Και πάλι καλά να λέω;

Τα "γκαρσόνια της Ευρώπης" δεν έχουν την πολυτέλεια να βαρυγκομήσουν για την θέση τους και το ριζικό τους.
Και πάλι καλά να λέω;
Είχα πριν από χρόνια βρεθεί στην Κούβα ως τουρίστας. Εκεί, επί Κάστρο τουλάχιστον, αλλά φαντάζομαι ακόμη έχουν δύο νομίσματα: ένα το εγχώριο, που είναι απίστευτα υποτιμημένο και ένα άλλο για τους τουρίστες. Οι τουρίστες απαγορεύεται να έχουν στην κατοχή τους το νόμισμα που είναι για τους κουβανούς- αυτό δηλαδή που θα τους επέτρεπε να αγοράσουν πράγματα που είναι τιμολογημένα για τους ντόπιους και τους χαμηλούς μισθούς.

Είναι μια πρακτική λύση που όμως, φαντάζομαι, προκαλεί στους Κουβανούς άσχημους συνειρμούς για την εθνική ταυτότητα της χώρας τους, λόγω του ότι ένα πολύ μεγάλο μέρος της χώρας δεν απευθύνεται στους ίδιους, δεν μιλάει σε αυτούς. Αντιθέτως τους αγνοεί. Προφανώς και τα έσοδα από τον τουρισμό δεν είναι κάτι που μπορεί να αγνοηθεί από την φτωχή χώρα για αυτό και μίλησα για «πρακτική λύση».

Την Παρασκευή πέρασα τυχαία από το πωλητήριο του Μουσείου Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης, στην οδό Αδριανού στο Μοναστηράκι. Είδα ορισμένα πολύ ενδιαφέροντα προς πώληση αντικείμενα και ρώτησα για τις τιμές τους. Αδίκως, μια που το ύψος των τιμών ήταν σε δυσθεώρητα ύψη ακόμη και για μεσαίου μεγέθους αντικείμενα. Βγαίνοντας από το πωλητήριο, κουβαλώντας την ματαιωμένη γλύκα της μη απόκτησης, σκέφτηκα τους Κουβανούς. Όχι πια από την θέση του πλούσιου τουρίστα, αλλά από την θέση του φτωχού αβορίγινα που αρκετά από τα πράγματα που παράγονται εδώ «δεν είναι για μένα».

Το ίδιο συμβαίνει εδώ και λίγα χρόνια με την Μύκονο, βέβαια. Με τα μαγαζιά που χρεώνουν χιλιάδες ευρώ ανά άτομο στοχεύοντας σε Ρώσους φεουδάρχες και σε εμίρηδες. Αλλά η Μύκονος δεν θεωρούσα ποτέ ότι είναι δικός μου προορισμός και, εν πάση περιπτώσει, ήταν ένα νησί κάπου στο Αιγαίο.

Σιγά τα αυγά θα πει κάποιος. Σου πέφτει ακριβό το αντικείμενο από το πωλητήριο του μουσείου και το κάνεις να μοιάζει με δράμα. Πίσω από το πρόβλημά μου «του πρώτου κόσμου» βρίσκεται η φράση που έχουμε ξαναπεί και η οποία αποδίδεται στον Αντώνη Τρίτση περί «σερβιτόρων της Ευρώπης». Και πίσω από αυτό δεν κρύβεται η ματαιωμένη εθνική μου υπερηφάνεια, αλλά η ανησυχία για την άνεση με την οποία ποντάρουμε τις ελπίδες μας σε μια Ευρώπη δύο ή και τριών ταχυτήτων.

Καi το χειρότερο: H (εθνική) ανάγκη με αναγκάζει να λέω «πάλι καλά». Ε, αυτό καταπίνεται δύσκολα.
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v