Γιατί το Nomadland (δεν) είναι η ταινία της χρονιάς

Δύο συντάκτες του in2life είδαν το Nomadland και διαφωνούν αν είναι ή όχι η ταινία της χρονιάς. Ψήφισε και πες μας με ποιον συμφωνείς.
Γιατί το Nomadland (δεν) είναι η ταινία της χρονιάς
Η ταινία της Κλόε Ζάο που πρωταγωνιστεί σε όλες τις λίστες με τα φαβορί για τα φετινά Όσκαρ, αδιάφορο/η αποκλείεται να σε αφήσει. Μπορεί να τη λατρέψεις, ή μπορεί να σε εκνευρίσει, μπορεί να βρεθείς κάπου στο μεταίχμιο του «ναι ωραία, αλλά». Κι αν έχεις την τύχη να τη δεις με παρέα που διαφωνεί με την άποψή σου, θα περάσετε εξαιρετικά μαλώνοντας για το αν η αισθητική του ντοκιμαντέρ έχει ή δεν έχει θέση στον κινηματογράφο σας. Κι εμείς, αφού σπαταλήσαμε μερικές εργατοώρες να κάνουμε ακριβώς αυτό, είπαμε να αξιοποιήσουμε εποικοδομητικά όλες αυτές τις λέξεις, και να σου γράψουμε γιατί (δεν) μας άρεσε.

To Nomadland είναι η ταινία της χρονιάς
λέει ο Σπύρος Σμυρνής

Πριν λίγες μέρες είδα το Nomadland, κι ακόμη δεν μπορώ να το ξεπεράσω. Είναι από εκείνους τους έρωτες με την πρώτη ματιά, που σε συνοδεύουν μέχρι το νεκροκρέβατο που συνηθίζουν να λένε κι οι Αμερικανοί. Όταν τελείωσε το φιλμ της Κλόε Ζάο, απογοητεύτηκα που δεν μπόρεσα λόγω της κατάστασης που βιώνουμε εδώ κι έναν χρόνο να την απολαύσω σε μια σκοτεινή αίθουσα ή ακόμη καλύτερα σε ένα θερινό σινεμά. Έκτοτε όταν μιλώ σε γνωστούς και φίλους, σινεφίλ και μη, τους πρήζω να κάνουν τη χάρη στον εαυτό τους και να την παρακολουθήσουν.

H Zάο έγραψε, σκηνοθέτησε, μόνταρε κι έκανε την παραγωγή σε μια ταινία που είναι δίχως άλλο ένα φιλμικό επίτευγμα, που σε λίγα χρόνια από τώρα θα συγκαταλέγεται στις σημαντικότερες ταινίες της τελευταίας εικοσαετίας.

Το σενάριο της Ζάο βασίζεται στο βιβλίο της δημοσιογράφου και συγγραφέα Τζέσικα Μπρούντερ με τίτλο «Nomadland: Surviving America in the 21st Century» (μτφ. «Η Χώρα των Νομάδων: Επιβιώνοντας στην Αμερική του 21ου Αιώνα»). Επικεντρώνεται στη σκληρή πραγματικότητα των μεσηλίκων οι οποίοι ζουν σαν νομάδες σε τροχόσπιτα και βανάκια, κυνηγώντας ευκαιριακές δουλειές όπου υπάρχουν, σχηματίζοντας στο μεταξύ προσωρινές κοινότητες στη μέση του απέραντου αμερικανικού πουθενά.



Πρωταγωνίστρια της ταινίας η Φερν (η Φράνσις ΜακΝτόρμαντ επανέρχεται στο σινεμά μετά τις Τρεις Πινακίδες έξω από το Έμπινγκ του Μιζούρι για να σηκώσει ακόμη ένα Όσκαρ ‘Α Γυναικείας Ερμηνείας) που μετά το θάνατο του άντρα της και το κλείσιμο του εργοστασίου γυψοσανίδας που δούλευε παίρνει το παλιό βανάκι της και γυρνά τις μεσοδυτικές πολιτείες των Η.Π.Α. Έπειτα στα 110 λεπτά που διαρκεί η ταινία, η Ζάο κι η Φερν μας απλώνουν το χέρι και μας καλούν σε ένα κινηματογραφικό ταξίδι που είχαμε καιρό να ευχαριστηθούμε τόσο.

Μέσα από ζηλευτά κινηματογραφικά κάδρα και μια συγκλονιστική φωτογραφία, ξεκλειδώνεται η ζωή κάποιων ανθρώπων που βάζεις στοίχημα με τον εαυτό σου ότι δεν είναι ηθοποιοί. Η ζωή της Φερν συναντάται με εκείνη της Patty, της Linda, του Βοb του Gay και της Swankie σε έναν αέναο κύκλο που θα φέρει κι άλλες συναντήσεις σε μέρη τόσο ανοίκεια όμορφα, που θα έλεγες ότι δεν υπάρχουν. Η ζωή του νομά, κρύβει μικρά μεροκάματα και δουλειές του ποδαριού, ύπνο σε άβολα κρεβάτια και κατούρημα σε αυτοσχέδιες τουαλέτες/ κουβάδες. Κρύβει επίσης μικρό βιός που χωρά σε ένα αυτοκινούμενο τροχήλατο και μπόλικα μπουφάν για να αντέξεις τον παγετό και το κρύο. Πού και πού κρύβει και καμία αδέσποτη ψυχή να γίνεται συνοδοιπόρος σε ένα ταξίδι δίχως ακριβή προορισμό.

Μοιάζει με εφαλτήριο προς την ελευθερία για εκείνους τους κολασμένους της γης, που νιώθουν ότι δεν ανήκουν πουθενά πέρα από τη φύση και την κοινότητα τους. Δεν ενδιαφέρονται για τάξη κι ασφάλεια στη ζωή τους, ούτε συνταξιοδοτικά προγράμματα που θα τους αποφέρουν καλά γεράματα. Τους αρκούν οι αχτίδες του ηλίου να σιγοκαίνε το ρυτιδιασμένο δέρμα τους, ξαπλωμένη σε μια σπαστή ξαπλώστρα στη μέση του πουθενά. Τους αρκεί ο άνεμος που σκάει στο πρόσωπό τους, όσο στεγνώνει τη μπουγάδα τους. Κάθε ένας από τους νομάδες προσπαθεί να ξεφύγει από δαιμόνια που δεν είναι τόσο ξένα όσο φαντάζεσαι. Θνητότητα, απώλεια και μοναξιά θα βρεις ανάμεσα τους.

Η Ζάο στο Nomadland κινηματογραφεί τα παραπάνω χωρίς εύκολους συναισθηματισμούς και βαρετά κλισέ ενώ η υποκριτική μπαγκέτα της ΜακΝτόρμαντ δίνει τον ρυθμό κι η αριστουργηματική μουσική του Λουντοβίκο Εινάουντι στήνει τα κατάλληλα ηχοτόπια για να συμπορευτείς με το φιλμ. Να κλείσεις τα μάτια σου ασυναίσθητα και να μεταφερθείς κι εσύ κάπου πλάι στη Φερν. Κι αυτή είναι η μεγαλύτερη αρετή του Νοmadland. Να γεννά το συναίσθημα του απεγκλωβισμού και της ελευθερίας του νου και του σώματος στον θεατή, τώρα που το έχουμε περισσότερη ανάγκη από ποτέ.



Όχι, το Nomadland δεν είναι η ταινία της χρονιάς
λέει η Ηρώ Κουνάδη

Θυμάσαι πριν από μερικά χρόνια, όταν το Netflix πρωτομπήκε στις ζωές μας, φέρνοντας μαζί με διάφορα άλλα καινά δαιμόνια κι ένα νέο είδος που το έλεγε docudrama; Ήταν αυτή η (ενίοτε επιτυχημένη, συχνά απεγνωσμένη, πολλές φορές αστεία) προσπάθεια να ψήσει τον κόσμο να δει ντοκιμαντέρ, παρεμβάλλοντας μερικές δραματοποιημένες σκηνές με ηθοποιούς ανάμεσα στο γνωστό, βαρετό φορμάτ «ένας άνθρωπος κοιτάει την κάμερα και λέει κάτι».

Ε, η «ταινία της χρονιάς», το Nomadland που πάει καρφωτό να σαρώσει ό,τι χρυσό αγαλματίδιο υπάρχει μέσα στο Kodak Theater τον Απρίλιο, κάνει το ανάποδο. Αντί να βάλει λίγο δράμα στο ντοκιμαντέρ του, βάζει λίγο ντοκιμαντέρ στο δράμα του. Και είναι πρωτότυπο, και είναι επανάσταση, και ουάου δεν ξανάγινε ποτέ, και ο κόσμος παραληρεί με τα πλάνα αληθινών ανθρώπων που λένε τις αληθινές τους ιστορίες με τα αληθινά τους ονόματα κοιτώντας την κάμερα στα μάτια.

Γιατί τι θέλει ο κόσμος μετά από 120 χρόνια κινηματογράφου; Κάτι που να μην έχει ξαναγίνει ποτέ. Αλλά ξέρεις κάτι; Δεν αρκεί μια πρωτότυπη ιδέα για να αγαπήσεις μια ταινία.

Μην με παρεξηγήσεις, δεν το μίσησα το Nomadland. Η Francis McDormand παραμένει μια θεά σε ό,τι και να κάνει (αν και θα το πω, δεν είναι λόγος αυτός να κάνεις 67 κοντινά στη μούρη της, μην και δεν καταλάβουν οι πληβείοι το συναισθηματικό βάθος των εκφράσεών της) και πολλά από τα κάδρα της αμερικανικής υπαίθρου είναι τόσο εκθαμβωτικά που θες να τα τυπώσεις και να τα κάνεις πόστερ, να τα κοιτάς κάθε πρωί που ξυπνάς. Κάπου εδώ, όμως, τελειώνουν τα δυνατά χαρτιά της. Και μένεις με τους αποσπασματικούς διαλόγους και την αποστασιοποιημένη αφήγηση μιας ταινίας που ενώ διαρκεί 110 λεπτά σου δίνει την αίσθηση τριώρου.

Το βασικότερο, όμως, πρόβλημα της ταινίας είναι μάλλον ο μύθος που έχει χτίσει γύρω της. Στις περιγραφές που κυκλοφορούν θα έχεις κατά πάσα πιθανότητα διαβάσει πως εδώ έχουμε «την ιστορία μιας γυναίκας που, έχοντας χάσει τα πάντα στην κρίση του 08, περιπλανιέται ως σύγχρονος νομάς με το βανάκι της στην Αμερική». Ναι, μόνο που η Φερν δεν έχασε «τα πάντα στην κρίση του 08». Θα αποφύγω τα σπόιλερ και θα πω απλά πως έχασε πολύ σημαντικότερα πράγματα πριν από τη μεγάλη κρίση της γενιάς μας. Το οικονομικό δεν είναι το βασικό της πρόβλημα. Έχει ωραιότατο δίχτυ ασφαλείας, και το χρησιμοποιεί μια χαρά όταν χρειαστεί.

Και κάπως έτσι, το «κατηγορώ» που περιμένεις δεν ακούγεται ποτέ, παρά μόνο σαν ψίθυρος κι αυτός παρεμπιπτόντως, στις σκηνές εκείνων των αληθινών ανθρώπων με τα αληθινά ονόματα που μιλούν φωτισμένοι από τη φωτιά που καίει στην ύπαιθρο. Και ο ανεξάρτητος αμερικάνικος κινηματογράφος χάνει μια ακόμα ευκαιρία να πει μια δυνατή ιστορία για τις πραγματικές συνέπειες του άκρατου καπιταλισμού στη γη των ίσων ευκαιριών.


Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v