Η Ελλάδα μέσα από τη ματιά των τουριστών της

Πώς βλέπουν την ελληνική καθημερινότητα οι τουρίστες; Τι ρωτάνε περισσότερο για την κρίση και τους Έλληνες; Τρεις ξεναγοί διηγούνται ιστορίες καθημερινής τρέλας γύρω από την Ακρόπολη.
Η Ελλάδα μέσα από τη ματιά των τουριστών της
της Ηρώς Κουνάδη

Εκείνη η φωτογραφία του Reuters που έκανε πέρυσι τον γύρο του κόσμου, και έδειχνε δύο τουρίστες στο Σύνταγμα να τρέχουν να γλιτώσουν από τα δακρυγόνα που έσκαγαν γύρω τους, μας έκαναν να αναρωτηθούμε: Πώς είναι, άραγε, να ταξιδεύεις σε μια χώρα στο χείλος της καταστροφής; Πώς βλέπουν την καθημερινή μας παράνοια οι τουρίστες που σκαρφαλώνουν τον βράχο της Ακρόπολης, για να τη βρουν αλυσοδεμένη και με μαύρα πανό; Τι σκέφτεσαι όταν σου χαλάει το ταξίδι που ονειρευόσουν χρόνια, μια πορεία μέσα στην οποία είσαι ο μόνος που δεν φταις; Ζητήσαμε από τρεις ξεναγούς, που ζουν μαζί με τους τουρίστες ιστορίες καθημερινής τρέλας, να μας διηγηθούν τις αντιδράσεις τους. Κι εκείνοι μας θύμισαν το ρητό που θέλει την ομορφιά να είναι στο βλέμμα αυτού που την κοιτάζει.

Ω, τι κόσμος, μαμά!

«Μία από τις πρώτες μου ξεναγήσεις. Φθινόπωρο. Παίρνουμε ένα γκρουπ 45 ατόμων από ένα κρουαζιερόπλοιο, για την κλασική ξενάγηση που περιλαμβάνει την Ακρόπολη και το Μουσείο της» θυμάται η Μαρία, 31 ετών, που δουλεύει ως ξεναγός τα τελευταία δύο χρόνια. «Είναι τότε που απεργούν οι υπάλληλοι των συνεργείων καθαριότητας, οπότε τα σκουπίδια στον Πειραιά έχουν σχηματίσει λοφάκια, και στο κέντρο της Αθήνας έχει πορεία, οπότε οι δρόμοι γύρω από το Σύνταγμα είναι κλειστοί. Τα γκρουπ από τα κρουαζιερόπλοια παίρνουν πάντα αναλυτικό πρόγραμμα της ημέρας (εικοσιπέντε λεπτά είναι η απόσταση από το λιμάνι με το πουλμανάκι, 70 σκαλιά θα ανεβούμε στην Ακρόπολη και πάει λέγοντας) οπότε στη μία ώρα κι ένα τέταρτο που είμαστε ακινητοποιημένοι στη Συγγρού αρχίζουν κι απορούν. Ξεφυλλίζουν τα χαρτιά με τα προγράμματά τους, κοιτούν ανήσυχοι έξω, με ρωτούν “πού είμαστε;”. Εγώ εξηγώ, πορείες και τα σχετικά, εκείνοι κουνούν το κεφάλι με κατανόηση, αλλά αυτό δεν είναι τίποτα σε σχέση με ό,τι ακολουθεί…

«Στη μία ώρα και κάτι που κάνουμε για να επιστρέψουμε, έχει πιάσει μία μπόρα απίστευτη, η οποία έχει σκορπίσει τα λοφάκια των σκουπιδιών, τα οποία έχουν απλωθεί παντού και έχουν φράξει τα φρεάτια. Το νερό σε πολλά σημεία –μαζί με τις σακούλες των σκουπιδιών, κάποιες ανοιχτές, κάποιες κλειστές, που πλέουν σαν βαρκάκια– φτάνει στα παράθυρα του mini van. Ώσπου σε κάποιο σημείο μας σταματά ένα περιπολικό, και μας ανακοινώνει ότι δεν μπορούμε να περάσουμε, μέχρι εδώ πάει ο δρόμος, το υπόλοιπο έχει πλημμυρίσει.

«Οι άνθρωποι πρέπει να γυρίσουν στο κρουαζιερόπλοιό τους κι εγώ είμαι –επαναλαμβάνω– σε μια από τις πρώτες μου ξεναγήσεις. Μια κυρία Βρετανίδα, μεγάλη σε ηλικία, προσπαθεί να μου δώσει κουράγιο. “Μη σε ανησυχεί, κι εμείς αντιμετωπίζουμε παρόμοια προβλήματα με απεργίες, δε χρειάζεται να μας εξηγήσεις” μου λέει, και πραγματικά δεν το πιστεύω. Ήμουν πολύ τυχερή εκείνη την ημέρα. Κάποιοι στο τέλος μου είπαν και ευχαριστώ, αφού ο βγαλμένος από ταινία οδηγός μας, που έχει περάσει όλη τη διαδρομή κολλημένος στο τιμόνι να μασουλά ηλιόσπορους και να μουρμουρίζει “γι’ αυτό δεν πάει η Ελλάδα μπροστά”, είπε στους αστυνομικούς “εγώ περνάω, έχω τριαξονικό” και κατάφερε, με κάποιο μαγικό τρόπο, να τους πάει πίσω στο κρουαζιερόπλοιο στην ώρα τους».

«Οι περισσότεροι το βλέπουν ψύχραιμα, μερικοί το διασκεδάζουν κιόλας, τους φαίνεται περιπέτεια» καταθέτει τη δική της εμπειρία η Χριστίνα, 28 χρονών. «Μου έχει τύχει να ανεβούμε στην Ακρόπολη, με μικρό γκρουπ και νέους σε ηλικία ευτυχώς, ακριβώς την ώρα που την έκλειναν οι συμβασιούχοι του Υπουργείου Πολιτισμού. Τους πήγα στην Αρχαία Αγορά, χωρίς να το έχουμε προγραμματίσει, και ενθουσιάστηκαν. Δεν μπορούσαν, όμως, με τίποτα να καταλάβουν τον λόγο της διαμαρτυρίας. “Δηλαδή υπέγραψαν συμβόλαια, και τα συμβόλαια έληξαν, και κλείνουν την Ακρόπολη για να υπογράψουν νέα;” μου έλεγαν. Η έννοια της μονιμότητας ήταν κάτι που τους ξεπερνούσε».

Κρίσεις για την κρίση

Τι θα μαντεύατε ότι ρωτούν συχνότερα οι τουρίστες μας τους ξεναγούς τους; Όχι, δεν είναι το αρχιτεκτονικό θαύμα του Παρθενώνα, τα επιτεύγματα των αρχαίων Αθηναίων, ή το πού θα φάνε τον καλύτερο μουσακά τα θέματα που τους απασχολούν, αλλά η οικονομική (μας) κρίση.

«Με ρωτούν διαρκώς τι γίνεται, και αν θα τα καταφέρουμε» λέει η Μαρία. «Μια φορά, μάλιστα, με σταμάτησε στο Μουσείο της Ακρόπολης, καθώς ανέβαινα τα σκαλιά με ένα γκρουπ, μια κυρία που κατέβαινε. “Να σας κάνω μια ερώτηση;” μου λέει με ανήσυχο βλέμμα, κι εγώ περιμένω να ακούσω κάτι του στυλ “πού είναι η τουαλέτα;”. “Ποιος είναι ο δείκτης ανεργίας στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή;”. Πρέπει να έμεινα εμβρόντητη για λίγα δευτερόλεπτα πριν απαντήσω. Με ευχαρίστησε, και συνέχισε τον δρόμο της».

«Όλοι θέλουν να το συζητήσουν» συμφωνεί η Αγγελική, 30 ετών, που κάνει ξεναγήσεις εδώ και τρία χρόνια. «Ειδικά οι Ευρωπαίοι, που βομβαρδίζονται καθημερινά με ειδήσεις για την ελληνική κρίση, ανοίγουν την κουβέντα ελπίζοντας ότι τα δικά τους media κάπου υπερβάλλουν. Σαν να περιμένουν να ακούσουν ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο τραγικά όσο τους τα παρουσιάζουν. “Είναι αλήθεια ότι μας μισείτε;” με ρώτησε πρόσφατα, μεταξύ σοβαρού και αστείου, ένας Ολλανδός, συνταξιούχος διευθυντής δημοτικού σχολείου. “Διάβασα ότι μια μητέρα εγκατέλειψε το παιδί της έξω από ένα ορφανοτροφείο γιατί δεν είχε αρκετά χρήματα για να το μεγαλώσει, είναι εκτεταμένο αυτό το φαινόμενο;” με είχε ρωτήσει μία κοπέλα από το Βέλγιο, τότε που είχε κυκλοφορήσει η είδηση».

Και πώς το λέτε εσείς εδώ;

Υπάρχουν, άραγε, στο παγκοσμιοποιημένο μας χωριό, πράγματα που κάνουν ακόμα τον ταξιδιώτη να απορεί ή να εκπλήσσεται; «Τα αδέσποτα», μου λέει χαμογελώντας η Μαρία. «Δεν το χωράει ο νους τους. “Ποιανού είναι αυτό το σκυλί;”, μου λένε, “γιατί είναι έξω μόνο του; Ποιος το ταΐζει;”. Τους λέω ότι τα ταΐζουν οι φύλακες, τα σκυλιά στην Ακρόπολη για παράδειγμα, και δεν μπορούν να το πιστέψουν. “Ναι, αλλά σε ποιον ανήκουν;” επιμένουν. Το παίρνω στην πλάκα καμιά φορά, τους λέω ότι ανήκουν στην πόλη, σε όλους… Σοκάρονται, τα βγάζουν φωτογραφίες, με ρωτάνε “σοβαρολογείς;”.

«Μια Αμερικανίδα, επίσης, μια φορά, με είχε ρωτήσει ποιες είναι οι βασικές αρχές του ορθόδοξου χριστιανισμού. Είχαν μόλις βγει από το κρουαζιερόπλοιο κι είχα ξεκινήσει να μιλάω για την Ακρόπολη, και για το υπόλοιπο πρόγραμμα της ημέρας. Της είπα ότι θα χρειαστώ λίγη ώρα για να της απαντήσω. Ήταν 8.00 το πρωί!

«Άλλη ερώτηση που ακούω πολύ συχνά: αν αυτή είναι η κανονική μου δουλειά. Οι περισσότεροι σοκάρονται όταν τους λέω ότι ναι, είμαι μόνο ξεναγός, δεν έχω δεύτερη δουλειά. Με ρωτούν πόσους μήνες κρατάει η τουριστική σαιζόν στην Ελλάδα, και αν υπάρχουν και άλλοι ξεναγοί που ζουν αποκλειστικά από αυτό το επάγγελμα. Νομίζω δυσκολεύονται να το πιστέψουν».

«Οι καφετέριες κάνουν σε πολλούς εντύπωση», προσθέτει η Χριστίνα. «Το πόσο γεμάτες, και πόσο πολλές είναι. Σχεδόν κάθε φορά που περνάμε από το Θησείο, κάποιος θα με ρωτήσει τι πληθυσμό έχει η Αθήνα. Η ερώτηση που ακολουθεί συνήθως έχει να κάνει με τους αριθμούς των φοιτητών. Κι αφού αναρωτηθούν λιγάκι μόνοι τους, κι αποφασίσουν ότι τα νούμερα δεν βγαίνουν, θα με ρωτήσουν ευθέως: “πώς γίνεται να είναι τόσος κόσμος έξω για καφέ, πρωί καθημερινής;”».

Socrates drank the conium

«Δεν τρελαίνονται όλοι για τα αρχαία, μη νομίζεις» μου διαλύει έναν από τους αγαπημένους μου μύθους η Μαρία. «Εννιά στα δέκα γκρουπ που παίρνουμε από κρουαζιερόπλοια, βλέπουν μόνο την Ακρόπολη και τέλος. Φτάνουν στο λιμάνι 8.00 το πρωί, τελειώνουμε την ξενάγηση στις 14.00 κι έχουν τέσσερις ώρες κενό μέχρι τις 18.00 που θα πρέπει να είναι πίσω. Τους λέω πάντα ότι δεν έχουν δει τίποτα από την Αθήνα, εξηγώ πού μπορούν να κάνουν βόλτα, να φάνε, να ψωνίσουν, να δουν την Αρχαία Αγορά ή τον Κεραμεικό, φτάνουμε στο Σύνταγμα όπου γίνεται η προγραμματισμένη στάση, ρωτάω “λοιπόν, ποιος θέλει να κατέβει;” και δεν κουνιέται κανείς. “Είστε σίγουροι;” κάνω μια απελπισμένη προσπάθεια, αλλά και πάλι τίποτα. Η αλήθεια, βέβαια, είναι ότι κάποιοι μπορεί και να φοβούνται, ειδικά σε περιόδους αναταραχής, μην πέσουν ξαφνικά σε καμιά πορεία, απεργία ή απλά κίνηση και δεν μπορέσουν να επιστρέψουν έγκαιρα στο κρουαζιερόπλοιο».

«Ξεναγούσα μια φορά δύο Αμερικανίδες, μαμά και κόρη» διηγείται η Αγγελική. «Είχαν φτάσει το προηγούμενο βράδυ, είχαν πρόβλημα από το jet lag. Άργησαν μισή ώρα στο ραντεβού μας, και δεν είχαν φάει πρωινό, αλλά δε μου είπαν τίποτα. Ανεβαίνουμε, λοιπόν, στην Ακρόπολη, με 35 βαθμούς Κελσίου, κι η κοπελίτσα αρχίζει να ζαλίζεται. Πανικοβάλλομαι εγώ, μας βλέπει ευτυχώς μία από τους φύλακες της Ακρόπολης, και μας βοηθά να την βάλουμε μέσα στο φυλάκιο, δευτερόλεπτα πριν λιποθυμήσει.

«Υπάρχει μια έξοδος έκτακτης ανάγκης από την Ακρόπολη, ένα ασανσέρ ανοιχτό στα δεξιά του Ερεχθείου. Μας την είχαν αναφέρει κάποια στιγμή στη σχολή, αλλά δε φανταζόμουν ότι θα χρειαστεί να τη χρησιμοποιήσω τόσο σύντομα. Όταν η φύλακας κατάφερε να συνεφέρει την κοπέλα, και μπήκαμε στο ασανσέρ, ενθουσιάστηκαν μαμά και κόρη τόσο από την θέα στην Αρχαία Αγορά και τις φωτογραφίες που έβγαζαν, που τα ξέχασαν όλα. Όταν κατεβήκαμε, βέβαια, η κοπέλα επέστρεψε στο ξενοδοχείο, γιατί δεν αισθανόταν καλά, αλλά η μαμά της συνέχισε την ξενάγηση μαζί μου. Πώς θα διαχειριζόταν το περιστατικό μια Ελληνίδα μάνα; Ε, το αντίθετο» καταλήγει χαμογελώντας.

«Τα prive, τα οποία είναι συνήθως οικογένειες ή ζευγάρια, ή παρέες που ταξιδεύουν μεμονωμένα, είναι εντελώς άλλη ιστορία από τα γκρουπ» λέει η Μαρία. «Ενδιαφέρονται περισσότερο, κάνουν ερωτήσεις για την Ιστορία, εκτιμούν τον πολιτισμό. Ένας Αμερικάνος μια φορά μου είχε πει “ό,τι είμαστε το οφείλουμε σε εσάς, εμείς δεν έχουμε τίποτα”. Συγκινήθηκα. Μου πρότεινε κι ένα βιβλίο, το Colossus of Maroussi, του Henry Miller, να διαβάσω για να καταλάβω λέει πώς βλέπουν την Ελλάδα οι ξένοι. Αναθεωρείς πολλά πράγματα σε αυτή τη δουλειά. Ο μύθος που θέλει τους Αμερικάνους αμόρφωτους, να μην καταλαβαίνουν και πολλά, είναι ένα από αυτά».


Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v