Demolition: Ένα καλοπαιγμένο δράμα απώλειας

Ο Ζαν Μαρκ Βαλέ επιστρέφει με ένα βραδύκαυστο δράμα απώλειας που κερδίζει τις εντυπώσεις χάρη στην ερμηνεία του Τζέικ Τζίλενχαλ και των β’ ρόλων.
Demolition: Ένα καλοπαιγμένο δράμα απώλειας
του Λουκά Τσουκνίδα

Ο καναδός δημιουργός Ζαν-Μαρκ Βαλέ επιστρέφει με το “Demolition”, μία ιδιαίτερη, ενδιαφέρουσα ταινία που βασίζεται, εν πολλοίς, στην κεντρική ερμηνεία του Τζέικ Τζίλενχαλ, αλλά “σώζεται”, τελικά, απ' τους εξαιρετικούς συμπρωταγωνιστές του. Το δράμα απώλειας του Βαλέ, ένα κωμικοτραγικό μίγμα υπαρξιακών και απτών προβλημάτων του σύγχρονου αστικού βίου, ξεκινά ως μία απόμακρη εξιστόρηση ενός βραδύκαυστου ξεσπάσματος, σταδιακά όμως, γίνεται πιο οικεία και κατεβαίνει σε ανθρώπινα μέτρα, κερδίζοντας τις εντυπώσεις.

Η υπόθεση

Ο Ντέιβις χάνει τη γυναίκα του, Τζούλια, σε ένα αυτοκινητικό δυστύχημα και αποδεικνύεται ανέτοιμος να διαχειριστεί την ξαφνική απώλεια του μοναδικού πράγματος που τον συνέδεε με τη ζωή του, της σχέσης του με την Τζούλια. Μουδιασμένος και σίγουρος ότι είναι ένας άνθρωπος χωρίς αισθήματα, αρχίζει σταδιακά να καταρρέει, ψάχνοντας ταυτόχρονα νέες ανθρώπινες επαφές και βαλβίδες εκτόνωσης για τις καταπιεσμένες πτυχές της ισοπεδωμένης του ιδιοσυγκρασίας...



Η κριτική

Ο Ζαν-Μαρκ Βαλέ έχει δώσει αρκετά διαπιστευτήρια ως σκηνοθέτης, ειδικά όταν πρόκειται για ιστορίες που επικεντρώνονται σε έναν χαρακτήρα και όσα συμβαίνουν στο κεφάλι του. Το “Demolition” είναι μία κατ' εξοχήν τέτοια ταινία, η σκιαγράφηση της αντίδρασης ενός συγκεκριμένου χαρακτήρα σε ένα συντριπτικό γεγονός, το οποίο, όμως, θα άλλαζε τη ζωή κάθε ανθρώπου, κάτι που κάνει την αφορμή του “ξεσπάσματος” που θα παρακολουθήσουμε οικεία σε όλους μας.

Αυτό που δεν είναι οικείο στον καθένα, είναι η αποστασιοποίηση του ήρωα απ' το γεγονός, κάτι που ο σεναριογράφος επιλέγει να συνδέσει με την αποστειρωμένη φύση της δουλειάς του, η οποία είναι να διαχειρίζεται επενδύσεις για πελάτες του πεθερού του, ο οποίος έχει μία μεσαίας τάξης, πετυχημένη εταιρεία συμβούλων επενδύσεων. Συνεπώς, χωρίς να είναι “λύκος” της Γουόλ Στριτ ή κάτι που προκαλεί τα κοινωνικά αντανακλαστικά και την αντιπάθειά μας, ο Ντέιβις είναι ένας άνθρωπος που έχει πάρει τη ζωή όπως του ήρθε, ακολουθώντας, απ' ό,τι φαίνεται, την Τζούλια και προσαρμόζοντας τα θέλω του στις δικές της επιλογές. Αν είχε κάποτε δυνατή προσωπικότητα ή είχε την τάση να προσαρμόζεται, αυτό είναι κάτι που δε γνωρίζουμε και δε θα μάθουμε ποτέ.

Ο ξαφνικός θάνατος της γυναίκας του, προφανώς, τον απελευθερώνει απ' τα “δεσμά” του. Δεν αρκεί, όμως, για να ανατρέψει τη σχετική ιδρυματοποίηση που έχει υποστεί, αφού ζει μηχανικά και ενεργεί εντός πλαισίου χωρίς κανένα διακύβευμα ή συναισθηματική εμπλοκή. Η σπίθα που ψάχνει για να ζωντανέψει ξανά έρχεται με τη δυσλειτουργία ενός αυτόματου πωλητή στον προθάλαμο του νοσοκομείου. Τα γράμματα διαμαρτυρίας που στέλνει στην εξυπηρέτηση πελατών της εταιρείας, αποκαλύπτουν στην μοναδική υπάλληλο, αλλά και σε μας τι τρέχει μέσα του και ποιο είναι το παζλ που καλείται να λύσει για να “ζήσει” ξανά. Αποδομεί, έτσι, τον εαυτό του για να τον καταλάβει και ο ίδιος, ενώ, παράλληλα, διαλύει εμμονικά συσκευές και έπιπλα, φτάνοντας ως το να δουλέψει σε κατεδαφίσεις.

Η αλήθεια είναι ότι όσο βραδύκαυστο είναι το ξέσπασμα του Ντέιβις, άλλο τόσο βραδύκαυστη είναι η ταινία του Βαλέ, που δεν καταφέρνει πάντα να κλείσει την απόσταση μεταξύ του χαρακτήρα του και των θεατών, κάνοντάς μας να ενδιαφερθούμε για την κατάληξή του. Η στιλιζαρισμένη σκηνοθεσία του, όμως, η αρμονική χρήση των φλας-μπακ και της μουσικής, αλλά και η δόμηση της αφήγησης επάνω στην μονομερή αλληλογραφία του Ντέιβις με την υπάλληλο, η οποία συνεχίζεται και μετά τη γνωριμία τους, διατηρεί έναν σχετικά καλό ρυθμό και ανανεώνει, σε συγκεκριμένες στιγμές, το ενδιαφέρον για τις εξελίξεις. Μεγάλο ρόλο στην “ψυχή” της ταινίας, δεδομένης της ψυχρής φύσης του ήρωα, παίζουν και οι δευτερεύοντες χαρακτήρες, που έρχονται να ξυπνήσουν τα νεύρα του, λίγο-λίγο, επαναφέροντάς τον στη “ζωή”.

Ο Τζέικ Τζίλενχαλ είναι κι εδώ εξαιρετικός, δίνοντας βάθος κι ελπίδα σε έναν χαρακτήρα, του οποίου τη “σωτηρία” θα μπορούσαμε κάλλιστα να έχουμε απορρίψει εξαρχής. Το εύρος της ερμηνείας του πείθει σε μεγάλο βαθμό ότι αγγίζει όλες τις πτυχές της κατάστασης που βιώνει ο ήρωας, ενώ είναι στιγμές που το διασκεδάζει και τραβά κι εμάς μαζί του, καθώς ο Ντέιβις “επανεφευρίσκει” τον εαυτό του. Μόνος του, βέβαια, ίσως να μην “έσωζε” την ταινία του Βαλέ απ' τις αντικειμενικές αδυναμίες της, όπως είναι π.χ. η ευκολία με την οποία ο Ντέιβις κάνει ό,τι του κατέβει ή ο διαφανής τρόπος με τον οποίο όσα συμβαίνουν εξυπηρετούν την αφύπνισή του. Οι συμπρωταγωνιστές του, όμως, ο Κρις Κούπερ, η Ναόμι Γουότς και ο πρωτάρης Τζούντα Λιούις, αποδεικνύονται σοφές επιλογές και δίνουν στην ταινία μεγάλο μέρος της δυναμικής της.

Το “Demolition” είναι μία ενδιαφέρουσα και, κυρίως, καλοπαιγμένη ταινία.

Βγαίνουν ακόμη:
Το ενδιαφέρον, αλλά μακρόσυρτο βιογραφικό δράμα εποχής “Free State of Jones”, το αδιάφορο νεανικό δράμα “10 Years”, το δραματικό “Queen of Earth”, το γερμανικό δράμα “Me and Kaminski”, η κωμωδία φαντασίας “Nine Lives” και το σίκουελ “Bridget Jones's Baby”.

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v