Γιατί ανεβαίνει και πώς επιδρά η ηλικία μητρότητας

Η πρώτη γέννηση έρχεται πλέον γύρω στα 31 χρόνια μιας γυναίκας, πολύ αργότερα σε σχέση με το παρελθόν. Η καθυστέρηση αυτή μειώνει τις γεννήσεις και οξύνει το Δημογραφικό πρόβλημα της χώρας.

Γιατί ανεβαίνει και πώς επιδρά η ηλικία μητρότητας

Το κείμενο αποτελεί μέρος της ειδικής έκδοσης του euro2day.gr και του mama365.gr «Η Σιωπηλή Κρίση – Οικογένεια και Δημογραφικό».

Γράφει o Δρ. Κώστας Ρόντος, Population Europe Expert Καθηγητής (Αφ.) Στατιστικής και Κοινωνικής Δημογραφίας Τμήμα Κοινωνιολογίας Πανεπιστημίου Αιγαίου, τ. Διευθυντής ΕΣΥΕ (ΕΛ.ΣΤΑΤ)

Η θετική εξέλιξη του πληθυσμού από πλευράς μεγέθους αλλά και ποιοτικών χαρακτηριστικών αυτού κρίνεται ιδιαίτερα σημαντική, καθώς, κατά κανόνα, συνδέεται με την κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη, ενώ η πληθυσμιακή στασιμότητα ή ακόμη χειρότερα η μείωση αυτού οδηγεί τελικά στον μαρασμό, στην κοινωνική και οικονομική υποβάθμιση και μακροχρόνια υποσκάπτει ακόμη και αυτή την επιβίωση.Με βάση τις διεθνείς δημογραφικές εξελίξεις και παρά το γεγονός ότι ο παγκόσμιος πληθυσμός ξεπερνά ήδη τα 8 δισ. με πρόβλεψη να φτάσει στα 10 δισ. πληθυσμού μέχρι το 2050, οι δυτικές κοινωνίες βιώνουν σοβαρά δημογραφικά ζητήματα. Τα κυριότερα είναι τα εξής:

@ Ασθενείς ρυθμοί αύξησης ή μείωση πληθυσμού.
@ Περιφερειακές πληθυσμιακές ανισότητες σε βάρος των μειονεκτικών περιοχών (αγροτικών, νησιωτικών, ορεινών, μεθοριακών).
@ Κορεσμός των δημιουργούμενων μεγάλων αστικών συγκεντρώσεων λόγω της εσωτερικής μετανάστευσης προς αυτά, με αποτέλεσμα τη δημιουργία αρνητικών οικονομιών αστικής συγκέντρωσης.
@ Μείωση των γεννήσεων (υπογεννητικότητα) και αύξηση της ηλικίας της μητέρας κατά τη γέννηση.
@ Μείωση των γάμων, τάση για συγκατοίκηση (cohabitation), αύξηση της ηλικίας γάμου και αύξηση γεννήσεων εκτός γάμου.
@ Αύξηση διαζυγίων.
@ Δημογραφική γήρανση-Μεγάλη αύξηση ηλικιών άνω των 80.
@ Μεγάλες μεταναστευτικές και προσφυγικές ροές προς τη Δύση από ασιατικές και αφρικανικές χώρες.

Από τα παραπάνω ζητήματα, η μείωση των γεννήσεων αποτελεί πολύ σημαντική αρνητική εξέλιξη καθώς σε συνδυασμό με τη διατήρηση σταθερών ρυθμών θνησιμότητας, έχει ήδη δημιουργηθεί αρνητική φυσική αύξηση του πληθυσμού (αριθμός γεννήσεων - αριθμός θανάτων), τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ε.Ε ως σύνολο, με αποτέλεσμα τη μείωση του πληθυσμού από τη μία συνιστώσα μεταβολής του πληθυσμού, τη φυσική μεταβολή. Για τα δεδομένα της Ελλάδας, μέρος των φυσικών απωλειών του πληθυσμού καλύπτονται από τον μεταναστευτικό παράγοντα (εισροή μεταναστών - εκροή μεταναστών), το λεγόμενο ισοζύγιο μετανάστευσης.

Η μείωση του αριθμού των γεννήσεων οφείλεται τόσο στον περιορισμό των παιδιών που αντιστοιχούν σε κάθε γυναίκα αναπαραγωγικής ηλικίας, όσο και στον πολύ σημαντικό, αλλά μη άμεσα εμφανή, παράγοντα του περιορισμού των νέων αναπαραγωγικής ηλικίας, των φυσικών φορέων δηλαδή της γέννησης παιδιών.

Το ειδικότερο θέμα μας (αναβολή γέννησης παιδιών για μεγαλύτερες ηλικίες της μητέρας) συνδέεται με τη μειωμένη γονιμότητα στις σύγχρονες κοινωνίες της Δύσης σε μέγεθος πολύ κάτω του δείκτη 2,1 παιδιά ανά γυναίκα αναπαραγωγικής ηλικίας, που είναι το όριο αναπλήρωσης ενός πληθυσμού.

Πράγματι, ο δείκτης γονιμότητας στην Ελλάδα από 2-2,5 παιδιά ανά γυναίκα αναπαραγωγικής ηλικίας 15-44 ετών το 1950-70 περιορίζεται σε 1,33 το 2015 και 1,26 το 2023, μέγεθος που την κατατάσσει στις χώρες με τη χαμηλότερη γονιμότητα. Προβλέψεις της EUROSTAT εκτιμούν ότι μέχρι και το 2050, ο δείκτης δεν θα ξεπεράσει το 1,5 που είναι το όριο της παγίδας γονιμότητας -fertility trap.

Η παρατηρούμενη αύξηση της μέσης ηλικίας γάμου και γέννησης παιδιών κυρίως της γυναίκας στα 31 χρόνια περιορίζει τη γονιμότητα, καθώς παρατηρείται μείωση της βιολογικής αναπαραγωγικής ικανότητας της γυναίκας μετά την ηλικία των 30 ετών και περιορισμός της συνολικής περιόδου τεκνοποιίας.

Η παράθεση των δημογραφικών δεδομένων αποδεικνύει τα παραπάνω: Κατά τα έτη 1979-1981 η μέση ηλικία της μητέρας κατά τη γέννηση του πρώτου παιδιού ήταν τα 24,2 έτη, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, ενώ το 2021 ανήλθε στα 31,1 έτη. Η μέση ηλικία της μητέρας κατά τη γέννηση ανεξάρτητα από σειρά γέννησης ανέρχεται στα 32 έτη.

Ποιοι παράγοντες όμως οδηγούν στην αναβολή της γέννησης παιδιών, που με τη σειρά της συμβάλλει στη μείωση της γονιμότητας;

Κατ' αρχάς, η παρατεταμένη περίοδος εκπαίδευσης των νέων και η καθολική είσοδος της γυναίκας στην εκπαίδευση ανωτέρου επιπέδου και στην εργασία. Επίσης, συμβάλλει η δυσκολία επιτυχούς διατήρησης της οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής (dual role) για τα νέα ζευγάρια και οι δυσμενείς συνθήκες για αυτά στην αγορά εργασίας, όπως δυσκολία εισόδου, ανεργία, χαμηλοί μισθοί, ελαστικές/μη μόνιμες θέσεις εργασίας, υψηλά ενοίκια και τιμές ακινήτων σε συνδυασμό με τα ανεπαρκή μέτρα στήριξης από το Κράτος σε όλη τη διάρκεια της ανατροφής των παιδιών.

Πρόσθετος σημαντικός παράγοντας είναι οι προοδευτικά αυξανόμενες τάσεις -από τους νέους- απαξίωσης της παραδοσιακής μορφής σύστασης οικογένειας (βλ. γάμο) και η χαμηλή προτεραιότητα που δίνεται στη διάθεση πόρων και χρόνου για τη σύσταση οικογένειας έναντι της προσωπικής ζωής, που έχει επιβάλει ο ατομικιστικός τρόπος ζωής στο πλαίσιο του υπερκαταναλωτισμού που διέπει τις σύγχρονες κοινωνίες.

Οι παραπάνω τάσεις αναβολής ή και τελικά μη πραγματοποίησης της γέννησης παιδιών, εκτός των άμεσων συνεπειών στο Δημογραφικό, οδηγεί σε αδρανοποίηση του κοινωνικού ρόλου των νέων γενεών, σε αύξηση της ανισορροπίας μεταξύ των γενεών και σε μείωση της σημασίας βασικών αξιών μιας κοινωνίας, όπως είναι τα παιδιά, η οικογένεια, η προσφορά στη διατήρηση και ανανέωση της ζωής.

Η κατάσταση είναι σοβαρή, καθώς στη δεκαετία 2011-2021 ο πληθυσμός της Ελλάδας μειώθηκε κατά 333.789 άτομα, ενώ η πρόβλεψη για το 2050 είναι ο πληθυσμός να περιοριστεί σε 9,6 εκατομμύρια και το 2100 σε 7,4 εκατομμύρια (περί τα 5 εκατομμύρια γηγενείς).

Για την επίλυση των παραπάνω προβλημάτων θα πρέπει να απαντήσουμε στο αν θέλουμε ως κοινωνία να επιστρέψουμε στη «Δημογραφική Ανάπτυξη», να προσδιορίσουμε τι αξία δίνουμε στα παιδιά, να δώσουμε στις οικογένειες τη θέση που τους αξίζει, να επιβεβαιώσουμε την ισορροπία μεταξύ των γενεών και να διαμορφώσουμε μια δικαιότερη κατανομή των πλεονεκτημάτων της οικονομικής ανάπτυξης. Τέλος, να αναλάβουμε «εκστρατεία» για τη συνειδητοποίηση από τους νέους του κοινωνικού τους ρόλου για τη συνέχιση της ζωής. Η Ελλάδα, επίσης, θα πρέπει να εφαρμόσει (για πρώτη φορά) συστηματική και μακροχρόνια στρατηγική (βασισμένη στην επιστημονική έρευνα), δεδομένου ότι αποτελεί χώρα με συγκριτικά πιο δυσοίωνη δημογραφική εξέλιξη.

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v