Ανοσία στον κορωνοϊό: Όσα ξέρουμε μέχρι στιγμής

Πώς αποκτάμε ανοσία και τι λένε τα μέχρι στιγμής επιστημονικά δεδομένα για την ανοσία στον κορωνοϊό;
Ανοσία στον κορωνοϊό: Όσα ξέρουμε μέχρι στιγμής

Με τον όρο «ανοσία» αναφερόμαστε στην ικανότητα ενός οργανισμού να αμύνεται ενάντια σε κάποιον εξωτερικό βλαπτικό παράγοντα και να μην υφίσταται τις συνέπειές του. Την ικανότητα αυτή την αποκτά ο οργανισμός με τη βοήθεια του γνωστού σε όλους ανοσοποιητικού συστήματος.

Η ανοσία διακρίνεται σε δύο είδη: την εγγενή ή σύμφυτη και την επίκτητη. Η δεύτερη είναι αυτή που μας αφορά περισσότερο σε περιπτώσεις λοιμώξεων όπως ο κορωνοϊός. Με την επίκτητη ανοσία λοιπόν, ο οργανισμός, κάθε φορά που έρχεται σε επαφή με κάποιο βλαπτικό παράγοντα, τον «εντυπώνει» στην ανοσοποιητική μνήμη του και αναπτύσσει μηχανισμούς αυτοπροστασίας σε ενδεχόμενη επόμενη επαφή.

Σε αυτή τη διαδικασία στηρίζονται και οι εμβολιασμοί. Με τον εμβολιασμό εισάγουμε τον βλαπτικό παράγοντα ειδικά επεξεργασμένο, σε ελεγχόμενες ποσότητες στον οργανισμό ώστε αυτός να «μάθει» να τον αναγνωρίζει στο μέλλον και να αμύνεται ενάντια σε αυτόν. Πηγή

Τι συμβαίνει με την ανοσία στον κορωνοϊο;

Μέχρι σήμερα, έχουν υπάρξει περισσότεροι από 200.000 θάνατοι από τον κορωνοϊο παγκοσμίως. Ωστόσο, οι περισσότεροι άνθρωποι που έχουν μολυνθεί με τον ιό έχουν ήπια συμπτώματα και αναρρώνουν, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας.

Το ότι ανάρρωσε κάποιος από τον ιό όμως, δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να ξανακολλήσει, επιβεβαίωσε ο ΠΟΥ σε ανακοίνωση που κυκλοφόρησε στις 24 Απριλίου. «Επί του παρόντος, δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι άτομα που έχουν αναρρώσει από τον ιό και έχουν αντισώματα προστατεύονται από μια δεύτερη μόλυνση», ανέφερε ο Οργανισμός.

Σύμφωνα με τον Li Qin Gyuan, διευθυντή πρόληψης και θεραπείας πνευμονίας στο Νοσοκομείο Φιλίας στο Πεκίνο, όσοι έχουν μολυνθεί με τον ιό αναπτύσσουν ένα προστατευτικό αντίσωμα - αλλά δεν είναι σαφές πόσο διαρκεί η προστασία. «Σε ορισμένα άτομα, το αντίσωμα δεν διαρκεί για πολύ», αναφέρει στην USAToday. «Για πολλούς ασθενείς που έχουν θεραπευτεί, υπάρχει πιθανότητα υποτροπής», προσθέτει ο ίδιος.



Στα παιδιά, πιστεύεται ότι ο ιός προκαλεί την ανάπτυξη «τουλάχιστον βραχυπρόθεσμης ανοσίας». «Κανείς δεν ξέρει σίγουρα, αλλά τα περισσότερα παιδιά πιθανότατα αναπτύσσουν τουλάχιστον βραχυπρόθεσμη ανοσία στον συγκεκριμένο ιό», αναφέρει στη Huffington Post ο Δρ Peter Jung, βοηθός καθηγητής παιδιατρικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Τέξας στο Χιούστον. «Αλλά όπως και η γρίπη μπορεί να μεταλλαχθεί, το ίδιο θα μπορούσε και ο κορωνοϊός, γεγονός το οποίο θα έκανε ένα άτομο ευπαθές στην επανεμφάνιση της λοίμωξης».

Ωστόσο, σύμφωνα με τον Δρ Stephen Gluckman, γιατρό μολυσματικών ασθενειών στην Penn Medicine και τον ιατρικό διευθυντή της Penn Global Medicine, φαίνεται αρκετά πιθανό η ασθένεια να οδηγεί κάποια στιγμή σε ανοσία στα περισσότερα άτομα – όπως έχει παρατηρηθεί και με άλλους κορωνοϊούς.

«Οι κορωνοϊοί δεν είναι καινούργιοι, υπάρχουν καιρό και μολύνουν ανθρώπους και ζώα», εξηγεί. «Γνωρίζουμε λοιπόν πώς συμπεριφέρεται ένα σημαντικό ποσοστό των κορωνοϊών. Ως επί το πλείστον, ισχύει πώς αν κάποιος μολυνθεί από έναν συγκεκριμένο κορωνοϊό, αποκτά ανοσία. Δεν έχουμε αρκετά δεδομένα για τον συγκεκριμένο κορωνοϊό, αλλά είναι πιθανό».

Πρόσφατο άρθρο στο περιοδικό JAMA, στις 11-5-2020 συγκεκριμένα, συνοψίζει όσα ξέρουμε μέχρι σήμερα για την ανοσία ενός ανθρώπου μετά από λοίμωξη από τον κορωνοϊό και οι καθηγητές της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Βασιλική Παππά, Ευάγγελος Τέρπος και Θάνος Δημόπουλος συνοψίζουν τα κυριότερα σημεία του άρθρου στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.

Όπως αναφέρουν, η λοίμωξη ακολουθείται από την ανάπτυξη IgG και IgΜ αντισωμάτων σε διάστημα ημερών ή εβδομάδων από την έναρξη των συμπτωμάτων. Οι μελέτες, μέχρι σήμερα, έχουν δείξει ότι οι ασθενείς με σοβαρή μορφή της νόσου είχαν υψηλότερους τίτλους αντισωμάτων.

Παρ' όλα αυτά, η παρουσία αντισωμάτων και οι υψηλοί τίτλοι δεν σχετίζονται πάντα με την κλινική βελτίωση της νόσου. Ένα σημαντικό ερώτημα που προκύπτει λοιπόν, είναι εάν υπάρχουν ασθενείς που αποτυγχάνουν να αναπτύξουν αντισώματα κατά του ιού.



Τα πρώτα δεδομένα δείχνουν ότι σχεδόν όλοι οι ασθενείς που νόσησαν ανέπτυξαν αντισώματα έναντι του ιού. Στη μεγαλύτερη μελέτη που δημοσιεύθηκε μέχρι σήμερα, σε 285 ασθενείς που νοσηλεύθηκαν σε κινεζικό νοσοκομείο (Chongqing Medical University), όλοι ανέπτυξαν αντισώματα μέσα στις 2 με 3 εβδομάδες από την έναρξη των συμπτωμάτων. Οι ερευνητές, στη συνέχεια, μελέτησαν άλλους 69 ασθενείς που έκαναν εισαγωγή στο νοσοκομείο με τη λοίμωξη και μετρούσαν αντισώματα σε αυτούς κάθε 3 ημέρες.

Βρήκαν ότι οι 67 (97%) ανέπτυξαν αντισώματα μέσα σε 20 ημέρες από την έναρξη των συμπτωμάτων. Ωστόσο, ερωτηματικά παραμένουν εάν οι ασθενείς που δεν νοσηλεύονται, αλλά έχουν συμπτώματα από COVID-19, αναπτύσσουν αντισώματα σε τόσο μεγάλα ποσοστά, όπως και το πώς αντιδρά το ανοσοποιητικό των ανθρώπων που βρέθηκαν θετικοί στο τεστ για κορωνοϊό, αλλά δεν είχαν κανένα σύμπτωμα.

Όπως συμπεραίνουν οι καθηγητές, «τα υπάρχοντα περιορισμένα δεδομένα ως προς την αντισωματική απάντηση κατά του SARS-CoV-2 υποδηλώνουν ότι η ανάρρωση από τη λοίμωξη καταλείπει ανοσία που προστατεύει από το ενδεχόμενο υποτροπής της νόσου, τουλάχιστον προσωρινά. Παρά ταύτα, η ανοσολογική απάντηση εναντίον της λοίμωξης δεν έχει πλήρως διευκρινιστεί και τα δεδομένα για την ανοσία μετά τη λοίμωξη είναι ελλιπή».

Πότε θα αναπτύξουμε συλλογική ανοσία;

Δύο επιστημονικά άρθρα που προσεγγίζουν το θέμα της ανοσίας του πληθυσμού στον κορωνοϊό, δημοσιεύτηκαν τις τελευταίες μέρες και παρουσιάζουν ενδιαφέροντα, νέα στοιχεία. Σε αυτά, αναφέρεται πως το ποσοστό του πληθυσμού που θα πρέπει να αποκτήσει ανοσία, ώστε να μην μπορεί η επιδημία COVID-19 πλέον να συντηρηθεί, είναι πιθανώς μικρότερο από αυτό που εκτιμούσαμε αρχικά.

Συνοψίζοντας το περιεχόμενό τους, η αναπληρώτρια καθηγήτρια της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Βάνα Σύψα αναφέρει πως ο βασικός αριθμός αναπαραγωγής R0 εκφράζει τον αριθμό των ατόμων που μπορεί να μολύνει ένα κρούσμα στην αρχή της επιδημίας όταν δεν υπάρχει ανοσία στον πληθυσμό.

«Μέσω του R0 εκτιμούμε το ποσοστό του πληθυσμού που θα πρέπει να αποκτήσει ανοσία - είτε με φυσικό τρόπο είτε με εμβολιασμό - ώστε η μετάδοση να καταστεί δυσχερής και τελικά η επιδημία να μην μπορεί να συντηρηθεί (ανοσία αγέλης ή συλλογική ανοσία). Στον κορωνοϊό SARS-CoV-2 όπου το R0 κυμαίνεται μεταξύ 2 και 3, το ποσοστό αυτό εκτιμάται στο 50% και 66% του πληθυσμού, αντίστοιχα», επισημαίνει.

Με βάση αυτά τα άρθρα, μια πιο ακριβής διατύπωση για τη συλλογική ανοσία στην επιδημία είναι ότι αυτή θα επιτευχθεί αν αποκτήσει ανοσία μέχρι το 50% με 66% του πληθυσμού, με το ποσοστό αυτό να είναι ενδεχομένως μικρότερο λόγω ετερογένειας.

Τι μέρος του πληθυσμού θα πρέπει να αποκτήσει ανοσία για να περιοριστεί η επιδημία; Αυτό εξαρτάται από τις παραδοχές που θα γίνουν για το R0 και, κυρίως, για το βαθμό της ετερογένειας.


BBC

H μελέτη των Britton et al εκτιμά ότι για R0 ίσο με 2,5, η συλλογική ανοσία θα επιτευχθεί όταν αποκτήσει ανοσία μετά από μόλυνση το 43% του πληθυσμού. Οι Gomes et al στην μελέτη τους εκτιμούν ότι για μεγάλη ετερογένεια (λίγα άτομα ευθύνονται για το μεγαλύτερο μέρος της μετάδοσης), η επιδημία θα μπορούσε να περιοριστεί ακόμα και με 10% με 20% ανοσία στον πληθυσμό.

Διαβάστε περισσότερα εδώ. 

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v