Τρομακτικές Ιστορίες και παραμύθια που λέγαμε παιδιά

Άλλοτε μας τις διηγούνταν θείες ή γιαγιάδες, άλλοτε φίλοι που τις είχαν ακούσει από γιαγιάδες και θείες, πέντε παραμύθια και ιστορίες που ίσως σας ξυπνήσουν μνήμες.
Τρομακτικές Ιστορίες και παραμύθια που λέγαμε παιδιά

Βροχή, ήχοι από το θρόισμα των φύλλων, χειμώνας στο χωριό, μια σάλα ενός παραδοσιακού σπιτιού· μια παρέα προσπαθεί να πλησιάσει όσο πιο κοντά στις φλόγες της αναμμένης σόμπας για να ζεσταθεί. Ένας από την παρέα προτείνει, για να ξεχάσουν το τσουχτερό κρύο, να αφηγηθούν τρομακτικές ιστορίες ή παραμύθια από τα παλιά. 

Η Κακιά Μητριά – Λαϊκό παραμύθι της Λευκάδας

Από το βιβλίο Λαϊκά Παραμύθια των Επτανήσων της Γιάννας Σέργη

Εκδόσεις: Εν Πλω

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα αντρόγυνο με τα δυο τους παιδιά, το Μήτσο και τη Θυμαρούλα. Η μάνα τους είχε πεθάνει κι είχανε μητριά.

Μια νύχτα, που η μητριά νόμιζε πως τα παιδιά είχανε πλαγιάσει και δεν ακούγανε, λέει στον άντρα της:

«Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτ’ άλλο. Ένα καρβέλι ψωμί έχουμε όλο κι όλο. Άμα σωθεί κι αυτό, τι θα φάμε; Καλύτερα είναι να πάρουμε τα παιδιά να τα πάμε στο δάσος, βαθιά πολύ, να τα φάνε τ’ άγρια θηρία να ησυχάσουμε κι εμείς απ’ αυτά».

Ο άντρας της όμως αγαπούσε πολύ τα παιδιά του και δεν ήθελε με κανένα τρόπο να τ’ ακούσει. Στο τέλος όμως τον έκαμε η γυναίκα του και τ’ αποφάσισε. Και είπανε να φύγουνε την άλλη μέρα, χαράματα για το δάσος.

Τα δυο παιδιά όμως ήτανε ξύπνια κι ακούσανε. Η Θυμαρούλα άρχισε να κλαίει και να σκούζει – δέκα χρονών κοπέλα, μαθές, ήτανε. Αλλά ο Μήτσος, σα μεγαλύτερος, δώδεκα χρονών, την ησύχασε και της λέει:

«Μην απελπίζεσαι, αδερφούλα, και θα δεις τι θα κάνουμε εμείς. Αμέσως ντύθηκε σιγά σιγά, άνοιξε την πόρτα και πετάχτηκε έξω. Τα πετραδάκια γυαλίζανε απ’ το φεγγάρι κι αστράφτανε σα διαμάντια πραγματικά. Γέμισε ο Μήτσος τις τσέπες του από δαύτα και μπήκε πάλι μέσα.

Την άλλη μέρα, τους έδωσε η μητριά τους λίγο ψωμί και ξεκινάνε όλοι αντάμα για το δάσος. Πήγανε, μέσα μέσα, και τους λέει η μητριά: «Εδώ να κάτσετε εσείς, παιδιά μου, κι εγώ με τον πατέρα σας θα πάμε, που έχουμε μια δουλειά παραπέρα, και το βράδυ θα περάσουμε να σας πάρουμε».

Όταν πηγαίνανε ο Μήτσος έριχνε στο δρόμο πετραδάκια. Φύγανε οι γονείς τους, πήγανε τάχα πως είχανε δουλειά, μα πέρασε το μεσημέρι, ήρθε το βράδυ κι ακόμα να φανούνε. Η Θυμαρούλα άρχισε τα κλάματα αλλά ο Μήτσος της έδινε θάρρος και της έλεγε: «Περίμενε ώσπου να βγει το φεγγάρι».

Όταν πρόβαλε το φεγγάρι ξεκινήσανε να γυρίσουνε πίσω. Τα πετραδάκια λάμπανε και τους δείχνανε το δρόμο. Φτάσανε λοιπόν στο σπίτι. Μόλις τα είδε η μητριά, ξινίσανε τα μούτρα της. Ο πατέρας τους όμως τ’ αγκάλιασε και τα φίλησε.

Περάσανε πολλές μέρες και μια βραδιά τα παιδιά ακούνε πάλι την ξενομάνα τους να λέει τα ίδια στον άντρα της. Ο Μήτσος δεν απελπίστηκε. Ντύθηκε και πήγε να βγει έξω. Αλλά βρήκε την πόρτα κλειστή. «Χμ», έκανε από μέσα του, «άσε και θα δούμε».

Την άλλη μέρα η μητριά τα ξύπνησε πολύ πρωί και τους λέει: «Σηκωθείτε, μωρέ τεμπέληδες, να πάμε να κόψουμε ξύλα».

Πραγματικά ξεκινήσανε και στο δρόμο ο Μήτσος, αφού δεν είχε πετραδάκια, έριχνε τριμόψυχα*. Φτάσανε στο δάσος, πολύ βαθιά. Οι γονείς τους πάλι το ίδιο, φύγανε τάχα πως θα πάνε να μαζέψουνε ξύλα σ’ άλλη μεριά. Τα παιδιά κρυώνανε τα κακόμοιρα κι ανάψανε φωτιά. Έφαγαν και το ψωμί της Θυμαρούλας -ο Μήτσος το δικό του είπαμε πως το έριχνε στο δρόμο- και περιμένανε να νυχτώσει.

Όταν βγήκε το φεγγάρι ξεκινήσανε πάλι. Μα, για κακή τους τύχη, τα τριμόψυχα τα είχανε μαζέψει τα μερμήγκια και τα πουλιά. Κι έτσι, αντί να βρούνε το δρόμο, χωθήκανε πιο βαθιά στο δάσος. Και καθώς προχωρούσανε καταλυπημένα, είδανε ένα άσπρο πουλί να κελαηδάει. Μόλις είδε τα παιδιά σταμάτησε το κελάηδισμα του, πέταξε και πήγε κι έκατσε σ’ ένα άσπρο σπιτάκι. Τα παιδιά το είδανε και πάνε, και φτάνουνε στο σπιτάκι. Αυτό το σπιτάκι ήτανε φτιαγμένο από ζαχαρωτά. Τα παιδιά αρχίσανε να το τρώνε. Καθώς ροκανίζανε τα ζαχαρωτά, ακούστηκε μια φωνή από μέσα:

«Ροκάνιζε, ροκάνιζε, ποιος ροκανίζει το σπιτάκι μου;»

Τα παιδιά απάντησαν: «Ο αγέρας, ο αγέρας που φυσάει».

Σε λίγο βγαίνει μια γριά μάγισσα που, περπάταγε με δεκανίκια, και σιμώνει τα παιδιά. Μόλις την είδανε αυτά σκιαχτήκανε και χυθήκανε να φύγουν. Η γριά όμως τα έπιασε απ’ το χέρι και τους είπε:

«Ελάτε, παιδάκια μου, μέσα να σας δώσω να φάτε και να σας στρώσω να κοιμηθείτε, κι αύριο φεύγετε».

Τι να κάμουν τα παιδιά; μπαίνουνε μέσα και κάθονται. Η μάγισσα τους έβαλε και φάγανε και κοιμηθήκανε.

Την άλλη μέρας πρωί πρωί μπαίνει η γριά, πριν ξυπνήσουνε, και παίρνει το Μήτσο και τον κλείνει στο υπόγειο. Ξυπνάει και τη Θυμαρούλα και της λέει:

«Ξύπνα, τεμπέλα, να πας να μου φέρεις νερό. Τον αδερφό σου τον έκλεισα και θα του δίνω να τρώει, για να παχύνει, να τονε σφάξω και να τονε φάω».

Η Θυμαρούλα τότε άρχισε να κλαίει, να κλαίει και να σκροβοντιέται** καταγής. Τέλος, πάει στη βρύση και, καθώς γύριζε, έλεγε από μέσα της: «Θεέ μου, αφού δε μας έφαγαν τ’ αγρίμια δεν είναι κρίμα να μας φάει η γριά;»

Περνούσαν οι μέρες. Κάθε πρωί η μάγισσα πήγαινε στην πόρτα, την άνοιγε κι έλεγε στο Μήτσο να βγάλει το δάχτυλό του έξω, για να δει αν πάχυνε.

Ο Μήτσος, που ήτανε πανέξυπνος, της έδειχνε ένα λιανό κόκαλο. Κι η γριά σάστιζε και χάλαγε το μυαλό της, πώς δεν παχαίνει ο Μήτσος. Και μια μέρα, αφού είδε ότι δεν έκανε τίποτα, αποφάσισε να τονε σφάξει. Σήκωσε από τα χαράματα τη Θυμαρούλα και της είπε: «Σήκω, τεμπέλα, να ζυμώσεις και θα ψήσουμε. Σήμερα θα σφάξω το Μήτσο, γιατί δε βλέπω να παχαίνει».

Η Θυμαρούλα σηκώθηκε, έκανε της δουλειές κι όλο έκλαιγε. Όταν η μάγισσα άναψε το φούρνο, λέει στη Θυμαρούλα: «Για βάλε, παιδάκι μου, το κεφάλι σου να δεις αν είναι καλός ο φούρνος…»

«Α, εγώ δεν ξέρω από τέτοια….».

Θα σου δείξω εγώ», λέει η γριά, και βάζει το δικό της το κεφάλι, μες στο φούρνο, για να δείξει στη Θυμαρούλα. Της δίνει τότε μία σπρωξιά η Θυμαρούλα, τη βάζει όλη μες στο φούρνο, τον κλειδώνει, και την αφήνει να καεί. Πήγε μετά, έβγαλε το Μήτσο απ’ το υπόγειο και του είπε όλ’ αυτά που είχανε γίνει. Τα δυο παιδιά ανέβηκαν τότε στο σπίτι της μάγισσας και πήρανε όλα της τα φλουριά. Κι ύστερα ξεκινήσανε να βρούνε το σπιτικό τους. Περπατούσανε όλη την ημέρα, ώσπου από μακριά φάνηκε το σπίτι τους. Ο πατέρας τους στεκότανε στην πόρτα. Τα παιδιά τρέξανε στην αγκαλιά του. Η μητριά τους είχε πεθάνει κι έζησαν κι αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

* Τρίμματα από ψωμί

** χτυπιέται κάτω


Το παραμύθι: «Η Πούλια και ο Αυγερινός»

Από το βιβλίο «Ελληνικά Παραμύθια» του Γεώργιου Α. Μέγα

Εκδόσεις Ι.Δ. Κολλάρος

Ήταν κάποτε ένας κυνηγός που ζούσε με τη γυναίκα του και έκαναν ένα όμορφο κοριτσάκι που το ονόμασαν Πούλια. Όμως, μετά από λίγο καιρό η μητέρα πέθανε και ο κυνηγός ξαναπαντρεύτηκε και έκανε ακόμη ένα παιδί με την καινούρια του γυναίκα που το είπανε Αυγερινό. Παρόλα αυτά, η μητριά ζήλευε την Πούλια και ήθελε να την πουλήσει σαν σκλάβα στα παζάρια. Μα σαν το άκουσε αυτό  Αυγερινός, πήγε στην Πούλια και της το μολόγησε: «Πούλια, η μάνα μ’ θα σε πουλήσει». Η Πούλια αποφασίζει τότες και ρωτά μια γριά γειτόνισσα. «Φύγε μακριά της», τη συμβούλεψε εκείνη και της ξεδίπλωσε ένα ολόκληρο σχέδιο.

Την ώρα λοιπόν που θα τη χτένιζε η μητριά για να τη πάει στο παζάρι ο Αυγερινός θα άρπαζε την κορδέλα και θα έτρεχε μακριά, η Πούλια θα τον ακολουθούσε κι έτσι θα ξέφευγαν. Η γριά την προειδοποίησε ότι η μητριά θα τρέξει να τους φτάσει. «Τότε θα ρίξετε ένα μαχαίρι και θα γίνει κάμπος. Αλλά η μητριά θα τον περάσει και τότε θα ρίξετε αυτό το χτένι και θα γίνει λόγγος πυκνός μ’ αγκάθια, αλλά και αυτόν θα τον περάσει. Τέλος, θα ρίξετε αυτό τ’ αλάτι και θα σχηματιστεί μια λίμνη που δε θα μπορεί να περάσει». Αυτά τους είπε η γριά και τους έδωκε το μαχαίρι, το χτένι και το αλάτι.

Η μητριά αρχίζει το χτένισμα, ο Αυγερινός αρπάζει την κορδέλα, τα δυο παιδιά τρέχουν, η μητριά τους κυνηγάει κι όλο γίνονται όπως τους τα ‘χε πει η γριά. Μέχρι όμως την λίμνη. Εκεί, η μητριά καταριέται τον Αυγερινό. «Αυτού που θα πας, να διψάς πάντα και νερό να θες να πιείς. Κι απ’ όποιου ζώου την πατημασιά νερό πιείς, τέτοιο ζώο να γίνεις».

Στη διαδρομή ο Αυγερινός δίψασε και ήθελε να πιει από μια πατημασιά λύκου. «Μην πίνεις, γίνεσαι λύκος και με τρως», τον απέτρεψε η Πούλια. Μετά συναντούν μια πατημασιά αρνιού αλλά η Πούλια δεν μπόρεσε να τον αποτρέψει, ήπιε και μεταμορφώθηκε σε αρνί. «Μπεε, Πούλια… Μπεε, Πούλια». Μπρος η Πούλια, πίσω το αρνάκι, έφτασαν στο πηγάδι του βασιλιά όπου ήπιαν νερό. «Θε’ μου δώσε μου δύναμη να ανέβω στην κορφή του κυπαρισσιού». Έτσι κι έγινε. Κι ανέβηκε εκείνη στην κορφή και έκατσε και γίνηκε ένας θρόνος ολόχρυσος και το αρνί έβοσκε από κάτου. Όμως σε λίγη ώρα εμφανίστηκαν στρατιώτες με άλογα και της ζήτησαν να κατέβει γιατί από την λάμψη της τρόμαζαν τα άλογά τους και δεν ζύγωναν να πιούν νερό. Μα εκείνη δεν το έκανε. «Δεν κατεβαίνω, ας πιούν τα άλογά σας νερό, τίποτα δεν σας κάμω εγώ».

Οι στρατιώτες πήγαν στο βασιλόπουλο και του είπαν τι συνέβαινε και προσπάθησε και εκείνος να την κατεβάσει από το κυπαρίσσι αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Τότε αρχινάνε να πριονίζουν το δέντρο, αλλά το αρνάκι έγλυφε τον κορμό και εκείνος έθρεφε, διπλός εγινόταν. Το βασιλόπουλο τους έδιωξε όλους από ‘κει και πήγε να ζητήσει τη βοήθεια μιας γριάς που χρησιμοποιώντας ένα κόσκινο, ένα σκαφίδι και αλεύρι κοσκίνιζε ανάποδα κάτω από το δέντρο. Η Πούλια της φώναζε να κοσκινίζει αλλιώς κι όχι έτσι, η γριά έκαμε ότι δεν ακούει και τότες η Πούλια κατέβηκε κάτω να της δείξει πως κοσκινίζουν. Το βασιλόπουλο που ήταν κρυμμένο, προβάλλει αμέσως και την αρπάζει. «Το αρνάκι μου, το αρνάκι» φώναζε η Πούλια. «Θα σου φέρω όσα αρνιά θέλεις, μην χολοσκάς» της είπε εκείνος. «Εγώ δεν τ’ αλλάζω με τίποτα στο κόσμο το αρνάκι μου» του ‘πε και έτσι το πήρε μαζί στο παλάτι όπου την πήγε το βασιλόπουλο και την παντρεύτηκε μάλιστα.

Ο βασιλιάς αγάπησε την Πούλια πολύ και ζούσαν αγαπημένοι αλλά η πεθερά της την φθόνησε και μια μέρα που έλειπε ο γιος της στο κυνήγι, την πήγε σ’ ένα πηγάδι και την έριξε μέσα. Το αρνάκι το ένιωσε και άρχισε να βελάζει και βάλθηκε να το σφάξει.

Γυρνά το βασιλόπουλο. «Μάνα που είναι η νύφη;» την ρωτάει. «Έξω» του λέει εκείνη. «Και καλά που είναι έξω, να σφάξουμε το αρνί» του ‘πε. Τ’ ακούει το αρνί αυτά και τρέχει στην Πούλια στο πηγάδι και της τα λέει.

– Πούλια θα με σφάξουν.

– Σώπα μάτια μου, κανείς δε θα σε σφάξει.

Τότες οι δούλες της βασίλισσας πιάνουν το αρνί για να το σφάξουν. «Θε’ μου, τον αδερφό μου τον σκοτώνουν κι εγώ ‘μαι στο πηγάδι κλεισμένη» παρακάλεσε. Και μεμιάς πετάχτηκε από το πηγάδι και πήγε βρήκε το αρνί που του ‘χαν κόψει τον λαιμό. Και φώναζε «το αρνί μου, το αρνί μου». Το βασιλόπουλο της υποσχέθηκε όλα τα αρνιά του κόσμου, εκείνη αρνιόταν να καθίσει μαζί τους. Όταν τέλειωσαν το δείπνο τους, πήγε και μάζεψε τα κόκαλά του, τα έβαλε σε μια στάμνα και πήγε και τα έθαψε στον κήπο.

Το πρωί που ξύπνησαν, είδαν να ‘χει φυτρώσει εκεί μία πορτοκαλιά με ένα χρυσό πορτοκάλι στην κορφή. Η πεθερά ήθελε να το κόψει, κανείς δεν μπορούσε να το φτάσει κι όταν πήγε η ίδια, γύρισαν τα κλαδιά να της βγάλουν τα μάτια. Και τότε πήγε η Πούλια να το κατεβάσει και το πορτοκάλι της είπε «πιάσε με σφιχτά, Πούλια».

«Έχει γεια καλέ μου πεθερέ και ‘συ καλό μου βασιλόπουλο. Εγώ σε κόσμον τέτοιον δεν μπορώ να ζήσω. Από τα χέρια της μητριάς έπεσε στα χέρια της πεθεράς. Αντίο» τους είπε και μεμιάς πετάχτηκε στον ουρανό και έγινε αστέρι. Και μαζί με τον Αυγερινό λάμπουνε στον ουρανό.

Ιστορίες που κυκλοφόρησαν από παρέα σε παρέα κάτι καλοκαιρινά βράδια

Η Ακέφαλη Κούκλα

Σε ένα χωριό της Αρκαδίας, υπάρχει ένα εγκαταλειμμένο σπίτι, για το οποίο λέγονται πολλά. Λέγεται ότι έχει χτιστεί πάνω σε ρέμα, και έτσι, όταν βρέχει, το υπόγειο του πλημμυρίζει. Από το δρόμο, μπορεί κάνεις να δει μέσα στο υπόγειο, από ένα μικρό παραθυράκι. Πριν αρκετά χρόνια, γύρω στο 1940, τότε που οι άνδρες έλειπαν στον πόλεμο, ιδίως στα χωριά, στα σπίτια υπήρχαν μόνο γυναίκες. Στο συγκεκριμένο σπίτι, ζούσε η γιαγιά μαζί με την 9χρονη εγγονή της. Η μητέρα του μικρού κοριτσιού είχε αποβιώσει κατά τη διάρκεια της γέννας. Μια βροχερή μέρα που έμοιαζε με όλες τις άλλες, η γιαγιά έχοντας ετοιμάσει το βραδινό φαγητό, φώναξε στην εγγονή της να κατέβει για να φάει. Δεν έπαιρνε απάντηση, κι έτσι ανέβηκε να την ψάξει για να δει που είναι. 

Πήγε στο δωμάτιο της, και βρήκε στην μέση του κρεβατιού, ξαπλωμένη την αγαπημένη κούκλα της μικρής αποκεφαλισμένη. Τότε η γιαγιά πανικοβλήθηκε, και άρχισε να ψάχνει απεγνωσμένα στο σπίτι για να τη βρει. Δεν την έβρισκε μέχρι που πήγε στο υπόγειο. Το θέαμα που αντίκρισε καθώς άνοιγε την πόρτα του υπόγειου ήταν κάτι παραπάνω από ανατριχιαστικό. Το υπόγειο ήταν πλημμυρισμένο, και στον απέναντι τοίχο ήταν σχεδιασμένη με αίμα μια πεντάλφα, και στο κέντρο της υπήρχε σταυρωμένο το σώμα της αγαπημένης της 9χρονης εγγονούλας… χωρίς το κεφάλι!

Πηγή: storiesfromthegrave.com

Ο Φαντάρος και η Κοπέλα

Κάποτε ήταν ένα παιδί, ο Χ. ο οποίος υπηρετούσε την θητεία του στον ελληνικό στρατό σε ένα στρατόπεδο ενός νησιού της Ελλάδας. Όπως και κάθε άλλος στρατεύσιμος δικαιούταν κάποιες εξόδους και άδειες. Έτσι λοιπόν σε μια έξοδό του γνώρισε  μια κοπέλα και από τότε άρχισαν να κάνουν παρέα.

Έβγαιναν για αρκετό καιρό και είχαν γίνει πολύ καλοί φίλοι. Όποτε μπορούσε και έβγαινε ο Χ. από το στρατόπεδο, πήγαινε και την έπαιρνε από το σπίτι της, όπου και έδιναν ραντεβού. Ένα βράδυ λοιπόν που είχαν βγει να απολαύσουν την βόλτα τους, η κοπελιά άρχισε να κρυώνει οπότε ο Χ. έβγαλε το μπουφάν του και της το έδωσε να το φορέσει για να ζεσταθεί. Αφού τελείωσε η βραδινή βόλτα ο Χ. μαζί με την κοπέλα επέστρεψαν στο σπίτι τους αφού ο Χ. την πήγε σπίτι της. Τη επόμενη μέρα ο Χ. διαπίστωσε ότι είχε ξεχάσει να πάρει το μπουφάν του.

Έτσι λοιπόν πήγε στο σπίτι της να ζητήσει το μπουφάν του. Όταν χτύπησε το κουδούνι του άνοιξε μια κυρία, οπότε και ο νεαρός ζήτησε να δει την κοπέλα και εξήγησε και τον λόγο της επίσκεψής του. Τότε η γυναίκα του είπε πως η κοπέλα που ζητούσε να δει είχε πεθάνει πριν από μερικά χρόνια.

Ο Χ. έμεινε άναυδος και άρχισε να της εξιστορεί όλη την ιστορία για τη γνωριμία του με την κοπέλα. Τότε η γυναίκα του υπέδειξε σε ποιο νεκροταφείο και σε ποιο ακριβώς σημείο είναι θαμμένη η κοπέλα. Ο Χ. πήγε στο νεκροταφείο του χωριού και έψαξε να βρει το μνήμα της κοπέλας. Μετά από λίγη ώρα τον βρήκε και διαπίστωσε κάτι πραγματικά απίστευτο, η κοπέλα ήταν όντως θαμμένη εκεί και πάνω στην ταφόπλακα υπήρχε παρατημένο το μπουφάν του.

Συλλέκτης… νεφρών

Ένας άντρας γνωρίζει μια πανέμορφη κοπέλα σε μπαρ. Καταλήγουν στο σπίτι του. Την επομένη μέρα ξυπνά γυμνός μέσα στη μπανιέρα με αρκετό πάγο. Στην κοιλιά του διακρίνει έντρομος μια τομή. Το ένα του νεφρό του λείπει. 

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v