Ο δικός μας Μπάνκσυ και η εκδίκηση της μάνας μου

Εκείνα τα χρόνια άμα ξεκινούσες φροντιστήριο, οι θείες στη γειτονιά σε έπρηζαν να τους πεις κάτι στα εγγλέζικα. Φερειπείν... “βέντσιουρ κάπιταλς”!
Ο δικός μας Μπάνκσυ και η εκδίκηση της μάνας μου
Μικρός, πίσω στα αμαρτωλά έιτιζ, περνούσα αρκετές ώρες στο φροντιστήριο αγγλικών της μάνας μου. Εκεί, χάζευα τους μεγαλύτερούς μου επαρχιώτες που έκαναν τα πρώτα τους δειλά ευρωπαϊκά βήματα ενώ στις κινηματογραφικές αίθουσες μεσουρανούσε η σπαρταριστή κωμωδία “Ο Κώτσος στην ΕΟΚ”. Είχαμε ήδη μπει στην (sic) Ευρώπη, βλέπετε, κι ετοιμαζόμασταν να δώσουμε τα κλειδιά της χώρας στον Αντρέα. Λίγα χρόνια αργότερα, όταν ξεκίνησα κι εγώ να μαθαίνω τα πρώτα μου αγγλικά, έκανε πλέον θραύση στα σινεμά ο “Λαλάκης ο Εισαγόμενος”. Κάπου εκεί λοιπόν, κάποιο μουντό απόγευμα στον βροχερό Θεσσαλικό κάμπο, μια κοπέλα προσπαθούσε, ενώπιον των συμμαθητών της, να προφέρει τη λέξη “handkerchief”. Έλα όμως που της έβγαινε “χέντκερφιτς”. “Hand” της έλεγε η δασκάλα της, “χεντ” επαναλάμβανε εκείνη. “Ker” της έλεγε, “κερ” έλεγε κι η μαθήτρια. “Chief” της έλεγε, “τσιφ” κι αυτή. Όταν όμως ερχόταν η στιγμή να τα βάλει όλα μαζί, η βελόνα κολλούσε και πάλι: “ΧΕΝΤΚΕΡΦΙΤΣ”.

Εκείνα τα χρόνια άμα ξεκινούσες φροντιστήριο, οι θείες στη γειτονιά σε έπρηζαν να τους πεις “κάτι στα εγγλέζικα” και οι αγγλικούδες συχνά έβαζαν τα παιδιά να γράφουν την προφορά στα ελληνικά δίπλα στη λέξη —ακόμη μια σπουδαία ελληνική πατέντα που έκανε τη μάνα μου φουρνέλο. Πες π.χ. ότι άνοιγες το “Zig Zag” στο μάθημα 3 κι έπεφτες πάνω στη φράση “venture capitals”. Άντε τώρα να το πεις αυτό, δέκα χρονώ παιδί, που ‘χεις μεγαλώσει και σ’ ένα μέρος όπου δεν προφέρουν σωστά ούτε τα ελληνικά και το “καταγής” είναι “καταΐ”. Κανένα πρόβλημα! Έγραφες δίπλα ένα “βέντσιουρ κάπιταλς”, όπως ακριβώς το έγραφε στον πίνακα η καθηγήτρια και καθάριζες με την προφορά: “Βεν”... “Τσιουρ”, κυρία. Μπράβο! Πάμε παρακάτω…
Θα μου πείτε, πώς τα θυμήθηκα τώρα όλ’ αυτά. Ε, να… είναι που άκουσα τον Αλέξη Τσίπρα να λέει:

“Άι μπιλίβ δατ γκρις γουίλ μπι δε φιλντς ιν χουίτς δε ρουτς... δι ένερτζι ρουτς οφ δε φιούτσερ γουίλ πας. Εντ πρόμπαμπλι, δε ρινιούαμπλ ένερτζι. Άι θινκ όλσοου δε φαρμακέτικαλς εντς άι... άι μπιλίβ δατ ουί χεβ του ινβέστ, ες ε κάντρι, ιν άουρ χιούμαν κάπιταλ.”

Στο ανθρώπινο κεφάλαιο. Χμ! Ο πρώτος αριστερός πρωθυπουργός αυτού του τόπου —σε κυβέρνηση του κάμπου, τουλάχιστον— και να χρησιμοποιεί τις λέξεις “άνθρωπος” και “κεφάλαιο” στην ίδια φράση! Πάλι καλά που ο προσδιορισμός προέρχεται απ’ τον “άνθρωπο” και όχι απ’ το “κεφάλαιο” και δε βγήκε κάτι σαν “κεφαλαιακός άνθρωπος” ή “άνθρωπος του κεφαλαίου”.

Δε βαριέσαι. Θυμάμαι σ’ εκείνο το ντοκιμαντέρ για τον Σύριζα Τσίπρα που βγήκε στις αίθουσες λίγο πριν τις Ευρωεκλογές του ‘14, μία σκηνή που τραβήχτηκε στο περιθώριο της εμφάνισης του Αλέξη στην εκπομπή του Σταύρου “συφέροντα” Θεοδωράκη. Ήταν σ’ ένα σημείο της συνέντευξης που ο αρχηγός του μη-αρχηγικού κόμματος μιλούσε στον μετέπειτα αρχηγό του άλλου μη-αρχηγικού κόμματος για την ανάγκη της αναδιάρθρωσης του δημόσιου τομέα επειδή δεν είναι αποτελεσματικός ή κάτι τέτοιο, τέλος πάντων, λέγοντας μάλιστα ότι πας στα υπουργεία και συναντάς αργόμισθους. Κάπου εκεί, το γύρισμα διακόπηκε για διάλειμμα, αλλά η κάμερα των ντοκιμαντεράδων συνέχισε να γράφει την ώρα που ο Αλέξης χούφτωσε τα μάγουλα του με το ένα χέρι και είπε με παράπονο στον Σταύρο:

“Δεξιούρες με βάζεις και λέω ρε π@#$%η μου.”

Χαχα! Άκου δεξιούρες… Ελπίζω τουλάχιστον να μην απευθύνθηκε με τον ίδιο τρόπο στον Μπιλ Κλίντον όταν έπεσαν διαφημίσεις. Να μην είπε δηλαδή κάτι σαν “ράιτ σταφ γιου μέικ μι το σέι ρε π@#$%η μου.”

Και μιας κι αρχίσαμε τις (sic) δεξιούρες, ας παραδεχτώ εδώ ότι είμαι κι εγώ ένα απ’ τα ευνοημένα παιδιά της παραπαιδείας —διπλά ευνοημένος, αν σκεφτεί κανείς τα δίδακτρα που γλίτωσα— αφού είμαι γιος φροντιστών, οι οποίοι τόλμησαν κάποτε να φτύσουν κατάμουτρα τον διορισμό τους στα Άνω Κατσάβραχα και Νέα Δριμύγκλαβα αντίστοιχα επειδή η επιχείρησή τους πήγαινε καλά. Θα μου πείτε, γιατί πήγαινε καλά; Επειδή το σχολείο ήταν για τα μπάζα και γινόταν χειρότερο χρόνο με το χρόνο. Αλλά αυτό είναι μια αλλιώτικη ιστορία.

Η δική μου διαδραματίζεται κάποιο χειμωνιάτικο απόγευμα σ’ ένα παλιό πέτρινο σχολικό κτίριο μέσα στην καρδιά του Θεσσαλικού κάμπου. Λίγες μόνο ώρες μετά το τελευταίο κουδούνι, καθώς το απαλό σκοτάδι σκεπάζει τη γαλήνια γειτονιά, ένας μπόμπιρας σκαρφαλώνει στον φράχτη και μ’ ένα σάλτο προσγειώνεται στο πίσω μέρος του μικρού σχολείου. Τριγύρω, τίποτα. Μόνο νεκρά φυλλά, ούτε καν κάποια αφύλακτη πόρτα απ’ την οποία θα μπορούσε κάποιος να μπει χωρίς να τον δουν. Όμως ο πιτσιρικάς δεν έχει κάτι τέτοιο στο μυαλό του. Το σχέδιό του είναι μοναδικό όσο κι εξαιρετικά απλό, στη σύλληψη και στην εφαρμογή του. Είναι δε εγγυημένο ως προς τη διατήρηση της ανωνυμίας του στον κόσμο των μεγάλων, αλλά και την αναγνώριση του κατορθώματός του στον παιδικό μας μικρόκοσμο.

Χωρίς να χάσει χρόνο κι ενώ το σκοτάδι γίνεται σιγά σιγά σύμμαχός του, ο μικρός παράνομος κατεβάζει τα παντελόνια και αρχίζει ν’ αφοδεύει στο χώμα. Λίγα λεπτά αργότερα, είναι έτοιμος να βάλει μπρος το δεύτερο και τολμηρότερο μέρος του σχεδίου του. Μ’ ένα ξυλαράκι που βρίσκει παραδίπλα παίρνει μέρος των περιττωμάτων του και σαλτάρει πάνω στο πεζούλι για να φτάσει ως το τζάμι. Μόλις σιγουρεύεται ότι πατάει καλά απλώνει το χέρι και σχηματίζει με την αυτοσχέδια πένα του το γράμμα “Π”. Επαναλαμβάνει την ίδια κίνηση ακόμη δυο φορές, σχηματίζοντας τα γράμματα “Α” και “Ο” αντίστοιχα. Κοντοστέκεται για λίγο, τσεκάρει μην έχει κάνει κανένα λάθος. Όλα οκέι. Είναι ώρα να περάσει στο τρίτο μέρος του σχεδίου, το κερασάκι στην τούρτα. Σαλτάρει ξανά στο πεζούλι, βάζει το χέρι στην τσέπη και βγάζει μια χούφτα πράσινα κομφετί. Χωρίς να χάσει χρόνο τα πετάει επάνω στα γράμματα που φιλοτέχνησε και συνεχίζει μέχρι να του τελειώσουν. Το έργο του είναι έτοιμο. Πηδάει το φράχτη κι αφήνει πίσω του το μικρό σχολείο, εκεί που, για πρώτη φορά, μετείχε της ελληνικής παιδείας.

Το επόμενο πρωί, οι υπόλοιποι βρίσκουμε το σχολείο σε αναστάτωση. Οι δάσκαλοι μας κατευθύνουν προς τις τάξεις, αλλά πριν μπούμε περνάμε όλοι μπροστά απ’ το ανοσιούργημα που τους έχει κάνει έξαλλους. Διαβάζουμε το μήνυμα στο τζάμι: “ΟΑΠ”. Γρήγορα καταλαβαίνουμε ότι απ’ έξω γράφει “ΠΑΟ”. Ο πράσινος χαρτοπόλεμος μας ενθουσιάζει. Για το υπόλοιπο της ημέρας, παρ’ ότι καθαρίζεται με συνοπτικές διαδικασίες, όλοι ασχολούνται μ’ αυτό. Λίγες μέρες μετά, η ταυτότητα του καλλιτέχνη είναι πια κοινό μυστικό μεταξύ μας. Αρχικά, υποβαθμίζουμε την αξία του και το αποδίδουμε σε κάποια ανόητη αηδιαστική παρόρμηση. Υπάρχουν στγμές όμως, που θα θέλαμε να έχουμε κάνει κι εμείς κάτι παρόμοιο.

Δε χρειαζόταν, βέβαια. Αυτό είναι δουλειά του καλλιτέχνη, να βγαίνει εκεί έξω και να “βγάζει γλώσσα” στους θεσμούς για λογαριασμό μας. Τότε, δεν ξέραμε πόσο τυχεροί είμασταν. Λίγα χρόνια πριν ο κανονικός πάρει σβάρνα τους τοίχους του Μπρίστολ, εμείς είχαμε τον δικό μας Μπάνκσυ. Και τι Μπάνκσυ; Έναν “Μπάνκσυ με σ@#$ά”!

Γιατί το είπα τώρα αυτό; Ποιος ξέρει. Ίσως να ήταν η φάση με το “ανθρώπινο κεφάλαιο” που με μπρίζωσε. Ο δράστης μεγάλωσε, πέρασε από διάφορες δουλειές, έκανε οικογένεια, ανοιγόκλεισε επιχειρήσεις… Και τι έγινε; Για κάποιους από εμάς, τους λίγους που διατηρούν αυτή την ανάμνηση ζωντανή, εκείνη ήταν η μέρα που άγγιξε την κορυφή του. Μεγαλώσαμε Λοχία… και το ανθρώπινο κεφάλαιο, όπως και το άλλο, το “κακό”, όσο περνά ο καιρός τόσο χάνει την αξία του. Δεξιούρες, θα μου πείτε, και θα έχετε και δίκιο. Αλλά, οι “αριστερούρες” είναι για άλλους. Εμείς, περήφανες “σειρές” του Κώστα Σόμμερ και λιγότερο περήφανα κοντοσείρια του Αλέξη Τσίπρα, επαρχιώτες με Lower και Sorbonne, πατήσαμε πια τα σαράντα και όσα απ’ τα σ@#$ά μας κι αν απλώσουμε σε δημόσια τζάμια, ό,τι μπούρδα κι αν γράψουμε μ’ αυτά, κανείς δεν πρόκειται να εντυπωσιαστεί. Δείτε τον καημένο το Νίκο τον Καρβέλα που είναι και παλαίουρας.

Ας είναι. Μια τυπική διαδικασία είναι όλα. Κι όπως διαβάσαμε κάποτε σε κάποιο υπέροχο κοσμικό ρεπορτάζ: Δεν παντρεύτηκαν. Υπέγραψαν σύμφωνο συμβίωσης. Κατά τ’ άλλα όμως, παραμένουν μια παραδοσιακή ελληνική οικογένεια...


Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v