Ομοιοπαθητική: Αλήθεια ή Ψέμα;

Πως δουλεύει η ομοιοπαθητική, τι λένε οι έρευνες και τι θα πρέπει να προσέξετε πριν την εμπιστευτείτε.
Ομοιοπαθητική: Αλήθεια ή Ψέμα;

Εμφανίστηκε στα τέλη του 1700 στη Γερμανία, και έκτοτε επεκτάθηκε σε κάθε γωνιά του κόσμου. Η ομοιοπαθητική βασίζεται στην πεποίθηση ότι το σώμα μπορεί να αυτοθεραπευτεί και έχει συγκεντρώσει αρκετούς φανατικούς υποστηρικτές, αλλά και πολέμιους.

Το βασικό της μοτίβο είναι πως αντιμετωπίζει τον άρρωστο ως ένα οργανισμό που έχει διαταραχθεί στο σύνολό του, και όχι μόνο σε ένα ή δύο συγκεκριμένα όργανα, ενώ συνεργάζεται με όλες τις ιατρικές ειδικότητες και χρησιμοποιεί φυσικές θεραπευτικές ουσίες που βοηθούν τις αμυντικές διεργασίες του οργανισμού.

Οι ομοιοπαθητικοί αραιώνουν αυτές τις ουσίες σε νερό ή αλκοόλ και ανακατεύουν το μείγμα σε μια διαδικασία γνωστή ως «δυναμοποίηση», η οποία μεταφέρει τη θεραπευτική ουσία σε όλο το μείγμα. Όσο πιο μικρή είναι η δραστική ουσία, τότε πιο ισχυρό θεωρείται πως είναι το φάρμακο. Πράγματι, αρκετές από αυτές τις θεραπείες περιέχουν ελάχιστα μόρια από την δραστική ουσία, ενώ κυκλοφορούν σε διάφορες μορφές όπως χαπάκια ζάχαρης, σταγόνες, κρέμες, ζελέ και δισκία.

Μέχρι σήμερα, περίπου 200 κλινικές μελέτες ομοιοπαθητικών φαρμάκων είναι διαθέσιμες. Με ένα τέτοιο νούμερο, δεν είναι περίεργο τα αποτελέσματα να μην είναι εντελώς ομοιόμορφα. Ο καθένας μπορεί να επιλέξει και να εξάρει τα ευρήματα που τυχαίνει να του αρέσουν ή να συμβαδίζουν με την άποψή του, όπως κάνουν οι υπέρμαχοι της ομοιοπαθητικής.

Ωστόσο, αν θέλουμε να είμαστε ρεαλιστές και να γνωρίζουμε τι είναι αλήθεια και τι όχι, θα πρέπει να εξετάσουμε το σύνολο αυτών των στοιχείων και να τα σταθμίσουμε σύμφωνα με την επιστημονική τους αυστηρότητα. Αυτή η προσέγγιση ονομάζεται συστηματική ανασκόπηση.

Η επιστήμη λοιπόν, μετά την αξιολόγηση περισσότερων από 1.800 μελετών για την ομοιοπαθητική, μπόρεσε να βρει μόνο 225 που ήταν αρκετά αξιόπιστες για ανάλυση. Και σε μια συστηματική ανασκόπηση αυτών των μελετών, διαπίστωσε πως δεν υπάρχει «κανένα καλό ποιοτικό στοιχείο που να υποστηρίζει τον ισχυρισμό ότι η ομοιοπαθητική είναι αποτελεσματική στη θεραπεία προβλημάτων υγείας».

Αντίστοιχες, μικρότερου βεληνεκούς, ανασκοπήσεις το 2002, το 2010 και το 2014 είχαν καταλήξει στο ίδιο συμπέρασμα.  

Στην ίδια γραμμή είναι και η προσέγγιση των κατά τόπους πανεπιστημιακών/υγειονομικών αρχών. Η Ρωσική Ακαδημία των Επιστημών απεφάνθη ότι η εναλλακτική θεραπευτική πρακτική της ομοιοπαθητικής στερείται επιστημονικής βάσης, ενώ με απόφαση της Ομοσπονδιακής Επιτροπής Εμπορίου των ΗΠΑ, οι εταιρίες κατασκευής ομοιοπαθητικών φαρμάκων, υποχρεώνονται να αναγράφουν σε αυτά, ότι «δεν υπάρχει καμία επιστημονική απόδειξη ότι το προϊόν λειτουργεί».

Το National Health Service στη Μ. Βρετανία, ενημερώνει τους πολίτες πως η ομοιοπαθητική είναι επιστημονικά ατεκμηρίωτη, ενώ στην Αυστραλία, οι αρχές αναφέρουν πως δεν είναι ικανή να αντιμετωπίσει την οποιαδήποτε ασθένεια.

Πολλοί ομοιοπαθητικοί δέχονται τα παραπάνω, όμως ισχυρίζονται ότι η κλινική τους εμπειρία είναι πιο σημαντική από τα στοιχεία των κλινικών δοκιμών. Και υπάρχουν άφθονα θετικά περιστατικά στην ομοιοπαθητική. Οι ασθενείς που συμβουλεύονται ομοιοπαθητικούς γίνονται καλύτερα και κάποιες μελέτες παρατήρησης το αποδεικνύουν. Οι ομοιοπαθητικοί επιμένουν ότι αυτό ισοδυναμεί με στοιχεία που είναι πιο συναφή από αυτά των κλινικών δοκιμών.

Σίγουρα η εμπειρία είναι σημαντική, όμως δεν καθορίζει την αιτιότητα. Εάν τα δεδομένα παρατήρησης δείχνουν βελτιώσεις στην υγεία κάποιου, ενώ οι κλινικές δοκιμές ισχυρίζονται ότι τα ομοιοπαθητικά φάρμακα είναι ψευδοφάρμακα, το συμπέρασμα που ταιριάζει σε όλα αυτά τα δεδομένα είναι ξεκάθαρο: οι ασθενείς γίνονται καλύτερα, όχι λόγω του ομοιοπαθητικού φαρμάκου αλλά λόγω του πιθανότατα εικονικού φαρμάκου και της μακροχρόνιας συνεργασίας με έναν γιατρό.

Αυτό το συμπέρασμα δεν είναι μόνο λογικό, υποστηρίζεται και από σχετικά δεδομένα, όπως για παράδειγμα το γεγονός ότι ομοιοπαθητικοί από το Σαουθάμπτον αναφέρουν ότι οι συμβουλές και όχι το φάρμακο είναι το στοιχείο που βελτιώνει τα κλινικά αποτελέσματα των ασθενών μετά την επίσκεψη σε ομοιοπαθητικό. 

Οποιαδήποτε θεραπεία δεν βλάπτει τον ασθενή δεν μπορεί να είναι κακή, θα πουν κάποιοι. Δεδομένου ότι δεν περιέχουν ενεργό συστατικό, τα ομοιοπαθητικά φάρμακα στερούνται παρενεργειών και από αυτήν την οπτική γωνία, η ομοιοπαθητική μπορεί να είναι μια χαρά.

Όμως, σύμφωνα με τον Edzard Ernst, ακαδημαϊκό ιατρό και ερευνητή που ειδικεύεται στη μελέτη της συμπληρωματικής και εναλλακτικής ιατρικής, θα πρέπει να λάβετε υπόψη τα εξής:

* Τα αποτελέσματα του εικονικού φαρμάκου είναι εντελώς αναξιόπιστα. Ο ασθενής που ωφελείται σήμερα μπορεί να μην αντιδράσει το ίδιο αργότερα. Τα αποτελέσματα του εικονικού φαρμάκου τείνουν επίσης να είναι μικρά και βραχύβια.

* Η χορήγηση ενός εικονικού φαρμάκου σε έναν ασθενή με σοβαρό πρόβλημα υγείας που θα ήταν θεραπεύσιμο με την παραδοσιακή ιατρική, θέτει σε σοβαρό κίνδυνο την υγεία του.

* Προκειμένου να δημιουργηθεί απόκριση εικονικού φαρμάκου σε έναν ασθενή, δεν χρειάζεται να χορηγήσουμε εικονικό φάρμακο. Όλες οι θεραπείες μπορούν να είναι "εικονικές", εφόσον οι κλινικοί ιατροί τις χορηγούν με συμπόνια και ενδιαφέρον για τον ασθενή. Γιατί λοιπόν να υπολογίζουμε μόνο ένα μέρος της συνολικής θεραπευτικής απόκρισης; Δεν είναι κάπως άδικο για τον ίδιο ασθενή;

Σε κάθε περίπτωση, οι γενικές κατευθυντήριες γραμμές των επιστημόνων αναφέρουν πως αντενδείκνυται η χρήση ομοιοπαθητικών φαρμάκων για απειλητικές για την ζωή ασθένειες όπως είναι το άσθμα, ο καρκίνος, και οι καρδιακές παθήσεις ή άλλες καταστάσεις έκτακτης ανάγκης.

Αν λοιπόν σκέφτεστε να ακολουθήσετε κάποια ομοιοπαθητική θεραπεία, συμβουλευτείτε πρώτα τον – παραδοσιακό – γιατρό σας, έτσι ώστε να εξασφαλίσετε ότι είναι ασφαλής και δεν θα αλληλεπιδράσει αρνητικά με άλλα φάρμακα.

Με πληροφορίες από Guardian, smithsonianmag.com

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v