Σωτήρη Ρουμελιώτη, πώς είναι ένα «Ατυχές πήδημα ή παλαβό πορνό» στο θέατρο;

Ο σκηνοθέτης της παράστασης που βασίστηκε στη βραβευμένη ταινία του Radu Jude μιλά για τις κοινές βαλκανικές μας καταβολές, τη λεπτή ισορροπία ανάμεσα στο χιούμορ και το δράμα, και τη θεατρική πρόκληση της κοινωνικής σάτιρας.

Σωτήρη Ρουμελιώτη, πώς είναι ένα «Ατυχές πήδημα ή παλαβό πορνό» στο θέατρο;

Η ταινία «Ατυχές πήδημα ή παλαβό πορνό» του ρουμάνου Radu Jude που τάραξε τα νερά του ευρωπαϊκού κινηματογράφου και βραβεύτηκε το 2021 με την Χρυσή Άρκτο στο Φεστιβάλ του Βερολίνου, μεταφέρεται για πρώτη φορά στο ελληνικό θέατρο –που, αν μας ρωτάς, πιστεύουμε θα της ταιριάζει γάντι.

Η υπόθεση, για την απίθανη περίπτωση που δεν είδες ποτέ την ταινία, έχει ως εξής: Όταν ένα βίντεο με ιδιωτικές ερωτικές στιγμές μιας δασκάλας δημοτικού διαρρέει στο διαδίκτυο, οι γονείς των μαθητών αποφασίζουν να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους. Σχολική συνέλευση ή λαϊκό δικαστήριο; Αγωνία για το μέλλον των παιδιών μας ή μια ακόμη αφορμή για δημόσιο κανιβαλισμό; Κοινωνικό δράμα ή σουρεαλιστική κωμωδία;

Λίγο πριν την έναρξη της παράστασης, που ανεβαίνει από 20 Οκτωβρίου Δευτερότριτα στο ΠΛΥΦΑ, μιλήσαμε με τον σκηνοθέτη Σωτήρη Ρουμελιώτη για την θεατρική προσέγγιση του ανατρεπτικού σεναρίου, τις προκλήσεις της σκηνικής του μεταφοράς και τη λεπτή γραμμή ανάμεσα στην κοινωνική και το εξίσου κοινωνικό δράμα.

Βλέποντας την ταινία, σκεφτόμουν πόσο εύκολα θα μπορούσε να διαδραματίζεται ακριβώς η ίδια ιστορία στην Ελλάδα, και πόσο κοινές είναι οι βαλκανικές μας κουλτούρες. Τι κρατήσατε, και τι αλλάξατε, στη θεατρική μεταφορά της;
Μα για αυτόν ακριβώς τον λόγο αποφασίσαμε να ασχοληθούμε με το συγκεκριμένο σενάριο και να το διασκευάσουμε για την ελληνική πραγματικότητα. Επειδή θεωρούμε ότι όσα παρουσιάζονται στην ταινία θα μπορούσαν να συμβούν και στην χώρα μας και ότι τα κοινωνικοπολιτικά θέματα που σατιρίζει αφορούν τον σύγχρονο ελληνικό βίο. Βέβαια, θα ήθελα να ξεκαθαρίσω ότι αν κάποιο άτομο έρθει να παρακολουθήσει την παράστασή μας, περιμένοντας να δει μια πιστή σκηνική απόδοση του σεναρίου, μάλλον δεν θα ικανοποιηθεί αυτή του η προσμονή. Θα ήταν αφελές και άγονο καλλιτεχνικά το να προσπαθούσαμε να αναπαράγουμε μια ήδη πετυχημένη ταινία. Έτσι, όπως προανέφερα, έχει γίνει μια νέα διασκευή από την Κατερίνα Παπαναστασάτου, η οποία, βέβαια, θεωρώ ότι διατηρεί ακέραιο το καυστικό χιούμορ και το ιδιαίτερο ύφος του Ρουμάνου συγγραφέα και σκηνοθέτη Radu Jude. Ωστόσο, υπάρχουν και σημαντικές διαφορές μιας και οι συντελεστές και οι ηθοποιοί προσθέσαμε νέες ιδέες, υλικό που προέκυψε από αυτοσχεδιασμούς, και γενικότερα προσθέσαμε τις προσωπικές μας οπτικές και εμπειρίες. Τέλος, η σημαντικότερη διαφορά πιστεύω πώς είναι το ότι, ενώ στην ταινία εμφανίζονται γύρω στους 30-40 γονείς, στη δική μας εκδοχή όλοι οι γονείς ενσαρκώνονται απολαυστικά από τρεις ηθοποιούς, γεγονός που προσδίδει ιδιαίτερη θεατρικότητα και είναι ένα μεγάλο στοίχημα υποκριτικά και παραστασιακά.

Το έργο θίγει ζητήματα που συχνά προκαλούν έντονο δημόσιο διάλογο –σεξουαλικότητα, κοινωνική υποκρισία, σεξισμό... Ποιο από αυτά θεωρείτε πιο «επικίνδυνο» να αγγίξει ένας σκηνοθέτης στην Ελλάδα του σήμερα;
Νομίζω ότι ο «κίνδυνος» δεν αφορά τα ζητήματα καθαυτά, αλλά τον τρόπο που παρουσιάζονται και συζητιούνται επί σκηνής. Είναι πολύ εύκολο να γλιστρήσει κανείς προς την επιφανειακή προσέγγιση τέτοιων σοβαρότατων και πολύπλοκων ζητημάτων ή προς το αναμάσημα χιλιοειπωμένων κλισέ απόψεων σχετικά με αυτά. Ή ακόμα χειρότερα να καταφύγει στον διδακτισμό. Προσωπικά δεν φοβάμαι να αγγίζω τέτοια θέματα, γιατί - όταν το κάνω - πιστεύω ότι έχω κάτι ουσιαστικό να προτείνω στην διαπραγμάτευσή τους. Και ευτυχώς το συγκεκριμένο έργο, ήδη από το γραφής του Jude, έχει έναν πολύ ιδιαίτερο και έξυπνο τρόπο να θέτει επί τάπητος πολλά κοινωνικά ζητήματα και, έπειτα, να τραβάει το χαλάκι κάτω από τα πόδια μας ώστε να τα δούμε με μια πιο λοξή και απρόσμενη ματιά. Ελπίζω ότι στο τέλος της παράστασης οι θεατές θα έχουν προβληματιστεί και θα έχουν πολλά να συζητήσουν μεταξύ τους, κάτι που το θεωρώ μια εξαιρετικά γόνιμη λειτουργία των τεχνών. Έχει ειπωθεί πολλές φορές ότι το σημαντικό είναι οι τέχνες να γεννούν ερωτήματα και όχι να πασχίζουν να δώσουν έτοιμες απαντήσεις. Προσωπικά, ενστερνίζομαι απόλυτα αυτή την άποψη και προσπαθώ να δημιουργώ παραστάσεις που -εκτός από τη θεατρική απόλαυση, η οποία είναι πάντα ζητούμενο- να δημιουργούν και μια τάση για αναστοχασμό της ζωής και της κοινωνικής συνύπαρξης.

Η ταινία του Radu Jude συνδυάζει ρεαλισμό με σατιρική υπερβολή και σουρεαλισμό. Πώς μεταφράζεται αυτό στη σκηνική γραφή; Υπήρξαν στιγμές που αναγκαστήκατε να επιλέξετε ανάμεσα στο χιούμορ και το δράμα;
Εξαρχής γνώριζα ότι θα ήταν αρκετά δύσκολο να επιτευχθεί σκηνικά η απόδοση των τόσο διαφορετικών υφολογικών διακυμάνσεων της ταινίας. Διότι χωρίς το κινηματογραφικό μοντάζ και την κατεύθυνση του βλέμματος του θεατή μέσω του φακού της κάμερας, είναι πολύ πιο απαιτητικό να επιτύχεις μια ισορροπία μεταξύ ρεαλισμού και σουρεαλισμού. Και χωρίς ένα από τα δύο, το έργο χάνει τη δυναμική και την ουσία του. Αυτό που προσπαθήσαμε, λοιπόν, ήταν να δημιουργήσουμε κάποιες νέες ρεαλιστικές και σουρεαλιστικές δυναμικές που να μπορούν να αποδοθούν θεατρικά, να διατηρούν το πνεύμα του σεναρίου, και ταυτόχρονα να προσδίδουν μια πρωτοτυπία στη δική μας εκδοχή, ώστε να μην κάνουμε μια απλή αντιγραφή της ταινίας. Και στη συνέχεια πειραματιστήκαμε προκειμένου να βρούμε την προαναφερθείσα ισορροπία μεταξύ τους. Το ίδιο ισχύει και για τις κωμικές και τραγικές υφές του έργου. Διότι αν το αντιμετωπίζαμε μόνο σαν κωμωδία πιθανότατα θα ατροφούσαν κάποιες εξαιρετικά αποκαλυπτικές ρωγμές ωμότητας που περιέχει, ενώ αν το προσεγγίζαμε αποκλειστικά ως κοινωνικό δράμα θα στερούσαμε την απολαυστικά λοξή οπτική που αναδεικνύει μια διαφορετική πλευρά της πραγματικότητας. Επομένως, το μόνο μας προβλημάτισε ήταν η σωστή δοσολογία μεταξύ χιούμορ και τραγικότητας, ώστε να κρατηθεί ακεραία η πολυσχιδής φύση του έργου.

Το έργο χαρακτηρίζεται «κοινωνική κωμωδία». Εσείς, ως σκηνοθέτης, το βλέπετε περισσότερο σαν κωμωδία ή σαν δράμα που φορά τη μάσκα του γέλιου;
Η αλήθεια είναι ότι δεν με πολυενδιαφέρει ο σαφής καθορισμός των ειδών, γιατί πολλές φορές μπορεί να περιορίσει τη φαντασία ή να θολώσει το ανοιχτό βλέμμα που πρέπει να έχει κάποιος απέναντι σε ένα έργο. Προσωπικά επιθυμώ να με γοητεύει το εκάστοτε κείμενο και να με προκαλεί ώστε να το μεταποιήσω σε σκηνική δράση. Βρίσκω πολύ ενδιαφέρον το ότι την ίδια στιγμή και με το ίδιο συμβάν άλλος γελάει, άλλος κλαίει, άλλος βαριέται… Βέβαια, θα ήθελα ιδανικά να αποφύγω την βαρεμάρα στο θέατρο, άλλα όλες οι υπόλοιπες αντιδράσεις είναι ευπρόσδεκτες! Και στο «Ατυχές πήδημα ή παλαβό πορνό» εμπεριέχεται μια ευρεία γκάμα συναισθηματικών αποχρώσεων και ψυχικών διαθέσεων, γεγονός που το κάνει απρόσμενο και ανατρεπτικό. Συχνά το τραγικό και το γελοίο περπατάνε χέρι-χέρι και πολλές φορές, όταν δεν τα ξεχωρίζεις ευδιάκριτα, σου αποκαλύπτονται αναπάντεχες όψεις της ανθρώπινης ύπαρξης και της καθημερινότητας.

Πώς επιλέξατε να το προσεγγίσετε σκηνοθετικά, και πώς δουλέψατε με την ομάδα των τεσσάρων ηθοποιών;
Μια βασική επιθυμία μου ήταν να αναδείξω με θεατρικό τρόπο όλες τις ποικίλες υφολογικές ποιότητες του σεναρίου, τόσο τα ρεαλιστικά όσο και τα σουρεάλ στοιχεία του. Η κινηματογραφική κάμερα «κλέβει», προσθέτει ή αναδεικνύει εικόνες, στιγμές, συναισθηματικές αποχρώσεις με πολύ διαφορετικό τρόπο απ’ ότι η ζωντανή σκηνική δράση. Επιπλέον, ήθελα να φωτίσω και πτυχές του έργου που με ενέπνευσαν προσωπικά, χωρίς να ακολουθώ κατά γράμμα το αρχικό σενάριο ή το διασκευασμένο κείμενο. Βασίστηκα κυρίως στο ένστικτό μου και σε όσα μου ενέπνεε η συνθήκη που θέτει το σενάριο. Μια συνέλευση γονέων είναι από μόνη της ένα τρομερά ζουμερό δραματουργικό «σύστημα» με άπειρες και πολύ ενδιαφέρουσες ενδεχόμενες προεκτάσεις.

Μέσα σε αυτή τη συνθήκη ξεκινήσαμε να αυτοσχεδιάζουμε με τους ηθοποιούς, έχοντας σαν πυξίδα το σενάριο του Jude και την διασκευή, αλλά και αφήνοντας τη φαντασία μας να μάς αποκαλύψει νέες κατευθύνσεις. Ευτυχώς, έχω την τύχη να συνεργάζομαι με τέσσερα φανταστικά πλάσματα με εξαιρετικές υποκριτικές δυνατότητες και δεν το λέω καθόλου τυπικά αυτό. Δεν είχα ξαναδουλέψει με κανένα από τα παιδιά, ούτε και αυτά μεταξύ τους. Συναντηθήκαμε σαν ομάδα για πρώτη φορά και, ευτυχώς, καταφέραμε πολύ γρήγορα να βρούμε έναν κοινό κώδικα. Από εκεί και πέρα αφεθήκαμε στη ροή της συνθήκης, δοκιμάσαμε διάφορες ιδέες και, με πολλή δουλειά, καταφέραμε να παίζει ο κάθε ηθοποιός από πέντε-έξι διαφορετικά πρόσωπα, με τις αλλαγές ρόλων να είναι τρομερά γρήγορες. Νομίζω ότι οι πρόβες μας ήταν μια πολύ ανοιχτή διαδικασία, όπου το κάθε άτομο έβαλε πολλά προσωπικά λιθαράκια και αυτό οδήγησε σε ένα πλουσιότερο συλλογικό αποτέλεσμα.

Στην ταινία υπάρχει ένα εμβόλιμο «δεύτερο μέρος» με ιστορικά-κοινωνικά στοιχεία για την Ρουμανία, στην οποία εκτυλίσσεται, που εν μέρει φωτίζουν και εξηγούν το μακελειό που θα ακολουθήσει στο τρίτο μέρος, την συνέλευση στο σχολείο. Υπάρχει χώρος για κάτι αντίστοιχο, μια τέτοια «εξήγηση», στην παράστασή σας;
Πράγματι πρόκειται για ένα πολύ ισχυρό δραματουργικό στοιχείο. Και στην ταινία χρησιμοποιείται με έναν πολύ λειτουργικό τρόπο. Ξαφνικά η ροή διακόπτεται και ακολουθεί ένας καταιγισμός από φαινομενικά ασύνδετες μεταξύ τους πληροφορίες και γεγονότα. Ωστόσο, η ταινία έχει τη δική της αφήγηση και τον δικό της ρυθμό. Η παράστασή μας δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει αυτό το υλικό με τον ίδιο τρόπο, καθώς θεατρικά εμείς φτιάχνουμε μια διαφορετική αφήγηση και ακολουθούμε μια ροή που θεωρούμε ότι είναι πιο δυναμική για ένα ζωντανό θέαμα. Βεβαίως αξιοποιούμε αυτό το υλικό, αλλά το έχουμε διαμορφώσει και προσαρμόσει σε όλη τη διάρκεια της παράστασης με έναν «νόστιμο» θα έλεγα τρόπο. Έτσι, και διαφοροποιούμαστε από την ταινία, αποφεύγοντας τη στείρα επανάληψη, και φέρνουμε αυτό το υλικό επί σκηνής με έναν τρόπο που νοστιμίζει τη δική μας συνταγή. Επιπλέον, δεν θα έλεγα ότι χρησιμοποιούμε αυτό το υλικό σαν «εξήγηση», αλλά περισσότερο σαν ένα επιπλέον ερέθισμα της σκέψης και των αισθήσεων, σαν ένα παράλληλο υλικό το οποίο, ενώ είναι οργανικό κομμάτι της παραστασιακής ροής, ο κάθε θεατής μπορεί να το ερμηνεύσει με τον προσωπικό του τρόπο και να το αξιοποιήσει στη σύνθεση της προσωπικής του αφήγησης.

Ταυτότητα της παράστασης
Διασκευή: Κατερίνα Παπαναστασάτου
Σκηνοθεσία/ Σχεδιασμός φωτισμών: Σωτήρης Ρουμελιώτης
Σκηνικά: Αιμιλία Κακουριώτη
Κοστούμια: Θεανώ Τσαλόγλου
Μουσική: Γιώργος Χρυσικός
Παίζουν: Άγγελος Ανδριόπουλος, Ελένη Βαΐτσου, Ελένη Δαφνή, Σπύρος Σουρβίνος

Φωτογραφίες/ trailer: Αναστασία Γιαννάκη
Γραφιστική επιμέλεια: Βάγια Κεκέ
Επικοινωνία-Προβολή στα Μ.Μ.Ε: Ανζελίκα Καψαμπέλη
Παραγωγή: Θεατρική Ομάδα Γέφυρα

 

ΠΛΥΦΑ Κτήριο 7Γ
Κορυτσάς 39, Βοτανικός

Παραστάσεις:
Πρεμιέρα Δευτέρα 20 Οκτωβρίου
Δευτέρα & Τρίτη, 21.00

Διάρκεια: 70’

Τιμές εισιτηρίων
Early bird: 10 ευρώ
15 ευρώ
12 ευρώ (μειωμένο)

Προπώληση: More.com 

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v