12 Years a Slave: Ο Στηβ Μακουίν στο δρόμο των Όσκαρ

Ο Στηβ Μακουίν σκηνοθετεί και ο Μάικλ Φασμπέντερ συμπρωταγωνιστεί σε μια εξαιρετικά καλοφτιαγμένη ταινία, που βρίσκεται ήδη καθ' οδόν για τα Όσκαρ.
12 Years a Slave: Ο Στηβ Μακουίν στο δρόμο των Όσκαρ
του Λουκά Τσουκνίδα
 
Αφού έφτιαξε το κινηματογραφικό του όνομα με τις δύο πρώτες του ταινίες (“Hunger” και “Shame”) –όντας ήδη διάσημος στους κύκλους των καλών τεχνών– ο Στιβ Μακουίν επιστρέφει με κάτι πιο συμβατικό, μια μεταφορά στη μεγάλη οθόνη του βιογραφικού δράματος του Σόλομον Νόρθαπ με τίτλο “12 Years a Slave”. Αν και βαδίζει σε χιλιοπατημένα μονοπάτια, μακριά απ' τις ηθικά αμφιλεγόμενες έννοιες που τον απασχόλησαν στο δημιουργικό του παρελθόν, ο Μακουίν δεν πτοείται και μας καλεί ν' ανακαλύψουμε τη σκληρή πραγματικότητα της δουλείας μέσα από τα μάτια ενός αφροαμερικάνου που νόμιζε ότι είναι ελεύθερος, μέχρι που το χρώμα του δέρματός του τον οδήγησε στην άλλη πλευρά.

Η υπόθεση

Ο Σόλομον Νόρθαπ έχει μεγαλώσει ελεύθερος και ζει πλέον, ως βιολιστής, με τη γυναίκα και τα δυο παιδιά του σε μια πόλη του Βορρά. Μια μέρα δύο ταχυδακτυλουργοί ζητούν απ' αυτόν να τους ακολουθήσει ως μουσικός στην περιοδεία τους για ένα καλό χρηματικό αντίτιμο. Μετά από ένα γιορτινό γεύμα όμως, ο Σόλομον ξυπνά αλυσοδεμένος σε μια αποθήκη. Χωρίς χαρτιά και χρήματα, είναι πλέον ένας σκλάβος προς πώληση με το όνομα Πλατ και η μακριά και δυσάρεστη περιπέτειά του στον οπισθοδρομικό αμερικάνικο νότο ξεκινά...



Η κριτική

Δεν ξέρω αν η επιλογή αυτής της συγκεκριμένης ιστορίας από μεριάς του Μακουίν έχει να κάνει με την προφανή εμμονή του με το ανθρώπινο σώμα και όσα αυτό είναι αναγκασμένο να υποστεί υπό την κάθε τύπου τυραννία της ψυχής ή με το γεγονός ότι κι ο ίδιος είναι αφρικανός, από μια χώρα που γνώρισε ένα αδυσώπητα τυραννικό για τους ομόχρωμούς του καθεστώς, το διαβόητο Απαρτχάιντ. Αναμφισβήτητα, η ματιά στον κόσμο της δουλείας με το βλέμμα ενός ανθρώπου που την γνώριζε μόνο εξ ακοής, απλώς και μόνο επειδή γεννήθηκε και έζησε λίγο πιο Βόρεια από εκεί που δεν έπρεπε, κρύβει πολλές ενδιαφέρουσες πτυχές και πιθανές εσωτερικές επιπλοκές.

Ο Σόλομον Νόρθαπ όμως, αντιλαμβάνεται σχετικά γρήγορα ότι δεν πρέπει να κάνει πολύ θόρυβο ούτε να αφήνεται να δείχνει ότι είναι μορφωμένος ή ακόμα χειρότερα, έξυπνος και ικανός. Θέλει να ζήσει γιατί αυτό μόνο γνώρισε, αλλά πλέον, πρέπει πρώτα να μάθει να επιβιώνει. Έτσι, τον παρακολουθούμε να παρακολουθεί όσα για τους ομόχρωμούς στο Νότο είναι δεδομένα και να φρίττει με την αδικία και τον εξευτελισμό που στον καινούργιο του τόπο θεωρείται το φυσιολογικό, έως και θέλημα Θεού.

Ο πρώτος του αφέντης είναι πονετικός και θαυμάζει τις γνώσεις και το ταλέντο του Πλατ (αυτό είναι το νέο όνομα του Σόλομον Νόρθαπ, ένα ξερό “Πλατ”), αλλά δε μπορεί να ρισκάρει για 'κείνον. Ο δεύτερος, ο Επς, είναι σχεδόν σα βιβλικός κακός, μισεί τη λευκή γυναίκα του και μισεί τους σκλάβους του γιατί είναι ό,τι πιο ζωντανό έχει γύρω του.

Αυτή είναι η τρίτη συνεργασία του Μακουίν με τον Μάικλ Φασμπέντερ κι απ' ότι φαίνεται ο συνδυασμός λειτουργεί ευεργετικά και για τους δυο. Στο ρόλο του βίαιου, μέθυσου και μανιακού αφέντη Επς, ο βρετανός κλέβει την παράσταση ακόμη κι απ' τον πρωταγωνιστή, τον εξαιρετικό έτσι κι αλλιώς Τσιγουέτελ Ελιοφόρ, ανοίγοντάς μας ένα παράθυρο στον ψυχισμό ενός μη αριστοκράτη που η βαμβακοφυτεία και οι σκλάβοι είναι η μόνη περιουσία του, το μόνο που φαίνεται να τον απασχολεί κατά τη διάρκεια της ημέρας και της νύχτας του.

Οι δύο άντρες, ο ένας πραγματικό κτήνος με το “χρώμα” του νοήμονα ανθρώπου, βασανισμένος απ' τα πάθη του και τη στρεβλή χριστιανική ηθική του κι ό άλλος, ένας νοήμων άνθρωπος με το “χρώμα” του κτήνους, που πασχίζει να μείνει προσηλωμένος στο κυνήγι μιας, μοναδικής ίσως, ευκαιρίας να ξαναδεί την οικογένειά του. Η βία που υπομένει ως μάρτυρας, θύμα, αλλά και θύτης φτάνει για να τον αποκτηνώσει πολλές φορές, αλλά ο Πλατ είναι κατά βάθος ο Σόλομον και αυτό δεν αλλάζει εύκολα, παρ' ότι δεν είναι λίγες οι στιγμές που οι εκφράσεις και οι πράξεις του υποδηλώνουν ότι αφήνεται στη μοίρα του. Με τα πολλά, η δωδεκαετής ταλαιπωρία του τελειώνει όσο απότομα ξεκίνησε και είναι δύσκολο να απαντήσει κανείς στο αν θα άντεχε για πολύ ακόμα πριν μεταμορφωθεί ολοκληρωτικά στον Πλατ.

Δε θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι το δίπολο του Ελιοφόρ με τον Φασμπέντερ είναι που κρατά το ενδιαφέρον ζωντανό στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας, αφού κυρίως μέλημα του Μακουίν είναι να απεικονίσει την εμπειρία του να είσαι μέρος του καθεστώτος της δουλείας κι ουσιαστικά εγκλωβισμένος στο ρόλο σου και ανελεύθερος, είτε δούλος είτε αφέντης. Ο περιπλανώμενος μαραγκός που φέρνει τη λύτρωση είναι ο μοναδικός ελεύθερος ανάμεσα στους υπόλοιπους χαρακτήρες, επειδή δεν έχει ούτε περιουσία ούτε σταθερή σχέση εξάρτησης από κανέναν, κάνει τη δουλειά του και φεύγει κι αυτό το θεωρεί ανεκτίμητο, γι' αυτό κι έχει τόσο δυνατά επιχειρήματα σχετικά με την ανηθικότητα του καθεστώτος.

Θα ήταν δύσκολο για τον σκηνοθέτη και τον σεναριογράφο ν' ακολουθήσουν πιστά την αφήγηση του Νόρθαπ που διατρέχει τα δώδεκα χρόνια της σκλαβιάς του, οπότε είναι πολύ προφανής η επιλογή να επιλέξουν στιγμιότυπα που χτίζουν την ατμόσφαιρα, αλλά σκιαγραφούν και τις διάφορες εκφάνσεις του να ζεις κάτω απ' αυτό το πέπλο επιλεκτικής καταπίεσης που καταλήγει να φυλακίζει και τον ίδιο τον καταπιεστή. Το ύφος του Μακουίν, όπως το γνωρίσαμε στις προηγούμενες δουλειές του είναι κι εδώ παρόν, αυτή η προσκόληση στη σάρκα και η απομόνωση των εκφράσεων των χαρακτήρων στις κρίσιμες στιγμές που ξεγυμνώνονται οι αδυναμίες και οι προθέσεις τους, αλλά και οι κάπως πιο “κατασκευασμένοι” συμβολισμοί που μας καθοδηγούν εν μέρει συναισθηματικά.

Το “12 Years a Slave” είναι τελικά μια σύνοψη αυτού που περιγράφει ο τίτλος, καλοστημένη όμως και εξαιρετικά καλοπαιγμένη απ' την αρχή μέχρι το τέλος.

Βγαίνουν ακόμη:
Το εξαιρετικό, γεμάτο δράση σίκουελ “The Hobbit: Desolation of Smaug”.

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v