Μισό εκατομμύριο δόσεις του εμβολίου Novavax έρχονται στην Ελλάδα
Αρχές Μαρτίου αναμένεται να ξεκινήσουν οι εμβολιασμοί στην Ελλάδα με τον εμβόλιο Novavax. Πώς χορηγείται και ποιες παρενέργειες έχει.
Παλαιότερο των 360 ημερών
Διαφορετική τεχνολογία από τα mRNA (Pfizer, Moderna) και τα εμβόλια των εταιρειών Johnson & Johnson και AstraZeneca, έχει το νέο εμβόλιο της εταιρείας Novavax, το οποίο θα ξεκινήσει να χορηγείται στην Ελλάδα από τον Μάρτιο.
Σύμφωνα με τους ειδικούς του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων (ΕΜΑ), το Nuvaxovid - όπως αποκαλείται - ενδείκνυται για την ενεργητική ανοσοποίηση για την πρόληψη της COVID-19 που προκαλείται από τον ιό SARS-CoV-2, σε άτομα ηλικίας 18 ετών και άνω.
Στο φύλλο περίληψης χαρακτηριστικών, που παρατίθεται πιο κάτω, αναφέρεται πως το εμβόλιο χορηγείται ενδομυϊκά σε άτομα ηλικίας 18 ετών και άνω, σε δύο δόσεις. Συνιστάται η χορήγηση της δεύτερης δόσης 3 εβδομάδες μετά από την πρώτη.
Η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητά του σε παιδιά και εφήβους ηλικίας κάτω των 18 ετών δεν έχουν ακόμα τεκμηριωθεί. Δεν υπάρχουν διαθέσιμα δεδομένα.
Στην Ελλάδα αναμένονται 474.000 δόσεις του εμβολίου και στις 21 Φεβρουαρίου θα βρίσκονται στη χώρα μας οι πρώτες 168.000 δόσεις. Θα ανοίξουν συγκεκριμένα εμβολιαστικά κέντρα σε όλη τη χώρα από τις αρχές Μαρτίου.
Παρενέργειες
Στο φύλλο περίληψης χαρακτηριστικών αναφέρεται πως εμφανίζει ήπιες ανεπιθύμητες ενέργειες: μυαλγία (51%), κεφαλαλγία (50%), κακουχία (41%), αρθραλγία (24%), ναυτία ή εμετό (15%), ερυθρότητα στη θέση της ένεσης, οίδημα, πυρεξία, ρίγη και πόνο στα άκρα.
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες είναι συνήθως ήπιας έως μέτριας βαρύτητας με διάμεση διάρκεια μικρότερη ή ίση με 2 ημέρες για τα τοπικά συμβάντα και μικρότερη ή ίση με 1 ημέρα για τα συστηματικά συμβάντα μετά από τον εμβολιασμό.
Αναφέρονται, ωστόσο, και πιο σοβαρές, αλλά σπάνιες, όπως λεμφαδενοπάθεια, υπέρταση, εξάνθημα, ερύθημα, κνησμός και κνίδωση.
Συνολικά, υπήρξε υψηλότερη επίπτωση ανεπιθύμητων ενεργειών σε νεότερες ηλικιακές ομάδες: η επίπτωση ευαισθησίας της θέσης ένεσης, άλγος της θέσης ένεσης, κόπωσης, μυαλγίας, κεφαλαλγίας, κακουχίας, αρθραλγίας και ναυτίας ή εμετού ήταν υψηλότερη στους ενήλικες ηλικίας 18 έως κάτω των 65 ετών, σε σύγκριση με τους ενήλικες ηλικίας 65 ετών και άνω.