Animal Kingdom: Ατμοσφαιρικό θρίλερ… από τζάκι

O «πρωτάρης» και φεστιβαλικός γνώριμός μας Ντέιβιντ Μισόντ σκηνοθετεί ένα καλοφτιαγμένο θρίλερ οικογενειακού εγκλήματος με δυνατές ερμηνείες και μας κάνει συνένοχους στα σκοτεινά ένστικτα μιας εντελώς ασυνήθιστης φαμίλιας.
Animal Kingdom: Ατμοσφαιρικό θρίλερ… από τζάκι
του Λουκά Τσουκνίδα

Για κάποιο λόγο, σπανίως μια ταινία απ' την Αυστραλία φτάνει στα μάτια μας αξιώνοντας να μας εντυπωσιάσει. Την φρέσκια εξαίρεση αποτελεί το “Animal Kingdom” του πρωτοεμφανιζόμενου στα βαθιά νερά του μεγάλου μήκους σινεμά, Ντέιβιντ Μισόντ που ξεκίνησε την πορεία του απ' το μεγάλο νησί, πέρασε επιτυχώς από πολλά φεστιβάλ (ανάμεσά τους και το τελευταίο Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης) κι έφτασε μέχρι τα Όσκαρ, όπου η βετεράνος Τζάκι Γουίβερ διεκδίκησε το βραβείο δεύτερου γυναικείου ρόλου. Είναι ένα καλοφτιαγμένο αστυνομικό/οικογενειακό θρίλερ που μας βάζει αριστοτεχνικά στην καρδιά του παλιομοδίτικου, κλειστοφοβικού υποκόσμου μέσω ενός ανθρώπου που βρίσκεται εκεί λόγω ανωτέρας βίας και πρέπει να μάθει να επιβιώνει με τους νέους κανόνες.

Η υπόθεση

Ο 17χρονος Τζέι μένει μόνος στον κόσμο όταν η εξαρτημένη μητέρα του χάνει τη ζωή της λόγω υπερβολικής δόσης. Οι μόνοι του συγγενείς είναι τα αδέρφια της και η γιαγιά του, από τους οποίους η μάνα του φρόντισε να τον κρατήσει μακριά. Τώρα, οι συνθήκες τον αναγκάζουν να ζητήσει καταφύγιο δίπλα τους κι εκείνοι δείχνουν πρόθυμοι να του ανοίξουν την αγκαλιά τους. Καθώς εισέρχεται διστακτικά και αναγνωριστικά στην καθημερινότητά τους ανακαλύπτει για ποιο λόγο δεν τους είχε γνωρίσει καλύτερα μέχρι σήμερα. Αποτελούν μια οικογενειακή σπείρα ληστών κι εμπόρων ναρκωτικών, όπου κουμάντο κάνει η Τζανίν “Στρουμφίτα” Κόντι (Τζάκι Γουίβερ) η μητριαρχική φιγούρα της φαμίλιας που διατηρεί μια περίεργη, οριακά αιμομικτική σχέση εξουσίας με τους γιους της. Η σχέση αυτή, αμφισβητείται απ' τον μεγαλύτερο, τον Πόουπ, που είναι και ο πιο ασταθής ψυχολογικά, έτοιμος να ξεσπάσει με το παραμικρό και ανασφαλής μπροστά στην προοπτική ν' αφήσει τη ζωή του εγκληματία για κάτι άλλο.

Ο Τζέι, ανέκφραστός και παθητικός αρχικά, δείχνει πρόθυμος να μπει στον κύκλο, αλλά χωρίς να εμπιστεύεται ιδιαίτερα την καινούργια οικογένειά του. Αντιλαμβάνεται άλλωστε ότι βρίσκονται στην κατηφόρα, μακριά από σοβαρές “δουλειές” και κάτω από την αυστηρή επιτήρηση της αστυνομίας κι ενός αφιονισμένου μπάτσου, του Νέιθαν Λέκι (Γκάι Πιρς) που ψάχνει την ευκαιρία και να τους καθαρίσει ακόμη. Μέσα σ' αυτό το ασταθές σκηνικό, ο Τζέι πρέπει να ζυγίσει όσα βλέπει, να αποφασίσει που στέκεται και να επιβιώσει με κάθε τρόπο...



Η κριτική

Ο κόσμος στον οποίο μας βάζει ο Μισόντ είναι άρρωστος, βίαιος και απρόβλεπτος, παρακμάζει κι είναι έτοιμος να καταρρεύσει οποιαδήποτε στιγμή. Πολύ έξυπνα, λοιπόν, ο χαρακτήρας στον οποίο αναθέτει να μας κουβαλήσει μαζί του είναι ο Τζέι, ένας άνθρωπος που ελάχιστα γνωρίζει για όσα πρόκειται να δει και να δούμε. Αυτά τα ελάχιστα, τα μοιράζεται μαζί μας σε ένα συνετά χρησιμοποιημένο voice-over, όπως κάνει αργότερα και με τις σκέψεις του, σα να μας ψιθυρίζει καθώς τον ακολουθούμε στην περιπέτειά του. Είναι ο μοναδικός χαρακτήρας με τον οποίο μπορούμε να ταυτιστούμε, γι' αυτό και μοιάζει άχρωμος κατά διαστήματα και αμήχανος μπροστά στις επιλογές που εμφανίζονται μπροστά του. Δεν έχει συναισθηματική σύνδεση μ' αυτούς τους ανθρώπους, αλλά είναι οι μοναδικοί δικοί του άνθρωποι στη δεδομένη στιγμή. Να εμπιστευτεί τη διεφθαρμένη αστυνομία ή τη γιαγιά του που μοιάζει να καταφέρνει πολλά με την καπατσοσύνη της, αντίθετα με τους ευνουχισμένους κατά μία έννοια γιους της, που μοιάζουν να μην έχουν βγει από την παιδική ηλικία;

Με μικρές κοιλιές σε σημεία όπου η αφήγηση χάνει την κατεύθυνσή της, αλλά και με μια άψογη αναπαράσταση του περιβάλλοντος —με φωτογραφία, μουσική, μοντάζ και φωνή εκτός κάμερας— και της εκρηκτικής, αιμομικτικής ατμόσφαιρας, ο Μισόντ καταφέρνει να φέρει εις πέρας τη “βόλτα” μας σε ένα σκηνικό, αστικό μα εντελώς εξωτικό, όσο και παλιακό —ένα φλας-μπακ στην εποχή που οι οικογένειες εγκληματιών ένιωθαν κυρίαρχοι του μικρόκοσμού τους κι έστηναν φαύλο κύκλο με τον εμμονικό μπάτσο που είχε ορκιστεί να τους καταδιώκει.

Σημαντικό ρόλο στην επιτυχία του αποτελέσματος παίζει το υπέροχο κάστινγκ και οι εξαιρετικές ερμηνείες, παρά την αμφιλεγόμενα παθητική πρωταγωνιστική παρουσία του πρωτάρη Τζέιμς Φρεσεβίλ που, κατ' εμέ, φέρνει εις πέρας την αποστολή του. Ξεχωρίζουν ο Τζόελ Έντγκερτον, στο ρόλο του κολλητού και συνεργού του Πόουπ, που είναι κάτι σα θετός γιος για την “οικογένεια”, ο Γκάι Πιρς στον εκκεντρικό ρόλο του εμμονικού αστυνομικού, αλλά και ο Μπεν Μέντελσον ως Πόουπ, μονίμως στην κόψη του ξυραφιού, τόσο ώστε να υποβάλλει μια ατμόσφαιρα κινδύνου σε όποιο πλάνο κι αν μπει. Καλύτερη όλων, φυσικά, η υπέροχη Τζάκι Γουίβερ που φοράει άψογα τη σχιζοφρένεια της “μάνας του λόχου”, πότε στοργική και πότε αδίστακτη, έτοιμη να φτάσει στα άκρα για να υπερασπιστεί τους γιους της.

Το “Animal Kingdom” είναι ένα πολύ καλό θρίλερ, μια ταινία για τη φύση του εγκλήματος και για το πως μπορεί να την αντιλαμβάνεται κάποιος που καλείται να την αφομοιώσει και να την προσομοιωθεί εν μία νυκτί. Είναι ατμοσφαιρική, έξυπνη, καλογραμμένη και καλοπαιγμένη και σε απορροφά στο σύμπαν της με σχετική επιτυχία.

Βγαίνουν ακόμη:

- Το τρίτο μέρος της σειράς του Μάικλ Μπέι “Transformers 3”, στο ίδιο πνεύμα, με πολύ 3D δράση και πλάκα, αλλά τραβηγμένο απ' τα μαλλιά και πάλι, όχι μόνο σε πλοκή, αλλά και σε χρόνο διάρκειας. Το υπέρλαμπρο παράδειγμα προς αποφυγήν, “Larry Crowne”, δείγμα κακής, παρωχημένης κομεντί διά χειρός Νία Βαρντάλος με το χλιαρό δίδυμο Τομ Χανκς-Τζούλια Ρόμπερτς να προσπαθεί να βγάλει γέλιο και να προκαλέσει τη συμπάθεια, καταφέρνοντας το εντελώς αντίθετο. Σε επανέκδοση, το υπέροχο “Sunset Boulevard (1950)” του Μπίλι Γουάιλντερ.

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v