Η Ελλάδα μέσα από τη ματιά των τουριστών της
Πώς βλέπουν την ελληνική καθημερινότητα οι τουρίστες; Τι ρωτάνε περισσότερο για την κρίση και τους Έλληνες; Τρεις ξεναγοί διηγούνται ιστορίες καθημερινής τρέλας γύρω από την Ακρόπολη.

«Οι άνθρωποι πρέπει να γυρίσουν στο κρουαζιερόπλοιό τους κι εγώ είμαι –επαναλαμβάνω– σε μια από τις πρώτες μου ξεναγήσεις. Μια κυρία Βρετανίδα, μεγάλη σε ηλικία, προσπαθεί να μου δώσει κουράγιο. “Μη σε ανησυχεί, κι εμείς αντιμετωπίζουμε παρόμοια προβλήματα με απεργίες, δε χρειάζεται να μας εξηγήσεις” μου λέει, και πραγματικά δεν το πιστεύω. Ήμουν πολύ τυχερή εκείνη την ημέρα. Κάποιοι στο τέλος μου είπαν και ευχαριστώ, αφού ο βγαλμένος από ταινία οδηγός μας, που έχει περάσει όλη τη διαδρομή κολλημένος στο τιμόνι να μασουλά ηλιόσπορους και να μουρμουρίζει “γι’ αυτό δεν πάει η Ελλάδα μπροστά”, είπε στους αστυνομικούς “εγώ περνάω, έχω τριαξονικό” και κατάφερε, με κάποιο μαγικό τρόπο, να τους πάει πίσω στο κρουαζιερόπλοιο στην ώρα τους».
«Όλοι θέλουν να το συζητήσουν» συμφωνεί η Αγγελική, 30 ετών, που κάνει ξεναγήσεις εδώ και τρία χρόνια. «Ειδικά οι Ευρωπαίοι, που βομβαρδίζονται καθημερινά με ειδήσεις για την ελληνική κρίση, ανοίγουν την κουβέντα ελπίζοντας ότι τα δικά τους media κάπου υπερβάλλουν. Σαν να περιμένουν να ακούσουν ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο τραγικά όσο τους τα παρουσιάζουν. “Είναι αλήθεια ότι μας μισείτε;” με ρώτησε πρόσφατα, μεταξύ σοβαρού και αστείου, ένας Ολλανδός, συνταξιούχος διευθυντής δημοτικού σχολείου. “Διάβασα ότι μια μητέρα εγκατέλειψε το παιδί της έξω από ένα ορφανοτροφείο γιατί δεν είχε αρκετά χρήματα για να το μεγαλώσει, είναι εκτεταμένο αυτό το φαινόμενο;” με είχε ρωτήσει μία κοπέλα από το Βέλγιο, τότε που είχε κυκλοφορήσει η είδηση».
«Δεν τρελαίνονται όλοι για τα αρχαία, μη νομίζεις» μου διαλύει έναν από τους αγαπημένους μου μύθους η Μαρία. «Εννιά στα δέκα γκρουπ που παίρνουμε από κρουαζιερόπλοια, βλέπουν μόνο την Ακρόπολη και τέλος. Φτάνουν στο λιμάνι 8.00 το πρωί, τελειώνουμε την ξενάγηση στις 14.00 κι έχουν τέσσερις ώρες κενό μέχρι τις 18.00 που θα πρέπει να είναι πίσω. Τους λέω πάντα ότι δεν έχουν δει τίποτα από την Αθήνα, εξηγώ πού μπορούν να κάνουν βόλτα, να φάνε, να ψωνίσουν, να δουν την Αρχαία Αγορά ή τον Κεραμεικό, φτάνουμε στο Σύνταγμα όπου γίνεται η προγραμματισμένη στάση, ρωτάω “λοιπόν, ποιος θέλει να κατέβει;” και δεν κουνιέται κανείς. “Είστε σίγουροι;” κάνω μια απελπισμένη προσπάθεια, αλλά και πάλι τίποτα. Η αλήθεια, βέβαια, είναι ότι κάποιοι μπορεί και να φοβούνται, ειδικά σε περιόδους αναταραχής, μην πέσουν ξαφνικά σε καμιά πορεία, απεργία ή απλά κίνηση και δεν μπορέσουν να επιστρέψουν έγκαιρα στο κρουαζιερόπλοιο». 



