Καντίνα Μαβίλη: Το hot spot για φαγητό στο κέντρο
Η μοναδική καντίνα του πλανήτη που έγινε τραγούδι, η καντίνα της πλατείας Μαβίλη μπορεί να στεγάστηκε, εξακολουθεί όμως να φτιάχνει το καλύτερο χοτ ντογκ της Αθήνας.

Η μοναδική καντίνα του πλανήτη που έγινε τραγούδι, η καντίνα της πλατείας Μαβίλη μπορεί να στεγάστηκε, εξακολουθεί όμως να φτιάχνει το καλύτερο χοτ ντογκ της Αθήνας.
«Πλατεία Μαβίλη 4 παρά… τρώγατε σάντουιτς» τραγουδά ο Γιώργος Δημητριάδης τους στίχους του Κώστα Λειβαδά, κάνοντας σουξέ την ούτως ή άλλως θρυλική καντίνα της πλατείας Μαβίλη. Τι και αν τα χρόνια πέρασαν, και η καντίνα στο μεταξύ στεγάστηκε, λόγω προβλημάτων αδειοδότησης από τον δήμο; Κράτησε τα φωτεινά της γράμματα «Καντίνα Μαβίλη» και τις ουρές αυτοκινήτων με αλάρμ που αναβοσβήνουν κάθε βράδυ, καθώς οι Αθηναίοι περιμένουν υπομονετικά για ένα από τα θρυλικά χοτ ντογκ της.
Την Καντίνα Μαβίλη την άνοιξε ο Γιάννης Οικονομίδης, αρχές της δεκαετίας του ’90. Παράνομα στην αρχή, καθότι δεν μπορούσε να βγάλει άδεια από τον Δήμο Αθηναίων, με δύο άτομα να δουλεύουν καθημερινές και τέσσερα τα Σαββατοκύριακα. Ο κόσμος της Αθήνας τότε πρωτογνώριζε τα χοτ ντογκ, και η μυστική του σάλτσα που τα απογείωνε έφτανε και περίσσευε για να διαδοθεί το μυστικό από στόμα σε στόμα –μέχρι που ήρθε και η πολυπόθητη άδεια, μετά από πολλές νύχτες στα αυτόφωρα.
Μια αλλαγή του νομικού πλαισίου ανάγκασε την καντίνα να κλείσει, πριν από μια δεκαετία, και να μεταφερθεί στο σημείο όπου βρίσκεται ως σήμερα. Τους ίδιους ανθρώπους συναντάς πίσω από τους πάγκους της, και τις ίδιες ασυναγώνιστες γεύσεις. Η διαφορά είναι ότι πλέον οι γείτονες απολαμβάνουν και το προνόμιο του ντελίβερι, μέσω του efood, εξαιρετικά χρήσιμο για παρατεταμένους χειμώνες σαν αυτόν που διανύουμε, που δεν θέλεις να σε τρώει το αγιάζι στην ουρά.
Πρώτα απ’ όλα, το θρυλικό χοτ ντογκ, που πολύς κόσμος θα σου πει πως είναι το καλύτερο της Αθήνας –θέση δεν θα πάρουμε, γιατί είμαστε αντικειμενικοί κι αδέκαστοι, αλλά δεν θα κάτσουμε να μαλώσουμε κιόλας. Το μυστικό βρίσκεται στη σάλτσα βραστού κρεμμυδιού, που θα σου θυμίσει εκείνη του σπιτικού κοκκινιστού, ενώ τα υπόλοιπα υλικά είναι τα κλασικά: Λουκάνικο Φρανκφούρτης βραστό ή ψητό, πατάτες, λάχανο, καρότο, κέτσαπ, μουστάρδα, μαγιονέζα. Τιμάται στα 4,70€, και αξίζει κάθε σεντς του.
Αν προτιμάς, το σάντουιτς με τα ίδια υλικά κυκλοφορεί και σε σουβλακο-εκδοχή, με δύο καλαμάκια είτε χοιρινά είτε κοτόπουλο (στα 6€) ενώ στις υπόλοιπες επιλογές συναντάμε κοτομπουκιές με πατάτες τηγανιτές (7,50€) και κλασικά αλλά πεντανόστιμα ντιπάκια: μαγιονέζα, κέτσαπ, μουστάρδα ή τη γνωστή ροζ σως που πάει χάρμα με το κοτόπουλο.
Δεν είναι μόνο το φαγητό. Είναι η εμπειρία. Είναι το ότι θα σταθείς –ή θα περιμένεις στο αυτοκίνητο– παρέα με νυχτερινούς τύπους κάθε είδους: φοιτητές που επιστρέφουν από ξενύχτι, ταξιτζήδες σε διάλειμμα, παρέες που πεινάνε μετά τη βραδινή έξοδο, περαστικούς που έτυχε να περνούν από εκεί. Είναι το ότι η μυρωδιά του ψημένου λουκάνικου μπερδεύεται με τη νοσταλγία των '90s, και κάθε μπουκιά έχει κάτι από Αθήνα παλιάς κοπής: Αυτής που ξενυχτούσε, πεινούσε και έβρισκε παρηγοριά σε ένα ζεστό χοτ ντογκ τυλιγμένο σε αλουμινόχαρτο.
Και κάπως έτσι, μια απλή καντίνα έγινε σημείο αναφοράς –όχι μόνο για την πείνα, αλλά για τη νυχτερινή ζωή, τις ιστορίες και τη γεύση μιας άλλης Αθήνας, που ακόμα υπάρχει, αρκεί να ξέρεις πού να την ψάξεις.