της αρχιτεκτονικής της, τον γαστρονομικό της πλούτο.
Αυτό δεν είναι ένα άρθρο ταξιδιωτικό, ούτε λεπτομερής οδηγός για το πού να πάτε, πού να μείνετε, πού να φάτε, να κολυμπήσετε, να περπατήσετε. Αποφάσισα να το γράψω για να αποδείξω πως, ακόμα και στη σημερινή εποχή, είναι οι άνθρωποι που κάνουν το μέρος. Όχι όλοι, βεβαίως, αλλά αυτοί που έχουν σημασία. Κι αν σήμερα υπάρχουν στην Τήνο και κάποια θορυβώδη beach bars και κάποια εστιατόρια που είτε είναι στο νησί είτε στην Αθήνα δεν κάνει καμία διαφορά, είναι τόσο λίγα και διάσπαρτα, που είναι πολύ εύκολο να τα αποφύγει κάποιος.
Σήμερα, λοιπόν, θα σας μιλήσω για δύο οικογένειες. Η πρώτη λέγεται Μαραθιά και η δεύτερη Ήταν Ένα Μικρό Καράβι. Αν και είναι ονόματα εστιατορίων, όπως σίγουρα μαντέψατε, είναι οι οικογένειες που τα γέννησαν και τα ανέθρεψαν και σαν οικογένειες πορεύονται μέχρι και σήμερα.
Πάτερ φαμίλιας της Μαραθιάς είναι ο Μαρίνος Σουράνης που κι εκείνος, μια ιστορία είναι από μόνος του. Μια ιστορία που ξεκινά στη θάλασσα και στη θάλασσα τελειώνει. Μια ιστορία που αρχίζει στην Τήνο και στην Τήνο τελειώνει. Πριν να πάω στη Μαραθιά, σε αυτό το εστιατόριο-κόσμημα, νόμιζα πως τα ήξερα όλα για τη φιλοσοφία και τις πρακτικές της κουζίνας, για τον Μαρίνο τον ίδιο που τον είχα άλλωστε συναντήσει και μιλήσει για λίγο μαζί του στην παρουσίαση του εκπληκτικού του βιβλίου για τα ψάρια, την τέχνη της ωρίμανσής τους όπως την ασκεί στο εστιατόριο, για το νησί και τους ανθρώπους του. Ένα βιβλίο που δεν απευθύνεται μόνο στους επαγγελματίες, όπως αρχικά νόμιζα, αλλά σε όλους, λιγότερο ή περισσότερο γνώστες της θαλασσινής γαστρονομίας, αφού μέσα από αυτό μαθαίνεις όσα οφείλεις να γνωρίζεις για τα ψάρια της ελληνικής θάλασσας και τις ηθικές πρακτικές αλιείας και διαχείρισης που τους χρωστάμε. Κι αφού τα γνωρίσεις όπως τα έμαθε ο Μαρίνος από τους ψαράδες, τότε μπορείς να αρχίσεις την έρευνα για την εξέλιξη της ψαροφαγίας. Έρευνα που καταλήγει σε γεύσεις βαθιές και ουσιαστικές.
Αυτά, όμως, ως έναν βαθμό μονάχα γιατί μόνο όταν πήγα επιτόπου κατάλαβα τι σημαίνουν. Όταν γεύτηκα τα όσα θαυμαστά ετοιμάζουν εκεί, όταν έζησα την ξεχωριστή ατμόσφαιρα της Μαραθιάς, όταν κουβέντιασα και με τα άλλα δύο μέλη της ευρύτερης οικογένειας του εστιατορίου. Τον ανυπέρβλητο σε ευγένεια, χιούμορ και τακτ Ευριπίδη Αποστολίδη που έκανε την Τήνο σπίτι και πατρίδα του και τη Μαραθιά κομμάτι της καρδιάς του. Εξαιρετικός κι έμπειρος γνώστης της τέχνης της υποδοχής και της φιλοξενίας, ο Ευριπίδης τα δίνει όλα για να αισθάνεσαι άνετα. Τον σεφ γέννημα-θρέμμα του νησιού Βαλάντη Τσακαλίδη, ο οποίος έχει κάνει κτήμα του τη γαστρονομική ιδεολογία του Μαρίνου και τη μεταφράζει σε πεντανόστιμα πιάτα.
Ο περιορισμένος χώρος ενός άρθρου αλλά και η δυσκολία να περιγράψω τη γεύση μιας ωριμασμένης στήρας, μιας ημίπαστης γαρίδας, ενός παστουρμά από τόνο, τα αρώματα από το σπιτικό τηνιακό καρίκι (τυρί που ωριμάζει μέσα σε νεροκολοκύθα) ή τη νοστιμιά της άγριας μικρής ντόπιας αγκινάρας, με οδηγούν στο να μείνω εδώ και μαζί με τα επιφωνήματα τα δικά μου και του συζύγου μου κάθε φορά που βάζαμε κάτι στο στόμα μας, θα ενώσω και αυτά που άκουγα από τα διπλανά τραπέζια. Και κάτι τελευταίο: Αν η Μαραθιά ανήκει τυπικά στην κατηγορία που ονομάζουμε γαστρονομικό εστιατόριο, πιστέψτε με πως λάμπει με την απουσία του κάθε ίχνος επιτήδευσης, τόσο της γεύσης όσο και της περιποίησης.
Άλλη αξιοσημείωτη ιστορία γράφει και το Ήταν Ένα Μικρό Καράβι. Σε αυτό το κρυφό στολίδι σε μια ονειρεμένη αυλή που κάποτε ήταν θερινό σινεμά, η ιστορία της οικογένειας των αδελφιών Αντώνη και Σταματούλας Ψάλτη ξεκινάει από πολύ παλιά, όταν οι γονείς τους είχαν στο λιμάνι την περίφημη Σκούνα. Η Σκούνα, αν και ήταν ένα μέρος κάτι μεταξύ καφετέριας και εστιατορίου, all day θα το λέγαμε σήμερα, στο οποίο σύχναζαν τόσο οι ντόπιοι όσο και οι επισκέπτες, οι παραθεριστές αλλά και οι ταξιδιώτες-προσκυνητές της μιας μέρας στην Παναγία της Τήνου, προσέφερε σνακ και φαγητά, αναπάντεχα περιποιημένα και νόστιμα. Σημείο αναφοράς και στέκι όλων μας ήταν η Σκούνα και σήμερα δεν υπάρχει πια γιατί οι γονείς μεγάλωσαν και αποσύρθηκαν.
Ο Αντώνης, στην Αθήνα, έμαθε τη μαγειρική τέχνη δίπλα στον Χριστόφορο Πέσκια κι έτσι δεν είναι καθόλου περίεργο πως ό,τι μαγειρεύει στην κουζίνα του Μικρού Καραβιού είναι ουσιαστικά νόστιμο κι έξοχα μαγειρεμένο, πόσο μάλλον που τα υλικά είναι ντόπια, τηνιακά ως επί το πλείστον και σε δεύτερο βαθμό φερμένα από τα γειτονικά κυκλαδονήσια. Η Σταματούλα, με την ξεχωριστή της παρουσία και ταμπεραμέντο, τη γνώση της τέχνης της υποδοχής που ξεκινάει από την έμφυτη ευγένειά της, σίγουρα και από τα όσα έβλεπε κοντά στους γονείς της, δίνει όλη της τη φροντίδα στους επισκέπτες, πολλαπλασιάζοντας την τέρψη που νιώθουν στο Μικρό Καράβι. Η ευχαρίστηση είναι χειροπιαστή, τη γεύεσαι εσύ και η παρέα σου, τη βλέπεις και την ακούς και στα γύρω τραπέζια.
Έξοχα ήταν όσα δοκιμάσαμε στο Μικρό Καράβι, η μπουκιά και συχώριο ταρτάκι-καλωσόρισμα με το χέλι, το πεντανόστιμο και καθόλου βαρύ ιμάμ, η σαλάτα με τη μοσχομυριστή ντομάτα και το νιώτικο ξινοτύρι, η φινετσάτη αθηναϊκή με την αέρινη σπιτική μαγιονέζα. Θα σταθώ λίγο περισσότερο στο επιδόρπιο-έκπληξη, την κρέμα από το ντόπιο τυρί πέτρωμα με αρωματικό ζελέ πορτοκαλιού και μαστίχας και το τραγανό φύλλο με το οποίο κεντάνε στην Τήνο τα λυχναράκια (ή τσιμπητά τυροπιτάκια). Ο Αντώνης, μετά από πολλές προσπάθειες και πειράματα, κατάφερε σε αυτό το επιδόρπιο να μεταφέρει πιστή την εύθραυστη υπόσταση και το φίνο άρωμα του εμβληματικού τηνιακού κεράσματος.
Καθώς πλησιάζω προς το τέλος αυτού του άρθρου, δεν μπορώ να μην σας πω για μία ξεχωριστή εικαστική έκθεση σε ένα από τα πιο ατμοσφαιρικά μέρη του νησιού, στο χωριό Λουτρά στη Σχολή της Μονής Ουρσουλινών. Η έκθεση, όπως το μαρτυρά ο τίτλος της «Στα βήματά τους… 127 χρόνια μετά/Ύφανση Μνήμης», πιάνει το νήμα από την υφαντική τέχνη που άνθισε στην Τήνο τον 19ο αιώνα, αφήνοντας πλούσια κληρονομιά, για να ανοίξει ζωηρό διάλογο με το σήμερα, μέσα από τα έργα οκτώ καταξιωμένων σύγχρονων εικαστικών γυναικών. Η έκθεση, σε επιμέλεια της Λουΐζας Καραπιδάκη, που θα είναι ανοιχτή έως τις 24 Αυγούστου, αποτίνει φόρο τιμής στην ιστορική Ζαρίφειο Βιοτεχνική Σχολή της Τήνου κι έχει ως σκοπό, όχι μόνο την έκφραση της καλλιτεχνικής δημιουργίας αλλά και την επαναδραστηριοποίηση και ενδυνάμωση της Σχολής.
Η τελεία που μπαίνει κάπου εδώ είναι μόνο η αρχή της επανασύνδεσής μου με την Τήνο γιατί το σύντομο φετινό μου ταξίδι έφερε το ίδιο δυνατό καρδιοχτύπι της πρώτης φοράς, διαψεύδοντας το ρητό πως μάτια που δεν βλέπονται γρήγορα λησμονιούνται. Καλή αντάμωση και πάλι, λοιπόν.