Μικρά Αγγλία: Εικαστικά άψογο- αφηγηματικά λειψό

Η τεχνικά αψεγάδιαστη σκηνοθεσία, η μεγαλοπρεπής φωτογραφία και το απολαυστικό ταξίδι στην ιστορία δεν αρκούν για να μεταφέρουν αποτελεσματικά στο "πανί" το βιβλίο της Καρυστιάνη.
Μικρά Αγγλία: Εικαστικά άψογο- αφηγηματικά λειψό
του Λουκά Τσουκνίδα 

Ο Παντελής Βούλγαρης κι η Ιωάννα Καρυστιάνη επιστρέφουν με την πολυαναμενόμενη “Μικρά Αγγλία” τους, μια διασκευή του παλιότερου μυθιστορήμαστος της δεύτερης για τη μεγάλη οθόνη. Η νέα τους κινματογραφική συνεργασία είναι κατά κύριο λόγο μια μικρή τραγωδία, με τον αντίστοιχο στόμφο, τη νομοτελειακή δραματική εξέλιξη και το αναδυόμενο ηθικολογικό υπόβαθρο, που όμως, χωρίς πραγματική πλοκή και με το δράμα να πρωταγωνιστεί αντί των χαρακτήρων, εξελίσσεται σε ένα πολύ όμορφο ναυάγιο.

Η υπόθεση


Στην Άνδρο του '30, δύο αδερφές μεγαλώνουν χωρίς τον πατέρα τους, που αρμενίζει κάπου στον Ατλαντικό εδώ και χρόνια. Κάτω απ' το μητριαρχικό ζυγό της μάνας που έχει αναγκαστεί να γίνει και πατέρας μαζί, η Όρσα ερωτεύεται τον Σπύρο, έναν νεαρό υποπλοίαρχο, κι ονειρεύεται μυστικά τη ζωή της μαζί του, ενώ η Μόσχα φιλοδοξεί να φύγει μακριά απ' το νησί και, προς το παρόν, φλερτάρει με τον άγγλο δάσκαλο. Δυστυχώς γι' αυτές, η μάνα έχει άλλα σχέδια κι έτσι παντρεύονται κι οι δυο τους με καπετάνιους, η Όρσα με τον φτασμένο Νίκο και, λίγους μήνες αργότερα, η Μόσχα με τον νεοπροαχθέντα Σπύρο. Το μυστικό της Όρσας φωλιάζει και πάλι στο σπίτι κι ένα φυτίλι αρχίζει να σιγοκαίει...



Η κριτική

Αν και το παλιομοδίτικο δεν κολάει απόλυτα με το μοντέρνο σε σκηνοθετικό επίπεδο, δύσκολα βρίσκει κανείς ψεγάδια στην τεχνική δουλειά του Παντελή Βούλγαρη και των συνεργατών του, καθώς η μεγαλοπρεπής φωτογραφία μας φέρνει δίπλα στα άγρια κυκλαδίτικα τοπία και η άψογη απεικόνιση μιας εποχής όμορφης σε ένα νησί που ανθεί οικονομικά μας ταξιδεύει πίσω στο χρόνο με τρόπο απολαυστικό, όσο και πειστικό. Τα κοστούμια, οι τοποθεσίες, η μουσική, αλλά και οι μικρολεπτομέρειες, όπως μια καρτ-ποστάλ ή ένα κηροπήγιο, συμβάλλουν όλα σε μια οπτική συμφωνία που σε γοητεύει και σε βάζει στο χωροχρόνο στον οποίο διαδραματίζεται η κεντρική ιστορία.

Η Άνδρος του '30, γνωστή και ως Μικρά Αγγλία, είναι ένα νησί σε άνθηση, που οι περιβόητοι ναυτικοί κι οι καπετάνιοι του διασχίζουν τους ωκεανούς, μεταφέροντας εμπορεύματα απ' τη μία άκρη του κόσμου μέχρι την άλλη. Όμως είναι κι ένα νησί που αποδίδει ακριβό φόρο αίματος στην ευεργέτιδα θάλασσα, μετρά πολλούς χαμένους άνδρες σε καιρό ειρήνης, κόρες και γιους ορφανούς, και πολλές γυναίκες που έχουν μάθει να ζουν με την προσμονή της επιστροφής και την ελπίδα ότι εκείνες δε θα θρηνήσουν πρόωρα.

Αυτή η ζοφερή πραγματικότητα στοιχειώνει την Άνδρο της ταινίας όπου, παρά τις εικόνες ευδαιμονίας και καλής ζωής, η ατμόσφαιρα παραμένει σκοτεινή απ' την αρχή μέχρι το τέλος, πόσο μάλλον όταν γνωρίζουμε, ως θεατές, ότι τα πράγματα στο σπίτι που εστιάζουμε δεν είναι όπως φαίνονται.

Η “Μικρά Αγγλία” είναι μια κινηματογραφική διασκευή της Ιωάννας Καρυστιάνη πάνω στο δικό της ομώνυμο μυθιστόρημα κι οι λογοτεχνικές ρίζες του σεναρίου είναι παραπάνω από εμφανείς σε όλη την ταινία. Δυστυχώς αυτό δε λειτουργεί υπέρ της αφήγησης, αφού το σύνολο μοιάζει σαν συρραφή των καλύτερων αποσπασμάτων του βιβλίου κι ο φιλμικός χρόνος τραβολογάει με βιασύνη τον πραγματικό, αφήνοντας τεράστια κενά στα 15 περίπου χρόνια που διατρέχει και κάποιους φαινομενικά σημαντικούς χαρακτήρες εντελώς μετέωρους, να χάσκουν αμήχανα σαν κομμάτι του σκηνικού παρά της ζωής των πρωταγωνιστών.

Οι διάλογοι επίσης, δίνουν που και που την αίσθηση ότι ο ηθοποιός διαβάζει κείμενα του βιβλίου, εις βάρος της όποιας επιθυμητής φυσικότητας, η οποία είναι έτσι κι αλλιώς αλλοιωμένη απ' τη θεατρικότητα την οποία οι έλληνες ηθοποιοί συνηθίζουν να μεταφέρουν και στις περιστασιακές εμφανίσεις τους στο σινεμά. Τα λόγια που βγαίνουν απ' το στόμα των χαρακτήρων συχνά δε μοιάζουν σα δικά τους, ενώ ευπώλητες ατάκες του τύπου “όσοι πνίγηκαν, μετάνιωσαν...”, μάλλον αισθητική σύγχυση προκαλούν, παρά μια πιθανή απόδειξη του πάθους για τη ζωή και την άγνοια κινδύνου που φέρει ο ομιλών.

Μένει λοιπόν, οι ίδιοι οι ηθοποιοί με τις ερμηνείες τους να δώσουν στους χαρακτήρες τους σχήμα και βάθος, κάτι που καταφέρνουν σε μεγάλο βαθμό η Πηνελόπη Τσιλίκα κι η Σοφία Κόκκαλη, υπέροχες κι οι δυο, οι οποίες δίνουν ζωή στις στερεοτυπικά αντίθετες ιδιοσυγκρασίες της Όρσας και της Μόσχας, ακόμη κι όταν καταπιέζονται στο ρόλο που κάθε γυναίκα της Άνδρου πρέπει να υποστεί. Δυστυχώς, δε μπορώ να πω το ίδιο για τον Μάξιμο Μουμούρη και τον Ανδρέα Κωνσταντίνου, των οποίων οι χαρακτήρες, απ' την άλλη, είναι γραμμένοι ως δευτερεύοντες σε βαθμό ενοχλητικό.

Πιο εγκλωβισμένη απ' όλους όμως, είναι η Ανέζα Παπαδοπούλου στο ρόλο της μάνας, του πλέον τραγικού χαρακτήρα της ταινίας, θύματος και θύτη των υπολοίπων, η οποία είναι αναγκασμένη να παίζει με μία μόνο έκφραση για να υπερτονίζει διαρκώς τη σιωπηλή, πολύχρωμη φυλακή που αποτελεί η ζωή της, όπως και η ζωή μιας γυναίκας στην Άνδρο του '30. Χαμένος πάει κι ο Χρήστος Καλαβρούζος στο ρόλο του αγγελιοφόρου-θείου, ενώ τα τέσσερα παιδιά είναι ορφανά από γονείς απ' τα γεννοφάσκια τους, απλώς δεν το έχουν καταλάβει.

Η “Μικρά Αγγλία” είναι μια αισθητικά άρτια ταινία. Δεν ανταποκρίνεται όμως στις προσδοκίες, αφού δεν αποτελεί επιτυχή μεταφορά του λογοτεχνικού κειμένου σε άλλο μέσο, της λείπει η σύγχρονη κινηματογραφική ματιά, αλλά και μια αληθινά οικεία ιστορία κάτω απ' το βαρύ πέπλο του προφανούς μελοδράματος και του ανυπέρβλητου κοινωνικού πλαισίου.
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v