Θα σε ξαναβρώ στους μπαξέδες

Όσα είδε και δοκίμασε η Αγάπη στην εκδρομή της στην Ρόδο και στο Rodos Palace. Έμφαση στο "όσα δοκίμασε"...
Θα σε ξαναβρώ στους μπαξέδες

της Αγάπης Μαργετίδη

Όταν στις αρχές του καλοκαιριού αποδέχτηκα την πρόσκληση της πάντα ευρηματικής Ελένης Ψυχούλη εκ μέρους του Rodos Palace για να περάσω εκεί ένα σαββατοκύριακο του Σεπτεμβρίου, δεν είχα ιδέα περί τίνος επρόκειτο, ήξερα όμως πως σίγουρα κάτι υπέροχο θα είχαν ετοιμάσει και πάλι. Για το μόνο που είχα ενημερωθεί ήταν πως θα χρειαζόμουν άνετα ρούχα και παπούτσια. Οι μαντεψιές κατά τη διάρκεια της πτήσης προς τη Ρόδο μεταξύ των συναδέλφων που είχαμε λάβει την ίδια πρόσκληση, έδιναν κι έπαιρναν, αλλά συμπέρασμα δεν βγάλαμε.

Γνώριμο πλέον το μέρος, σχεδόν οικείο. Η πρώτη έκπληξη μας περίμενε στο εστιατόριο «12 Νησιά», το γαστρονομικό εστιατόριο του ξενοδοχείου, στο οποίο από φέτος μαγειρεύουν ένας Ροδίτης κι ένας Καλύμνιος, ο Λευτέρης Καμπουράκης και ο Μιχάλης Στάλας. Δύο νέοι άνθρωποι που έχουν κατορθώσει να συνδυάσουν τολμηρά μα και σοφά το fine dining με την ιδιαίτερη γεύση της Ρόδου, γεύση που μόνο στο νησί μπορεί κάποιος να ανακαλύψει. Τα ντόπια προϊόντα και οι παλιές συνταγές μεταμορφώνονται στα χέρια των δυο τους και η γευστική συγκίνηση συνεπαίρνει ακόμα κι εμάς που δεν έχουμε προσωπικές μνήμες. Αυτή η αξιοσύνη τους μάς άφησε άφωνους όταν βάλαμε στο στόμα μας τη σύγχρονη εκδοχή της περίφημης λακάνης, το σπουδαίο αυτό φαγητό που είχαμε γευτεί πέρυσι από τα χέρια του άρχοντα της Ροδιακής κουζίνας, Δημήτρη Μαυρίκου. Αν έκλεινες τα μάτια, θα ήταν σχεδόν αδύνατον να τα ξεχωρίσεις. Τι να πω επίσης για το πανέμορφο πιάτο, που όταν ήρθε στο τραπέζι, δεν μπορούσες να μαντέψεις από την κομψή του όψη πως ήταν πηχτή. Ό, τι και όσα κι αν γράψω, δεν θα μπορέσω να σας μεταδώσω την λεπτή, λεπτότατη, μα συγχρόνως γήινη νοστιμιά του παλιού, σχεδόν λησμονημένου, μερακλίδικου φαγητού. Το κλου της βραδιάς ήταν το επιδόρπιο που προσγειώθηκε θεατρικά, σαν φινάλε μπαλέτου. Ρυζόγαλο ήταν, μα τι ρυζόγαλο! Αντί για ρύζι, μαγειρεύτηκε με το ροδίτικο ζυμαρικό που ονομάζεται μάτσι – εξ ου και το όνομα ματσόγαλο – και συνοδεύτηκε από παγωτό μελεκούνι, το επίσης ροδίτικο κέρασμα που μοιάζει με παστέλι, μόνο που είναι ασύγκριτο σε γεύση και υφή. Κι άλλα πολλά δοκιμάσαμε και ήταν όλα θεσπέσια. Ευθυμήσαμε δεόντως εκείνο το βράδυ και όταν η παρέα μας διαλύθηκε αργά τη νύχτα, ακόμα δεν ξέραμε τι θα μας περίμενε την επομένη. Η μόνη οδηγία που είχαμε ήταν να φάμε ένα γερό πρωινό και να αποφύγουμε το μεσημεριανό, γιατί το ραντεβού δόθηκε για τις τέσσερις το απόγευμα.





Κανείς μας δεν μπορούσε να φανταστεί πως πίσω από τις εγκαταστάσεις αυτού του τεράστιου ξενοδοχείου, μέσα στο ίδιο οικόπεδο, υπάρχει ένα καλά κρυμμένο μυστικό που φέτος βγήκε στο φως. Διασχίζοντας τα δρομάκια του ξενοδοχείου ανάμεσα από τους κήπους, κι αφού περάσεις τις εντυπωσιακές βίλες με τις ιδιωτικές πισίνες, ξαφνικά το τοπίο αλλάζει κι από τα φροντισμένα παρτέρια μπαίνεις στα μποστάνια, τα πόδια σου πατάνε χώμα κι η καρδιά σου γίνεται περιβόλι. Ζαρζαβατικά, μυρωδικά και οπωροφόρα δέντρα. Λεμονιές, πορτοκαλιές, ροδιές, μηλιές. Και κοτέτσι! Κοτούλες κοκοκο, κοκόρια, φραγκόκοτες, γαλόπουλα, κουνελάκια. Παράδεισος.





Κι αφού κόψεις και βάλεις στο καλάθι σου ό,τι σου κάνει κέφι και είναι ώριμο, ντομάτες, αγγούρια, πιπεριές, γλυστρίδα, δυόσμο και βασιλικό, πάρεις και τα σημερινά αυγά που γέννησαν τα πτηνά, προχωράς προς το ξέφωτο που φαίνεται στο βάθος. Και τι να δεις; Ένα όμορφα στρωμένο εξοχικό τραπέζι και μια ανοιχτή κουζίνα, έτοιμη να μαγειρέψει με ό, τι έφερες. Πίσω από την κουζίνα σε περιμένουν ο Λευτέρης και ο Μιχάλης για να σου δείξουν τα μύρια όσα. Οι ίδιοι άνθρωποι που φροντίζουν την κουζίνα του fine dining, αλλά και των άλλων τριών εστιατορίων του ξενοδοχείου, θα είναι σήμερα σαν να μαγειρεύουν στην κουζίνα του σπιτιού τους για το κυριακάτικο τραπέζι. Θα σου μιλήσουν για τα ροδίτικα φαγητά, θα σου δείξουν πώς να τα φτιάξεις, θα σε καθοδηγήσουν, αλλά και θα σε αφήσουν εντελώς ελεύθερο να ζυμώσεις, να κόψεις, να μαγειρέψεις, να ψήσεις. Θα λερώσεις τα χέρια σου με το ζυμάρι, θα ανοίξεις μόνος σου το φύλλο για το ροδίτικο μάτσι, θα το βράσεις στη σάλτσα της φρέσκιας ντομάτας που μόλις έκοψες. Θα ετοιμάσεις τη γέμιση της χορτόπιτας, θα την τυλίξεις και θα την τηγανίσεις. Θα κόψεις τη σαλάτα και θα τη στολίσεις. Αν είσαι ενήλικας θα ξαναγίνεις παιδί κι αν είσαι παιδί θα νιώσεις σπουδαία γιατί θα έχεις φτιάξει μόνο σου τη ζύμη της πίτσας, θα της έχεις βάλει αυτά που εσύ θέλεις και θα την έχεις φουρνίσει και ξεφουρνίσει με τα χέρια σου. Το φαγητό θα αποκτήσει άλλο νόημα, άλλη γεύση.





Και η ώρα θα περνά, με σούμα και ροδίτικο κρασί και φαγητό αξέχαστο. Ο απογευματινός ήλιος θα έχει ημερώσει, το γλυκό σούρουπο θα σε τυλίξει και όταν επιστρέψεις στην αφετηρία θα χαμογελάς χωρίς λόγο και αιτία. Κι αυτό το πλατύ σου χαμόγελο θα το πάρεις μαζί σου για να σε συντροφεύει όλους τους μήνες μέχρι το επόμενο καλοκαίρι που θα ξαναγυρίσεις. Γιατί σίγουρα θα επιστρέψεις, εκεί που το ευ ζην αποκτά την πραγματική του έννοια, αυτήν της ευεξίας που σου χαρίζεται απλόχερα όταν δίνεις σημασία στα απλά, στα καθημερινά, στην ομορφιά.




Αυτό ήταν λοιπόν το μυστικό που μας αποκαλύφθηκε φέτος. Ένα καινούργιο πρόγραμμα του Rodos Palace, το οποίο, όμως, είχε ανέκαθεν το δικό του μποστάνι, από όπου εφοδιάζεται η κουζίνα με όσα χρειάζεται σε λαχανικά, φρούτα, αυγά και βότανα. Γιατί έτσι πάντα έκαναν κι εξακολουθούν να κάνουν στην Ρόδο, όπως και σε κάθε τόπο μακριά από τις μεγαλουπόλεις. Σήμερα το ονομάζουμε “farm to table” και “zero mile food”, κάνουμε τους πολύξερους και τους μοδάτους, ενώ ήταν γνωστό από πάντα, απλώς εμείς είχαμε χάσει τα χνάρια του. Ας είναι κι έτσι, ας είναι και την ύστατη ώρα, το σημαντικό είναι να τα ξαναβρούμε ή να τα επανασχεδιάσουμε. Το Rodos Palace συμβάλλει στην προσπάθεια, ανοίγοντας αυτό το πρόγραμμα της νέας εποχής στον πελάτη του. Αυτής που θέλει τον επισκέπτη ενός τόπου, ακόμα κι αν αυτός διαμένει σε ένα πεντάστερο ξενοδοχείο, έχοντάς το επιλέξει για την πολυπόθητη ξεκούραση των συνήθως λίγων ημερών που μπορεί να απουσιάσει από την απαιτητική του εργασία, να ενδιαφέρεται όλο και περισσότερο για την προέλευση όσων νόστιμων πραγμάτων γεύεται στο πιάτο του και να μαθαίνει από πρώτο χέρι την γαστρονομική κουλτούρα του τόπου που τον φιλοξενεί.




Αξίζουν πολλά συγχαρητήρια στην κ. Μαίρη Καμπουράκη, ιδιοκτήτρια της δεύτερης γενιάς και κινητήρια δύναμη του Rodos Palace, στην αστείρευτη Ελένη Ψυχούλη που συνέβαλλε τα μέγιστα για τη σχεδίαση και την υλοποίησή της νέας δράσης, στους δύο άριστους μάγειρες και την ομάδα τους που δίνουν ψυχή στην αξέχαστη αυτή εμπειρία και βεβαίως σε όλα τα μέλη του προσωπικού του ξενοδοχείου που δίνουν στον κάθε πελάτη επαγγελματισμό αλλά και κάτι από τον εαυτό τους. Όπως πάντα, ο Μάκος Τσιμέτας, μας εφοδίασε με τις ολοζώντανες, υπέροχες φωτογραφίες που τράβηξε, από τις οποίες είχα μεγάλη δυσκολία να διαλέξω τις αναγκαστικά λίγες που χωρούν σε ένα άρθρο.

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v