Η μέρα της ανήμπορης μαρμότας

Μερικές φορές η ζωή δεν μας τα φέρνει όπως φανταζόμασταν. Και εκεί που λέμε ότι όλα θα πάνε καλά, κάτι συμβαίνει για να μας θυμίσει πως "δεν είναι ο κόσμος μας αυτός". Σκέψεις, λέξεις και... χοντράδες των ημερών.
Η μέρα της ανήμπορης μαρμότας
του Στέργιου Χρήστου

Ο ήχος από το ξυπνητήρι σκίζει τη σιωπή. Πατάει με το δεξί του χέρι το κουμπί για να το κλείσει, φτύνει μια βρισιά και αμέσως το μετανιώνει. Υποσχέθηκε στον εαυτό του να μην γκρινιάζει χωρίς λόγο και να χαμογέλα όσο μπορεί. Το μπάνιο φαντάζει μακρινό σαν την Κίνα και ο διάδρομος ατελείωτος σαν το σινικό τείχος. Είναι άραγε και ο διάδρομος του σπιτιού του ορατός από το φεγγάρι; Χαμογελά στιγμιαία με την χαζή σκέψη του. Αγκομαχώντας φτάνει στον νιπτήρα, το νερό παγωμένο τον ξυπνά απότομα. Τα μαλλιά του άραγε πώς να 'ναι; Δεν φτάνει τον καθρέφτη όμως και περιορίζεται σε ενα ερασιτεχνικό χτένισμα με τα δάκτυλα του.

Ένας επιδέξιος ελιγμός και βγαίνει από το μπάνιο, κατεύθυνση προς την κουζίνα. Λιγότερo μακρινή αυτή, σαν την Κορέα. Φίλτρα στο κάτω ντουλάπι και καφές πάνω στον πάγκο. Η γελοία αναμονή μέχρι η καφετιέρα να βγάλει τον απόκοσμο εκείνο ήχο που σημαίνει ότι ο καφές είναι έτοιμος. Πηγαίνει προς το μπαλκόνι της κουζίνας και ατενίζει το γκρίζο πρωινό. Ακόμα ένας γολγοθάς ξεκινά. Ανοίγει το ραδιοφωνό και η Λιζέτα τον καλημερίζει γλυκά, εκείνος ανταποδίδει. Πίνει γρήγορα τον καφέ και με έναν ακόμα επιδέξιο ελιγμό επιστρέφει στο υπνοδωμάτιο.

Το φως ανύπαρκτο και το δώματιο άνευ παράθυρου πιστό στην άναρχη ρυμοτομία της Αθήνας, του διαμερίσματος του και όλοκλήρης της ζωής του. Πάει να ανάψει το φως αλλά ο διακόπτης δεν μεταφέρει το σαφές μήνυμα. Η λάμπα κάηκε. Φτύνει ακόμα μια βρισιά αλλά δεν το μετανιώνει αυτήν την φορά. Η λάμπα κρεμιέται στον ουράνιο θόλο του δωματιου του μακρινή σαν τον Πλούτωνα. Μια βαθιά ανάσα και ανασύνταξη προκειμένου να καταστεί εφικτή η ένδυση σε κατάσταση σκότους. Βουτάει τον εαυτό του και τον ρίχνει στο κρεβάτι. Παντελόνι, κάλτσες, πουκάμισο, παλτό και η υπομονή του Ιωβ μέχρι να βάλει τα παπούτσια. Στέκεται για μια στιγμή και αναρωτιέται, μήπως το πάει για βροχή; «Πάρε και μια ομπρέλα μαζί σου καλού κακού!» η ηχώ της μανάς κουδουνίζει στα μηνίγγια και εκείνος μειδιά κυνικά... Αλήθεια, πώς έλεγαν εκείνη τη θεότητα των Ινδουιστών με τα πολλά χέρια; Θεά Κάλι; Αν ήταν αυτή στη θέση του ίσως και να έπαιρνε ομπρέλα, γι' αυτόν όμως τον κοινό θνητό κάτι τέτοιο δεν θα ήταν εφικτό. Το σταθερό χτυπά στο μέσα δωμάτιο αλλά αυτός επιδεικτικά το αγνοεί.... δεν το προλαβαίνει άλλωστε.

Στριμωχτά φτάνει ως την εξώπορτα (η παπουτσοθήκη στο διάδρομο ήταν τελικά πολύ κακή ιδέα), βγαίνει έξω και καλεί το ασανσέρ. Ελίσσεται οπισθίως και εισέρχεται. Πατάει το κουμπί του ισογείου και για τρισχιλιοστή φορά αγχώνεται ήδη για την επιστροφή του καθώς το κουμπί του τετάρτου όπου μένει είναι πολυ ψηλά. Φτάνει στο ισόγειο και ανοίγει την κεντρική είσοδο, ένα χαστούκι παγωμένου αέρα τον αναζωογονεί. Γεμάτος ικανοποίηση κοιτά την μικρή ράμπα που τοποθετήθηκε προσφάτως στο σκαλί της εξόδου με έξοδα που μπήκαν στα κοινόχρηστα. Με το χνώτο του ζεσταίνει λίγο τις παλάμες του προτού ακουμπήσει τις παγωμένες ρόδες από το αναπηρικό καροτσάκι του... Ρόδες ψέλισε.. Αλήθεια πώς πάει εκείνο το τραγουδάκι που τραγουδούν οι Ρόδες...;

Δεν είναι ο κόσμος σου αυτός
είναι διαφορετικός
σου 'χα πει μια νυχτιά, θυμάμαι
Πως ό,τι φαίνεται είναι αλλιώς
κι ό,τι φτιάχνεις, ουρανός
με βροχή, με φωτιά
φοβάμαι 

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v