Ρούμι, βότκα, τεκίλα και τζιν από τον τόπο σου

Τζιν από την Καλαμάτα. Βότκα από την Πάτρα. Τεκίλα από την Αμοργό. Ρούμι από την Αθήνα. Κι όμως, υπάρχουν και είναι μεθυστικά.
Ρούμι, βότκα, τεκίλα και τζιν από τον τόπο σου

Να κεράσουμε μια Βότκα Πατρινή Πορτοκάλι; Α, δεν πίνετε βότκα.

Μήπως θα θέλατε ένα ωραίο ελληνικό ρούμι αναμειγμένο με μέλι; Μήπως μαύρο, σκέτο με λίγο πάγο; Α, δεν είστε ούτε του ρουμιού, λοιπόν.

Ένα Τζιν Τόνικ δροσερό από την Καλαμάτα να κεράσουμε τότες; Έχουμε τρεις ωραιότατες βοτανικές επιλογ… α, ούτε αυτό θέλετε.

Μια ελληνική τεκίλα; Ούτε;

Ωραία, ακούστε λοιπόν τι θα κάνουμε επειδή σας βλέπουμε κάπως διστακτικούς. Θα σας τα σερβίρουμε όλα, ξεκινώντας από την βότκα και αν δεν σας αρέσουν τότε έχετε κάθε δικαίωμα να μας πείτε τα παράπονά σας στα σχόλια.

Ξεκινάμε λοιπόν;

Τι Ρωσία τι… Πάτρα

Η πρώτη βότκα που παράγεται στην Ελλάδα ακούει στο…. κωδικό όνομα 40 41 και προέκυψε ως φυσικό επακόλουθο της δραστηριότητας της οικογενειακής επιχείρησης ΒΓ Σπηλιόπουλος, η οποία είναι η παραγωγή αιθυλικής αλκοόλης (καθαρό οινόπνευμα), αποσταγμάτων, αλκοολούχων ποτών και οίνων από το 1895.



«Η ιδέα της βότκας ήταν κάτι που μας απασχολούσε έντονα την τελευταία δεκαετία διότι λόγω της εμπειρίας και της τεχνογνωσίας που έχουμε αποκτήσει τόσα χρόνια στην διαδικασία απόσταξης, το οινόπνευμα που παράγουμε είναι άριστο. Βότκα, και ειδικότερα η premium βασίζεται 100% σε άριστο οινόπνευμα, οπότε η ιδέα να αξιοποιήσουμε ένα ιδιαίτερα προσεγμένο κομμάτι της παραγωγής μας ήταν κάτι που το σκεφτόμασταν έντονα και σαφώς περισσότερο τα τελευταία χρόνια με την στροφή του καταναλωτικού κοινού σε προϊόντα παραγόμενα στην Ελλάδα το timing ήταν πλέον το σωστό για να ξεκινήσουμε την 40 41», μας λέει ο κ. Γιώργος Σπηλιόπουλος, από την τέταρτη γενιά της οικογένειας.

Η 40 41, λοιπόν, σύμφωνα με τον δημιουργό της, είναι ένα καθαρό και άριστο Ελληνικό προϊόν, αποτέλεσμα 123 ετών εμπειρίας και τεχνογνωσίας στην παραγωγή αλκοόλης και στην διαδικασία απόσταξης, διαδικασίες που έχουν τελειοποιηθεί εδώ και τέσσερις γενιές στο οινοπνευματοποιείο της Β. Γ. Σπηλιόπουλος.

Το μυστικό της 40 41 βρίσκεται στην απαλή της γεύση, με νότες μελιού, βανίλιας και γιασεμιού που προσδίδουν την αίσθηση της αγνότητας του αποστάγματος και της δροσερής της γεύσης.
 
Το Gin το καλό, το Βοτανικό, το Ελληνικό

Αν νομίζατε πως το Gin τόνικ φτιάχνεται απαραιτήτως από βρετανικά spirits, τότε μάλλον θα πρέπει να αναθεωρήσετε. Τα τελευταία χρόνια έλληνες χημικοί πειραματίζονται με αιθέρια έλαια και αρώματα, τα οποία βγάζουν ετικέτες Gin που ξεχωρίζουν σε διαγωνισμούς του εξωτερικού.

Δυο ποτοποιίες και μια γυναικεία σύμπραξη δείχνουν τον δρόμο.

Το Old Sport Gin, για παράδειγμα, παράγεται από την ποτοποιία Καλλικούνη στην Καλαμάτα, μια από τις παλαιότερες στην Ελλάδα με ιστορία που ξεκινά το 1880. Ο Γιώργος Καλλικούνης από τη νέα γενιά, φυσικός και χημικός του πανεπιστημίου Στρασβούργου της Γαλλίας οργάνωσε, ένα από τα καλύτερα εξοπλισμένα ερευνητικά εργαστήρια στον τομέα των αλκοολούχων ποτών, αιθερίων ελαίων και αρωμάτων και αποφάσισε να στρέψει την προσοχή του στο βρετανικό spirit.
«Η σημαντική στροφή της κατανάλωσης στα λευκά ποτά και ειδικώτερα στο Gin, μας ώθησε στην προσπάθεια μέσω ατελείωτων δοκιμών και πειραματικών αποστάξεων, να παράξωμε ένα μοναδικό κατά γενική ομολογία Gin με αναγνωρίσιμο άρωμα και γεύση», μας λέει ο κ. Γιώργος Καλλικούνης.

Το βοτανικό μείγμα που αποστάζεται, περιέχει όλα τα αρώματα ενός ποιοτικού Gin, όμως εμπλουτίζεται με Μαστίχα, και βότανα αρωματικά με νότες εσπεριδοειδών της Μεσσηνίας.
Η διαφορά του Old Sport, το οποίο απέσπασε το ασημένιο βραβείο μεταξύ 500 Gin από όλον τον κόσμο στο International Wine and Spirits Competition στο Λονδίνο, έγκειται και στη μέθοδο απόσταξης. Στην κλασική παραγωγή τα βότανα εισάγονται στον αμβυκα και ακολουθεί η απόσταξη. Στην παραγωγή της ποτοποιίας Καλλικούνη, τα βότανα χωρίζονται σε τρείς κατηγορίες ανάλογα με το αρωματικό δυναμικό τους και ύστερα κάθε αρωματικό μείγμα αποστάζεται χωριστά, συλλέγονται τρία διαφορετικά αποστάγματα τα οποία αναμειγνύονται σε ορισμένη αναλογία προκειμένου να παραχθεί το τελικό απόσταγμα το οποίο είναι και η αρωματική καρδιά του τελικού προϊόντος.

«Μια σημαντική επίσης διαφορά είναι η χρήση της ελεγχόμενης αναρροής κατά την διάρκεια της απόσταξης, η οποία επιτρέπει την παραλαβή των περισσότερο πτητικών αρωματικών συστατικών και τον αποκλεισμό των “βαρύτερων ουσιών “, οι οποίες μπορούν να αλλοιώσουν τον ευαίσθητο αρωματικό χαρακτήρα του αποστάγματος», προσθέτει. Το Old Sport απολαμβάνεται ιδανικά με την προσθήκη του Old Sport Tonic Water της ίδιας εταιρείας, ενώ ήδη εξάγεται σε 16 χώρες.

«Με γνώμονα την εμπειρία μας στην τέχνη της απόσταξης και την εμπειρία της Vodka 40 41 το Gin σαν spirit ήταν το επόμενο φυσικό βήμα, γιατί η Ελλάδα είναι πλούσια σε botanicals για την παραγωγή του Gin. Το Blue Bay είναι ένα distilled Gin που κρύβει στην ψυχή του την Ελληνική γη. Για την απόσταξη του Blue Bay χρησιμοποιήσαμε στοιχεία της Ελληνική γης και φρούτα που του δίνουν μια διαφορετική διάσταση από τα Gin του ανταγωνισμού που είναι μοναδική», μας λέει από την πλευρά του ο κ. Γιώργος Σπηλιόπουλος, ο οποίος δεν αρκέστηκε στις αλκοολικές… δάφνες της ελληνικής βότκας που παράγει.

Για το Bluebay Gin, η ποτοποιία Β. Γ. Σπηλιόπουλος χρησιμοποιεί οινόπνευμα δικής της παραγωγής και Botanicals όπως είναι ο άρκευθος, εσπεριδοειδή, αγγελική, θρούμπι κ.α. «Είναι ένα πολύ ιδιαίτερο Gin, διότι ένα μεγάλο κομμάτι των botanicals που περιέχονται στην συνταγή του, είναι προϊόντα της Ελληνικής γης, με αποτέλεσμα τα αρώματα και η γεύση του να εσωκλείουν έναν ιδιαιτέρως Μεσογειακό χαρακτήρα για ένα distilled Gin. Το Bluebay είναι ένα Gin που μπορεί πολύ εύκολα να καταναλωθεί σκέτο με πάγο και μία φέτα λεμόνι», προσθέτει ο ίδιος.

Το ελληνικό το Gin όμως δεν είναι καθαρά… ανδρική υπόθεση. Η Λίλα Δημοπούλου και ο John Cowden από την LKC Premium Drinks, μαζί με την Κατερίνα και τη Χαρά Κατσού από την ποτοποιία Άβαντες, βρίσκονται πίσω από το Grace Gin, το οποίο αναδείχθηκε πρώτο στην κατηγορία distilled gin (non-London dry) τoυ βρετανικού The Gin Guide.



«Για μας ήταν μια φυσική εξέλιξη της επαγγελματικής μας διαδρομής. Ασχολούμαστε και παρακολουθούμε πολλά χρόνια την διεθνή αγορά των spirits και η εταιρία μας η LKC έχει έτσι και αλλιώς Ελληνοβρετανικό χαρακτήρα λόγω της καταγωγής του John. Η μεγάλη πρόκληση ήταν να δώσουμε Ελληνική ταυτότητα σε ένα παραδοσιακά Βρετανικό ποτό, ένα στοίχημα που πιστεύω το κερδίσαμε. Σε αυτό μας βοήθησε ο απίστευτος βοτανικός πλούτος της χώρας μας που μας έδωσε μια τεράστια γκάμα υλικών προκειμένου να πειραματιστούμε για την τελειοποίηση της συνταγής», μας λέει η κ. Δημοπούλου.

Στόχος της ομάδας, ήταν το Grace να βγάζει όλα τα αρώματα της Ελλάδας από βουνό μέχρι θάλασσα παραμένοντας ωστόσο Gin με την αυθεντική έννοια του όρου. Βοτανικά στοιχεία όπως ο κρίταμος και τα φύλλα μυρτιάς που δεν έχουν χρησιμοποιηθεί στην ποτοποιία, σχίνος ,άνθη πορτοκαλιάς και ροζ πιπέρι, ιδιαίτερες τεχνικές όπως υδροατμοαπόσταξη, 45,7 αλκοολικοί βαθμοί, είναι μερικά από τα ιδιαίτερα στοιχεία της συνταγής του Grace, σε συνδυασμό με μια προσεγμένη, ιδιαίτερη συσκευασία που στέκεται επάξια στα ράφια του εξωτερικού.
Πώς το απολαμβάνουμε; «Η δική μας πρώτη και αυθόρμητη επιλογή είναι σκέτο με πάγο και peel πορτοκαλιού. Είναι ίσως από τα λίγα Gin που λόγω του πολύ ιδιαίτερου αρωματικού χαρακτήρα μπορείς να το απολαύσεις και σκέτο. Και όπως λέει και η Χαρά - η αποσταγματοποιός- , ‘Το Grace λόγω της αρμύρας του κρίταμου, είναι νόστιμο’», συμβουλεύει η κ. Δημοπούλου.

Γκετ α Rum

Ρούμια υπάρχουν πολλά στην ελληνική αγορά, όμως το πρώτο που εμφιαλώνεται στην Ελλάδα έκανε τη διαφορά. Πρόκειται για τη συμπαθέστατη και εξωτική Colombiana Privado, μία εξαιρετική μίξη από ώριμα εξωτικά ρούμια, που ταξιδεύει μέχρι το ελληνικό ηφαιστειογενές νησί της Σαντορίνης, για να «τελειώσει» σε βαρέλια κρασιού Vinsanto ΠΟΠ. Είχαν προηγηθεί δύο ακόμα ετικέτες της ίδιας εταιρείας, δύο διαφορετικά μείγματα από ρούμι, το Colombiana Rum ‘n’ Honey και το Colombiana Negra.

Δημιουργός του και Brand Ambassador της εταιρείας Colombiana, ο Ανέστης Ζαμανόπουλος, ο οποίος συνεργάστηκε με τον ειδικό στο ουίσκι, Πέτρο Χαριζόπουλο, για να τολμήσουν να εισέλθουν στην αγορά του premium rum.

«Η ομάδα της Colombiana μετά από αρκετούς πειραματισμούς επέλεξε ρούμια με ξεχωριστό χαρακτήρα, 6ετούς ωρίμανσης από τον Παναμά και τα νησιά Μπαρμπέιντος, και είχε την έμπνευση να χρησιμοποιήσει για 6 μήνες τη μέθοδο του τελειώματος σε βαρέλια Vinsanto του κτήματος Σιγάλας στη Σαντορίνη», μας λέει ο κ. Ανέστης Ζαμανόπουλος για το εγχείρημα.
«Με την παραπάνω διαδικασία το ρούμι αποκτάει μια πρωτόγνωρη αίσθηση, ενσωματώνοντας νότες από τις χαρακτηριστικές γεύσεις του Vinsanto, με βανίλια, αποξηραμένα βερίκοκα και χρυσές σταφίδες, σε συνδυασμό με σοκολάτα και μπαχαρικά. Το αποτέλεσμα είναι μια γλυκιά γεύση στον ουρανίσκο που ανυψώνει την απαλότητα και την πολυπλοκότητα της γεύσης», προσθέτει.

Ένα ακόμα χαρακτηριστικό που κάνει το Privado να ξεχωρίζει, σύμφωνα με τον κ. Ζαμανόπουλο, είναι το ιδιαίτερο μικρόκλιμα της Σαντορίνης. Θερμό και ξηρό κατά τη διάρκεια της μέρας, δροσερό και υγρό κατά τη διάρκεια της νύχτας, χαρίζει στο ρούμι μία περίπλοκη προσωπικότητα και «τελείωμα» που διαρκεί.

Η πρώτη, premium κυκλοφορία του Colombiana Privado εμφιαλώθηκε στους 43,6 αλκοολικούς βαθμούς και είναι μία μοναδική παρτίδα από 299 αριθμημένα μπουκάλια περιορισμένης έκδοσης. Απολαμβάνεται, χωρίς πάγο με συνοδεία σοκολάτας ή αποξηραμένων φρούτων και τυριών.

Μεκίλα… it makes me happy  

Μπορεί η παγκοσμίως διάσημη τεκίλα να παράγεται από τον κάκτο της αγαύης στο Μεξικό, όμως αυτό δε σημαίνει ότι η Ελλάδα δε μπορεί να φτιάξει τη δική της, όχι από αγαύη αλλά από… φραγκόσυκα. Και το όνομα αυτής; Μεκίλα.

Πίσω από την ιδέα, ο εφευρετικός Αμοργιανός Αντώνης Βεκρής, ο οποίος αφού κατέκτησε πληθώρα βραβείων με το ρακόμελο «Αμοργιόν», σκέφτηκε να πειραματιστεί με τα φραγκόσυκα, κάκτους οι οποίοι αφθονούν στις Κυκλάδες, όμως παραμένουν ανεκμετάλλευτοι και πάνε στράφι.
«Στην Αμοργό έχει πολλές φραγκοσυκιές. Κάποια στιγμή, το 2007, όπως τις κοίταζα είπα να προσπαθήσω να κάνω ένα ποτό από αυτές, και να φτιάξω την Αμοργιανή ‘τεκίλα’. Το έλεγα για πλάκα στην αρχή. Μετά αποφασίσαμε να το δοκιμάσουμε. Μαζέψαμε φραγκόσυκα, τα αποστάξαμε και βγήκε ένα φοβερό απόσταγμα, το οποίο έφερνε και λίγο της τεκίλας», μας λέει ο κ. Βεκρής.

«Εν συνεχεία ζητήσαμε την άδεια το 2011 από το Γενικό Χημείο του Κράτους, απόσταξαμε λοιπόν και επίσημα μια παρτίδα, την ανέλυσαν και κατέληξαν πως είναι ένα πολύ καλό ποτό. Στο επόμενο βήμα έπρεπε να δημιουργήσαμε αποσταγματοποιία, γιατί μέχρι τότε ήμασταν μόνο ποτοποιία. Τη δημιουργήσαμε στην Αθήνα και στην Αμοργό, κι έτσι ξεκίνησε και επίσημα η παραγωγή της μεκίλα», προσθέτει.

Αυτή τη στιγμή, η αποσταγματοποιία του κ. Βεκρή βγάζει τρία είδη μεκίλας. Στη μία προστίθεται μέλι και κάποια βότανα για να «σπάσει» η αγριάδα της, με αποτέλεσμα ένα γλυκόπιοτο λικέρ, η άλλη είναι η «λευκή», δηλαδή καθαρό απόσταγμα του κάκτου με 38 βαθμούς, ενώ τα τελευταία χρόνια έβαλαν σε δρύινα βαρέλια την άσπρη μεκίλα, την παλαίωσαν και έβγαλαν μετά από τρία χρόνια ένα «εξαιρετικό και αγνό ποτό που όσο και να πιεις δεν σε ‘χτυπάει’ στο κεφάλι», σύμφωνα με τον κ. Βεκρή. Η παλαίωση αυτή το «μαλακώνει» και ενώ το δρύινο βαρέλι του δίνει ένα πληθωρικό μπουκέτο αρωμάτων και γεύσεων από βανίλια και τανίνες.

Η παλαιωμένη και η λευκή μεκίλα απολαμβάνονται ιδανικά σκέτες, σε ποτήρι με λίγο πάγο, συνοδεία ξηρών καρπών ή φρούτων. Η λευκή μεκίλα, μάλιστα, πήρε το πρώτο Βραβείο Καινοτόμου Προϊόντος στην Έκθεση ExpoTrof, ενώ φέτος ο κ. Βεκρής σκοπεύει να συμμετέχει για πρώτη φορά σε διεθνείς διαγωνισμούς.

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v