Η τέχνη του να βαριέσαι δημιουργικά
Σε έναν κόσμο που διαρκώς σου ζητά να κάνεις κάτι, το να βαρεθείς και λίγο είναι επανάσταση. Και μπορεί να αποδειχτεί άκρως δημιουργικό. Άφησέ μας να σου πούμε πώς.
Σε έναν κόσμο που διαρκώς σου ζητά να κάνεις κάτι, το να βαρεθείς και λίγο είναι επανάσταση. Και μπορεί να αποδειχτεί άκρως δημιουργικό. Άφησέ μας να σου πούμε πώς.
Η εποχή μας έχει σχεδόν δαιμονοποιήσει τη βαρεμάρα. Κανείς δεν κάθεται: Όλοι τσεκάρουν κάτι, βλέπουν κάτι, ακούν κάτι, σκρολάρουν, απαντούν, ενημερώνονται, καταναλώνουν. Η παραμικρή παύση μοιάζει επικίνδυνη, σχεδόν απαγορευμένη. Το να μην κάνεις τίποτα, έστω για λίγα δευτερόλεπτα, φαίνεται ξαφνικά ύποπτο: σαν να χάνεις μια ευκαιρία, σαν να μένεις πίσω. Και κάπως έτσι, ο εγκέφαλος δεν ξεκουράζεται ποτέ. Μένει διαρκώς σε λειτουργία, γεμίζοντας στρώσεις από πληροφορίες που δεν επεξεργάζεται ποτέ πραγματικά. Στον αντίποδα αυτού του συνεχούς θορύβου υπάρχει κάτι που όλοι αποφεύγουμε, αλλά χρειαζόμαστε απεγνωσμένα: Η δημιουργική βαρεμάρα. Η στιγμή που δεν συμβαίνει τίποτα –και γι’ αυτό αρχίζει να συμβαίνει κάτι μέσα σου.
Υπάρχει μια απλή εξήγηση: Ζούμε μέσα στην πιο ευχάριστα αποσπαστική τεχνολογία που δημιουργήθηκε ποτέ. Κάθε βαρετή στιγμή εξολοθρεύεται από ένα reel τριών δευτερολέπτων, μια ειδοποίηση, ένα άνοιγμα εφαρμογής που δεν έχεις καμία ανάγκη αλλά έχεις μάθει να ανοίγεις μηχανικά.
Η βαρεμάρα μοιάζει χαμένος χρόνος. Δεν είναι, όμως. Ο ανθρώπινος εγκέφαλος έχει μια κατάσταση λειτουργίας που λέγεται default mode network: ενεργοποιείται όταν δεν κάνεις τίποτα. Τότε είναι που βρίσκει λύσεις, φτιάχνει συνδέσεις, ξεκαθαρίζει σκέψεις, επεξεργάζεται συναισθήματα. Αυτό που θεωρούμε αδράνεια είναι στην πραγματικότητα μια βαθιά, δημιουργική διεργασία.
Η δημιουργική βαρεμάρα δεν είναι να κάθεσαι ακίνητος/η μπροστά σε ένα τοίχο, αλλά ούτε και να κάνεις κάτι που απαιτεί συγκέντρωση. Είναι μια κατάσταση χαμηλής έντασης όπου δεν καταναλώνεις ερεθίσματα, αλλά επίσης δεν πιέζεις το μυαλό σου προς κάποια κατεύθυνση.
Είναι εκείνη η αίσθηση ότι «δεν κάνω τίποτα, αλλά κάτι αρχίζει να κινείται μέσα μου». Η ονειροπόληση που δεν έχει σκοπό. Η σκέψη που πάει όπου θέλει. Η εσωτερική φλυαρία που επιτέλους έχει χώρο να ακουστεί. Στην πραγματικότητα, η δημιουργική βαρεμάρα είναι ο τρόπος του εγκεφάλου να σου πει: «Άσε με λίγο να τακτοποιήσω εδώ μέσα».
Ο εγκέφαλος δεν είναι φτιαγμένος για να επεξεργάζεται συνεχώς νέα πληροφορία. Χρειάζεται διαλείμματα, όχι μόνο για ξεκούραση αλλά και για αρχειοθέτηση. Τις στιγμές βαρεμάρας, τα νευρωνικά δίκτυα επεξεργάζονται όσα έχουν ήδη συμβεί, ξεκαθαρίζουν τον θόρυβο και αφήνουν χώρο για καινούρια σκέψη. Σκέψου το κάπως σαν το ψυγείο: αν δεν πετάξεις τίποτα, δεν θα χωράει τίποτα.
Οι πιο γνωστές στιγμές έμπνευσης της ανθρωπότητας –από τις επιστήμες ως τις τέχνες– εμφανίστηκαν σε παύσεις. Στο ντους, σε έναν περίπατο, κοιτώντας το ταβάνι. Αυτό δεν είναι τυχαίο: Η χαλαρή περιπλάνηση του μυαλού επιτρέπει σε άσχετες μεταξύ τους σκέψεις να συναντηθούν και να φτιάξουν μια νέα ιδέα.
Όταν σταματάς την υπερδιέγερση, ενεργοποιείται το παρασυμπαθητικό σύστημα –αυτό που σε κάνει να ηρεμείς. Η βαρεμάρα, όσο παράξενο κι αν ακούγεται, είναι μια μικρή μορφή διαλογισμού. Αποφορτίζει, χαμηλώνει την ένταση, μειώνει το άγχος. Μπορεί το κινητό να σε κρατάει απασχολημένο/η, ενεργοποιεί όμως ταυτόχρονα και μηχανισμούς στρες.
Η φαντασία θέλει χώρο. Και ο χώρος δεν δημιουργείται όταν ο εγκέφαλος είναι συνεχώς απασχολημένος. Η δημιουργική βαρεμάρα αφήνει την εσωτερική αφήγηση να ξεκινήσει μόνη της: εικόνες, σκέψεις, πιθανότητες, μικρές ιδέες που πηγάζουν από μέσα σου, όχι από τα εξωτερικά ερεθίσματα.
Η πρώτη παρόρμηση όταν δεν κάνεις κάτι είναι πάντα το κινητό. Μην την υπακούσεις αμέσως. Άφησε πρώτα να περάσουν πέντε δευτερόλεπτα, δέκα, τριάντα. Αυτή η μικρή καθυστέρηση είναι το πρώτο βήμα στη δημιουργική βαρεμάρα. Είναι το άνοιγμα του χώρου.
Τη στιγμή που χαζεύεις τη θέα (ακόμα κι αν είναι απλώς η απέναντι πολυκατοικία) συμβαίνει κάτι μαγικό: οι σκέψεις αρχίζουν να απλώνονται. Το βλέμμα που περιπλανιέται χωρίς να εστιάζει κάπου, χαρίζει στο μυαλό την ευκαιρία να κινηθεί χωρίς οδηγίες.
Πλύσιμο πιάτων, δίπλωμα ρούχων, αναδιάταξη των βιβλίων στο ράφι. Οι μικρές, επαναλαμβανόμενες κινήσεις επιτρέπουν στο μυαλό να περιπλανηθεί, σχεδόν αυθόρμητα. Η σωματική δράση χωρίς πνευματική προσπάθεια είναι το ιδανικό υπόβαθρο για δημιουργική σκέψη.
Πέντε λεπτά ανάμεσα σε δύο δουλειές, δέκα λεπτά πριν κοιμηθείς, ένα μικρό διάλειμμα χωρίς podcast, χωρίς μουσική, χωρίς οθόνες. Μην τα γεμίζεις όλα. Άφησε κάποια κενά. Εκεί είναι που γεννιούνται τα καλά πράγματα.
Γράψε ό,τι περάσει από το μυαλό σου. Είναι σαν να τραβάς το νήμα και να ξετυλίγεις το κουβάρι μιας κουβέντας που ήδη συμβαίνει μέσα σου. Η δημιουργική βαρεμάρα ξέρει να μιλάει, απλώς χρειάζεται ένα χαρτί για να ακουστεί.
Το «κάτσε λίγο» δεν χωράει εύκολα σε μια κοινωνία που τιμά την παραγωγικότητα σαν θρησκεία. Αν δεν τρέχεις, νομίζεις πως μένεις πίσω. Αν σταματήσεις, νιώθεις πως κάπως αποτυγχάνεις. Αυτή η πίεση είναι ψευδαίσθηση. Κανείς δεν μπορεί –ούτε χρειάζεται– να είναι παραγωγικός όλη την ώρα. Η δημιουργική βαρεμάρα είναι το ισοδύναμο του ύπνου για τη σκέψη: χωρίς αυτήν, μένεις εξαντλημένος, μπερδεμένος, νευρικός, χωρίς χώρο για νέες ιδέες.
Το να μην κάνεις τίποτα δεν είναι τεμπελιά, είναι φροντίδα. Είναι φρεσκάρισμα συστήματος. Είναι μια μικρή πράξη αντίστασης σε έναν κόσμο που βιάζεται υπερβολικά.
Το να επιτρέπεις στον εαυτό σου να βαρεθεί είναι σχεδόν ανατρεπτικό. Είναι μια απόφαση που λέει: «Δεν χρειάζεται να είμαι διαθέσιμος σε όλα, δεν χρειάζεται να γεμίζω κάθε δευτερόλεπτο».
Κι εκεί, σε αυτή την απόφαση, ανοίγει ένας καινούριος δρόμος. Ένας πιο ήσυχος, πιο ουσιαστικός, πιο δικός σου δρόμος. Σε αυτόν τον χώρο μπορείς να δεις καθαρά, να ηρεμήσεις, να σκεφτείς, να φανταστείς. Να αφήσεις κάτι να γεννηθεί.
Γιατί η βαρεμάρα δεν είναι κενό. Είναι το διάλειμμα που χρειάζεται το μυαλό για να γίνει δημιουργικό.