Είμαστε όλοι ταξιτζής

Είμαστε όλοι ταξιτζής
Μία απ' τις, σχετικά λίγες, φορές που έχω πάρει ταξί είχα την μεγάλη τύχη να πέσω σε έναν οδηγό που ήταν και σινεφίλ. Δυστυχώς, η ενδιαφέρουσα αυτή λεπτομέρεια δεν έγινε αντιληπτή παρά μόνο όταν πλησιάζαμε στο τέλος της διαδρομής κι αφού είχαμε εξαντλήσει όλα τα “γκομενικά” θέματα –εκείνος δηλαδή γιατί εγώ μόνο άκουγα. Τότε λοιπόν, για να σπάσει την ολιγόλεπτη σιωπή που ακολούθησε μετά από μια λεπτομερή του αξιολόγηση (“review” αγγλιστί) των γυναικών από διάφορα μέρη του πρώην Ανατολικού Μπλοκ, γυρίζει και μου λέει:

“Μιας κι είσαι κριτικός κινηματογράφου, ποιας χώρας το σινεμά προτιμάς;”

Εδώ οφείλω να σταματήσω την αφήγηση για να περιγράψω το συναίσθημα που με κυρίευσε στιγμιαία. Ήταν μια σπάνια αίσθηση ανακάλυψης κι ένας ενθουσιασμός, αντίστοιχος υποθέτω, μ΄εκείνον των μεγάλων εξερευνητών της ιστορίας που κατάπιναν τις θάλασσες για να φτάσουν πρώτοι στο επόμενο άγνωστο ξερονήσι ή εκείνον που ένιωσα όταν βρήκα τα κλειδιά του αυτοκινήτου μου μέσα στη θάλασσα παρ' ότι είχε ήδη σουρουπώσει όταν μπήκα για να ψάξω. Συγχρόνως βέβαια, ένιωσα και λίγο ένοχος γι' αυτό, που το βρήκα δηλαδή τόσο παράξενο ένας άνθρωπος του καθημερινού μόχθου του βολάν να τυγχάνει κι εκλεκτικός φίλος της έβδομης –και λαϊκότερης ίσως— των τεχνών. Δευτερόλεπτα μετά, μόλις τ' αντικρουόμενα συναισθήματα καταλάγιασαν και ξαναβρήκα τα λόγια μου, έσπευσα ν' απαντήσω.

Είναι η δουλειά μου, του είπα, κι έτσι, βλέπω πια τα πάντα, σκόρπια από πλευράς καταγωγής, χωρίς να έχω προτίμηση στο σινεμά μιας συγκεκριμένης χώρας. Ναι, απέφυγα ν΄απαντήσω συγκεκριμένα, όπως κάνω πάντα άλλωστε, γιατί η εκ φύσεως απέχθειά μου προς τη δημόσια συζήτηση με αγνώστους υπερίσχυσε της αδρεναλίνης του εξερευνητή. Επίσης, μου ήταν δύσκολο να εκθειάσω το ρουμάνικο σινεμά λίγο μετά που εκείνος είχε εκθειάσει τις ρουμάνες ως “γυναίκες” και παρ' ότι, σύμφωνα με την εκτίμησή του, “είναι επιρρεπείς στο ψέμα”. Ούτως ή άλλως, πριν ολοκληρώσω την πρότασή μου, ο αναπάντεχος σινεφίλ με διέκοψε για να μου πει:

“Γιατί εμένα... μου αρέσει πολύ το γαλλικό σινεμά.”

Πάγωσα. Για κλάσματα δευτερολέπτου, το μίγμα εκείνο των συναισθημάτων, χαράς και ενοχής, επανήλθε δριμύτερο. Μήπως τελικά τον είχα αδικήσει; Μήπως η ανακάλυψη ήταν πραγματική κι όχι μια οπτασία, μια στιγμιαία προβολή της ανάγκης μου να μιλήσω για Γκοντάρ και μιζενσέν καθώς ανεβοκατεβαίνουμε τα γραφικά λοφάκια του Γκύζη; Σοκαρισμένος, εγώ ο “ειδικός”, μόλις που μπόρεσα να ψελίσσω κάτι του τύπου:

“Εεεε, ναι... καλό είναι το γαλλικό σινεμά. Βλέπω πολύ... εεε... λόγω δουλειάς, κιόλας.”

Τελικά, για να μην τα πολυλογώ, όπως μας έχει διδάξει πολλάκις και το σινεμά, τα πράγματα είναι πολύ συχνά όπως φαίνονται κι όλα τ' άλλα είναι απλώς μια ιδέα, “υποπλοκές” που διαδραματίζονται μέσα στο κεφάλι μας. Με το που τέλειωσα με τα μισόλογά μου, η απάντηση του ταξιτζή, ειλικρινής και ατόφια, ήρθε να με προσγειώσει στην πραγματικότητα, εκείνη που δεν επιδέχεται ερμηνειών και τσακίζει κάθε ονειροπόληση σαν αμόνι στο κεφάλι του κογιότ που επιμένει να πιστεύει ότι, μια μέρα, θα πιάσει το μπιπ-μπιπ:

“Ξέρεις τώρα... γαλλικό... Λουί Ντε Φινές και τέτοια.”

Ε, ναι. Φυσικά. Λουί Ντε Φινές και τέτοια. Εννοείται ότι, στο άκουσμα της απάντησής του, με πλημμύρισε εκ νέου μια έντονη χαρά. Χαμογέλασα και χάρηκα. Χάρηκα που ο κόσμος παρέμενε όπως ακριβώς νόμιζα ότι είναι. Χάρηκα επίσης, που δικαιώθηκα ακόμη μια φορά για το ότι αποφεύγω τις συζητήσεις με αγνώστους –και, τα τελευταία χρόνια, και με πολλούς γνωστούς. Και ειδικά τις συζητήσεις για θέματα τόσο ρευστά στον τρόπο που τ' αντιλαμβανόμαστε, όσο είναι αυτό που αποκαλούμε “τέχνη”, ό,τι κι αν εννοεί ο καθένας μας.

Το θυμήθηκα πάλι πρόσφατα, όταν, την ώρα που έβλεπα μια ταινία από 'κείνες που ο ταξιτζής θ' αποκαλούσε “κουλτουριάρικες” ή “καλλιτεχνικές” ή “ακαταλαβίστικες” ή “αγγελόπουλο” ή, στην καλύτερη, “βαριές κι ασήκωτες”, τ' αυτί μου “πήρε” τη γκρίνια κάποιου συναδέλφου, “ειδικού” δηλαδή, ο οποίος αποκάλεσε τον σκηνοθέτη “απατεώνα”. Προφανώς, η υπερβολή επιστρατεύτηκε εδώ, όχι τόσο ως κυριολεξία, αλλά για να δώσει έμφαση στην αρνητική γνώμη. Σε άλλες περιπτώσεις, ίσως και να συμφωνούσα. Αυτή τη φορά όμως, απλώς αναρωτήθηκα αν ο συγκεκριμένος χαρακτηρισμός –τον οποίο έχω κι εγώ χρησιμοποιήσει πολλάκις— ταιριάζει στη συγκεκριμένη περίπτωση. Αν, δηλαδή, μπορεί να χαρακτηριστεί ως “απατεώνας”, κάποιος που κάνει το σινεμά ακριβώς που θέλει να κάνει, ένα σινεμά που δεν ομοιάζει σε τίποτε με τη φτηνή μαζική λαϊκή διασκέδαση απ' όπου αντλεί μέρος της γλώσσας και των εκφραστικών του μέσων και που τα παράγωγά του αποτελούν περισσότερο έργα τέχνης (πετυχημένα ή αποτυχημένα, λίγη σημασία έχει) παρά προϊόντα μαζικής κατανάλωσης.

Ε, λοιπόν όχι. Ο χαρακτηρισμός δεν ταιριάζει σ' έναν δημιουργό αυτού του είδους και γι' αυτό, αν ο ταξιτζής ήταν στη θέση του κριτικού, δε θα τον χρησιμοποιούσε ποτέ του. Αντ' αυτού, θα χρησιμοποιούσε χαρακτηρισμούς (κουλτουριάρης, καλλιτέχνης, ακαταλαβίστικος, αγγελόπουλος, βαρύς κι ασήκωτος) που θα εμπεριείχαν και τη δική του ανεπάρκεια να εκτιμήσει και να αξιολογήσει τη δουλειά του δημιουργού, γυμνούς απ' οποιαδήποτε υπόνοια ότι είναι “ριγμένος” ή “εξαπατημένος” απ' τον σκηνοθέτη, λες και του είχε τάξει κάποιου είδους “χειροπιαστή” υψηλή εμπειρία την οποία τελικά δεν έλαβε. Αντίθετα, ο χαρακτηρισμός “απατεώνας” ταιριάζει γάντι σε όλους εκείνους τους μεγάλους σκηνοθέτες που ό,τι κάνουν γίνεται πρωτίστως για να “φέρει τα λεφτά του πίσω” και να ψυχαγωγήσει τις μάζες. Ποιες μάζες, άραγε; Εκείνες που θα προτιμούσαν τους “Αστυφύλακες του Σεν Τροπέ” από οποιαδήποτε μεγαλεπήβολη παπαριά του Ντέιβιντ Φίντσερ ή κάποιου άλλου φερόμενου ως “καλλιτέχνη” του “ψυχαγωγικού” ή “εμπορικού” σινεμά; Δυστυχώς, απ' την στιγμή που η “τέχνη” αρχίζει να εκλαμβάνεται ως διακοσμητική ή ως μέσο διασκέδασης τότε η αποδοχή της ή μη είναι πλέον θέμα προσωπικού γούστου και διάθεσης κι εκεί είναι που το πιο αριστουργηματικό κάδρο του Ρίντλεϊ Σκοτ μπορεί να χάσει τη “μάχη του κοινού” από μια σκηνή ονείρου του Γιάννη Δαλιανίδη κι ένα σόλο του Ράσελ Κρόου να ωχριά μπροστά σε μια παρλάτα του Νίκου Σταυρίδη.

Καλώς ή κακώς, όμως, κάποιοι άνθρωποι κάνουν τέχνη, κάνουν σινεμά που δεν αποσκοπεί στη διασκέδασή μας ή την επιβεβαίωση της καλαισθησίας μας, αλλά στη διέγερση των αισθήσεων, του μυαλού και της ικανότητας να συνδιαλλαγούμε με έναν άνθρωπο, άγνωστο σε μας, ερχόμενο απ' την άλλη άκρη του κόσμου σε μια κοινή γλώσσα την οποία συνδιαμορφώνουμε όσο ερχόμαστε σε επαφή με όσα έχει να μας πει. Το σινεμά και οι εικόνες του μπορούν και γίνονται από κάποιους υλικά οικοδόμησης μιας τέτοιας επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων. Ακόμη και όταν νιώθω ότι δε μπορώ να επικοινωνήσω με τον ταξιτζή ή με τους φίλους μου, υπάρχει ένας δημιουργός που μόλις τον ανακαλύψω μπορεί να καλύψει την ανάγκη μου να επιβεβαιώσω ότι υπάρχουν κι άλλα μέλη του “είδους” μου εκεί έξω, ότι δεν είμαι μόνος σ' αυτόν τον κόσμο που κάθε μέρα γίνεται και πιο πολύπλοκος. Σ' αυτή τη διαδικασία δεν υπάρχει κανένας εξαναγκασμός και καμία απάτη και αν κανείς νιώσει εξαπατημένος, τότε αυτό οφείλεται στις δικές του προσδοκίες και όχι στις υποσχέσεις του άλλου. Στην βιομηχανία της διασκέδασης αντίθετα, δεν υπάρχει τίποτε άλλο πέρα από “απάτη” και “απατεώνες”.

Εκείνο το βράδυ, όσο μου μιλούσε ακατάπαυστα για πράγματα που ελάχιστα με ενδιέφεραν κι όσο μου αράδιαζε τις εμπειρίες του απ' τις γυναίκες, τις απόψεις του για τις σχέσεις και το σεξ και τα κινηματογραφικά του γούστα, ο ταξιτζής πήρε τουλάχιστον δύο φορές λάθος στροφή, έκανε έναν τεράστιο κύκλο απ' την αντίθετη κατεύθυνση και με άφησε τελικά, μετά από δική μου προτροπή, δύο δρόμους πάνω απ' τον αρχικό προορισμό μου. Είχε κάνει αυτό που ήθελε και είχε πει αυτά που ήθελε αδιαφορώντας, τρόπον τινά, για 'κείνο που ήθελα εγώ, την ησυχία μου και μια σύντομη διαδρομή στο κλασικό αντίτιμο. Θα μπορούσα ίσως να ζοχαδιαστώ, να νιώσω ενοχλημένος ή και να του “την πω” ακόμη για έλλειψη επαγγελματισμού, αλλά απλώς πλήρωσα, κατέβηκα απ' το ταξί και πήγα σπίτι μου για ύπνο. Ήταν ολοφάνερο πως είχα πέσει σε “καλλιτέχνη”.





Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v