Φιλονικίες επί πτωμάτων
Άλλο ένα επεισόδιο στην Σαββοπουλιάδα- την αγαπημένη αντιπαράθεση που ούτε με τον Μίκη Θεοδωράκη δεν γνώρισε τόσες δόξες.
Άλλο ένα επεισόδιο στην Σαββοπουλιάδα- την αγαπημένη αντιπαράθεση που ούτε με τον Μίκη Θεοδωράκη δεν γνώρισε τόσες δόξες.
Να που φτάσαμε σε ένα ακόμη επεισόδιο της Σαββοπουλιάδας- ίσως το τελευταίο, αλλά’ ας μην παίρνουμε και όρκο. Και λέω να μην παιρνουμε και όρκο γιατί δεν μπορώ να θυμηθώ περίπτωση άλλου ανθρώπου του καλλιτεχνικού κόσμου της Ελλάδας που να είναι σε θέση να πυροδοτεί τόσα πάθη και τόσες αντιπαραθέσεις σε βάθος χρόνου.
Γιατί, το έκανε αυτό ο Διονύσης μας- και όχι τόσο με το έργο του, όσο με την προσωπικότητά του και με τις πεποιθήσεις του. Δεν σταματούσε να λέει ό,τι του κατέβαινε, ακόμη και μετά τις καρπαζιές του «Κουρέματος» και των άδειων μαγαζιών. Ποιος άραγε να είναι ο λόγος όλης αυτής της διελκυστίνδας που δεν σταματά – ως είθισται- ούτε πάνω από το πτώμα του;
Νομίζω ένας λόγος αφορά τον ίδιο τον Σαββόπουλο και ένας άλλος την εποχή του. Και εξηγούμαι: Αυτοί που εξανίστανται με τον Σαββόπουλο είναι κυρίως οι εξ αριστερών. Και μάλιστα, όχι μόνο -και όχι κυρίως- οι παλαιοί αριστεροί που υπήρξαν συνοδοιπόροι του την εποχή που και αυτός εμπλεκόταν με τα της Αριστεράς, αλλά οι πιο νέοι που φαίνεται ότι βίωσαν εξ αντανακλάσεως μια «προδοσία». Από τις αρχές του 1990 η Αριστερά παγκοσμίως δεν έχει καταφέρει να βρει ούτε απήχηση ούτε ισχυρή και σταθερή ταυτότητα, πέρα από κάποια ουσιώδη αρά σκόρπια «αντί» που αλλάζουν ανά τόπο και εποχή.
Η αναζήτηση θετικών ειδώλων σε περιόδους ανόδου ενός πολιτικού χώρου, μετατρέπεται σε αναζήτηση αρνητικών προτύπων που θα συμβολίσουν την καντήφλα και θα εναποτεθεί στην πλάτη τους μέρος της ευθύνης- συνήθως καθ’ υπερβολήν, όπως συμβαίνει και με τους ήρωες. Και εδώ εμφανίζεται ο Σαββόπουλος του Κουρέματος και της εποχής μετά. Στα ’60 και στα ’70 έγραψε τραγούδια αμφισβήτησης, και φυσικά η αμφισβήτηση της εποχής δεν μπορούσε να έχει άλλο περιεχόμενο εκτός από αριστερό. Ο Σαββόπουλος εντάχθηκε για πολύ λίγο στο ΚΚΕ, φλέρταρε μετά στα γεμάτα με το ΚΚΕ Εσωτερικού και τον Ρήγα, αλλά εδώ που τα λέμε δεν ήταν ποτέ καμμιά «σημαία» εκείνου του ιδεολογικού χώρου. Της αμφισβήτησης ναι, της Αριστεράς όχι.
Απόδειξη δε τούτου είναι ότι ακόμη και μέσα στη δεκαετία του 1970 μετέφερε την αμφισβήτηση και την κριτική του στον ευρύτερο ιδεολογικό χώρο της Αριστεράς (Για τα παιδιά που είναι στο κόμμα, ο Πολιτευτής κλπ) πολύ πριν σκεφτεί κανείς να τον κατηγορήσει για ρίψασπι. Είχε την ατυχία να κερδίσει αναγνώριση και αποδοχή στα χρόνια της πολιτικής ελευθερίας και της ανοδικής πορείας της Αριστεράς (βλέπε μεταπολιτευση) και να χάσει την όποια λίγη πίστη του στο συγκεκριμένο όραμα (όπως και η συντριπτική πλειοψηφία των πιστών) λίγα χρόνια μετά. Έτσι, ένας κύκλος πολιτικής σκέψης του φαινόταν εύκολο να παρατηρηθεί και ο ίδιος με φόντο την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, βρέθηκε να συμβολίζει την ιδεολογική ασυνέπεια, χωρίς να πραγματοποιήσει πραγματικά μεγάλη στροφή. Για να το πω πιο μαζεμένα: πυκνές και έντονες εποχές που χαράζουν τους ανθρώπους πιο βαθιά από ό,τι συνήθως.
Ο άλλος παράγοντας ήταν πιο προσωπικός του. Χωρίς να είναι ηρωικός είχε την αξιοπρέπεια να μην ανακρούσει πλώρη όταν έτρωγε τη γιούχα από τους εξ Αριστερών και να δεσμεύει την δημιουργικότητά του σε όψιμες εμμονές του, όπως η ελληνικότητα και η παράδοση στις οποίες ενέτασσε και την ορθοδοξία και την πίστη.
Γιατί τα λέω όλα αυτά; Αποχαιρετάμε έναν άνθρωπο που «πόθησε τον κόσμο σαν αχόρταγο παιδί» και πλήρωσε για αυτό – ίσως και δίκαια, γιατί όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα (λέγε με δημοσιότητα) πρέπει να είναι έτοιμος. Μέσα από όλες τις συζητήσεις για το τι ήταν και τι δεν ήταν ο Σαββόπουλος τελικά συζητάμε για τους μετασχηματισμούς (μας) τις τελευταίες δεκαετίες και αμφισβητούμε προθέσεις, κρίσεις και στρατεύσεις. Το ότι έχουμε το διανοητικό λεξιλόγιο να το κάνουμε οφείλεται και στον ίδιο τον Σαββόπουλο. Και – για να τη σπάσω σε αυτούς που τον κράζουν και να χαροποιήσω αυτούς που τον θαυμάζουν- αυτό είναι κάτι που πιστεύω ότι το ήξερε και το χαιρόταν.
Το πτώμα να γίνεται «γεγονός αναστάσιμο»- αν δεν το μπορέσουμε εμείς, πώς θα το μπορέσουν οι πολιτικές;