Ρομά: Στον καιρό των Ελλήνων Τσιγγάνων

Υπάρχουν ανάμεσά μας για αιώνες, όμως μέχρι και σήμερα εξακολουθούν να βιώνουν των κοινωνικό αποκλεισμό. Απόψεις, προβληματισμοί και σκέψεις για μια ομάδα «διαφορετική», όμως αρκετά «ίδια» με εμάς.

Ρομά: Στον καιρό των Ελλήνων Τσιγγάνων

του Νικόλα Γεωργιακώδη

Τσιγγάνο είναι ωραίο να σε λένε
Τσιγγάνος δεν είναι εύκολο να είσαι
Δεν ξέρω τι θα γίνω
Δεν ξέρω

ΡΟΜ - Νίκος Κυπουργός , από το ομώνυμο ντοκιμαντέρ του Μενέλαου Καραμαγγιώλη

«Τι θες ρε γύφτο;». Δεν νομίζω να υπάρχει κάποιος που να μην έχει χρησιμοποιήσει κάποια στιγμή την συγκεκριμένη έκφραση ή έστω την λέξη «γύφτος» για να μειώσει τον συνομιλητή του παρομοιάζοντας τον με Τσιγγάνο. Τι ειρωνεία. Σε μια εποχή όπου ακούμε από παντού κηρύγματα κατά του ρατσισμού, που απορούμε με την είσοδο των Χρυσαυγιτών στην Βουλή, να χρησιμοποιούμε την ονομασία μιας ολόκληρης πληθυσμιακής ομάδας ως βρισιά.
 
Οι ρίζες των Ρομά: Μια αιωνιότητα στο περιθώριο

Οι Τσιγγάνοι ή Ρομά βρίσκονται ανάμεσά μας εδώ και αιώνες, αποτελώντας μια ομάδα η οποία, έχοντας ινδικές ρίζες, εξαπλώθηκε σε όλο τον κόσμο. Στο χώρο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας εμφανίστηκαν κατά τον 11ο αιώνα, στον ελλαδικό χώρο κατά τον 14ο και συνέχισαν την πορεία τους προς τη Δύση. Με το που πάτησαν πόδι στην ευρωπαϊκή ήπειρο, αντιμετωπίστηκαν ως «ξένοι», ως «διαφορετικοί», δαιμονοποιήθηκαν και διώχτηκαν.

«Η ρίζα της λέξης τσιγγάνος είναι από το ρήμα ‘αγγίζω’ (θιγγάνω) με το στερητικό –α-. Σημαίνει, δηλαδή «ανέγγιχτος», αυτός που δεν κάνει να τον αγγίξεις γιατί είναι μιαρός, και η επονομασία αυτή τους δόθηκε στο Βυζάντιο. Όμως και στις Ινδίες η κοινωνία διαχωρίζεται σε κάστες και η κατώτερη κάστα, στην οποία πιθανότατα ανήκαν οι ομάδες αυτές, θεωρούνταν ακάθαρτη», λέει η κ. Άννα Λυδάκη κοινωνιολόγος-λαογράφος και καθηγήτρια του Πάντειου Πανεπιστημίου, η οποία έκανε έρευνα με συμμετοχική παρατήρηση για αρκετά χρόνια κοντά στους Έλληνες Ρομά της Αγίας Βαρβάρας. Όσον αφορά την ονομασία «Γύφτος», αυτή προέρχεται από την άποψη που υπήρχε παλαιότερα ότι οι Τσιγγάνοι προέρχονταν από την Αίγυπτο (Αίγυπτος, Αιγύπτιος, γύφτος).

«Τους ακριβείς λόγους για τους οποίους μετανάστευσαν στην Ευρώπη δεν τους γνωρίζουμε. Πιθανώς άνηκαν σε κατώτερες κάστες και ύστερα από αποτυχημένες εξεγέρσεις αναγκάστηκαν να φύγουν», προσθέτει η κ. Λυδάκη. Επίσης, όμως μας πληροφορεί η κ. Λυδάκη, οι Ρομά δεν αποτελούν μια ομοιογενή ομάδα.

«Αν ρωτήσετε τους Τσιγγάνους στην Ελλάδα θα σας πουν το όνομα της ομάδας στην οποία ανήκουν. Θα σας πουν ότι είναι Φιτσίρια, δηλαδή νομάδες, καλαθοπλέχτες κυρίως, που ζουν σε τσαντίρια, μετσκάρια, καζαντζία, δηλαδή χαλκιάδες, λαουτάρηδες… Όμως μιλούν όλοι την δική τους γλώσσα την Ρομανές ή Ρομανί, εκτός από τους λεγόμενος Ρουμανόγυφτους του Ζεφυρίου και άλλων περιοχών, οι οποίοι μιλούν Ρουμάνικα. Βεβαίως, η ρομανές παρουσιάζεται στις διάφορες χώρες, με παραλλαγές και δάνεια στοιχεία από τις χώρες στις οποίες κατοικούν», επισημαίνει η κ. Λυδάκη.

Οι επιρροές που δέχονται οι Τσιγγάνοι από τις χώρες στις οποίες κατοικούν είναι εμφανείς και στο θρήσκευμά τους. Για παράδειγμα στην Ελλάδα είναι κυρίως Χριστιανοί Ορθόδοξοι, αλλά στην Βόρεια Ελλάδα Μουσουλμάνοι. Έχουν όμως κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ως λαός; Πόσο «διαφορετικοί» είναι από εμάς;

«Το θέμα του ‘διαφορετικού’ είναι πάντα σχετικό και ίσως δεν είναι σωστό να το τονίζουμε. Επικεντρωνόμαστε στην διαφορά η οποία υπάρχει και καλό είναι να υπάρχει ως αντίδοτο στον εθνοκεντρισμό, από την άλλη όμως παραβλέπουμε τις κρυφές ομοιότητες. Μελετώντας τους Τσιγγάνους, διαπιστώνουμε ότι έχουν πάρα πολλά στοιχεία από τις δικές μας παραδοσιακές κοινωνίες», τονίζει η κ Λυδάκη και φέρνει ως παράδειγμα τα ήθη και τα έθιμα του γάμου, το ρόλο της γυναίκας, την ανατροφή των παιδιών και τη διευρυμένη οικογένεια. Όπως όμως επισημαίνει, είναι δύσπιστοι απέναντί μας.

«Νοιώθουν περιθωριοποιημένοι, γι’ αυτό και μένουν μαζί. Έχουν νοιώσει στο πετσί τους την βία, το ρατσισμό, το περιθώριο. Ακόμα και σήμερα. Ας θυμηθούμε, για παράδειγμα ότι το 2008 στην Ουγγαρία έγιναν δολοφονικές επιθέσεις εναντίον τους. Για να μη μιλήσουμε για το Ολοκαύτωμα όπου εξοντώθηκαν στα κρεματόρια περίπου 800 χιλιάδες. Συνηθίζουμε να αναφέρουμε πάντα το Ολοκαύτωμα των Εβραίων και αυτούς τους παραβλέπουν όλοι», λέει η ίδια.

Οι Ρομά αντιμετωπίζονταν σχεδόν παντού ως «ξένοι» και διώκονταν ή περιθωριοποιούνταν. «Το διαφορετικό ντύσιμό τους, η άγνωστη γλώσσα τους συντελούσαν στην περιθωριοποίησή τους. Τους κατηγορούσαν ότι ασχολούνται με την μαγεία, με την μαντική. Όμως ο Μαλινόφσκι (γνωστός ανθρωπολόγος) αναφέρει ξεκάθαρα ότι στα νησιά Τρόμπριαντ και αλλού οι άνθρωποι όταν επρόκειτο να αντιμετωπίσουν δυσκολίες προέβαιναν σε κάποιες μαγικές – μαντικές τελετές. Επίσης, στην ελληνική λαογραφία ο Γεώργιος Μέγας αναφέρει κοντά τριάντα τρόπους στους οποίους επιδίδονταν οι άνθρωποι προσπαθώντας να μαντέψουν», λέει σχετικά η κ. Λυδάκη. Κάπως έτσι ο διαφορετικός, γίνεται εύκολα στόχος και ακόμα πιο εύκολα αποδιοπομπαίος τράγος. Ο μειονοτικός γίνεται μειονεκτικός.

Οι Τσιγγάνοι στην Ελλάδα

Σήµερα ο αριθµός των Ροµά που ζουν στην Ελλάδα υπολογίζεται σε 160 με 200 χιλιάδες άτοµα (στοιχεία του 2008), μόνιμα ή περιοδικά εγκατεστημένα σε δεκάδες περιοχές της ελληνικής επικράτειας και των πόλεων. Στην Αττική βρίσκονται κατά κύριο λόγο στην Αγία Βαρβάρα, στα Λιόσια, στο Ζεφύρι και στον Ασπρόπυργο, στην Θεσσαλονίκη στον Δενδροπόταμο, στον Εύοσμο και στην Μενεμένη, επίσης στο Αγρίνιο, στην Αλεξάνδρεια Ημαθίας, στο Μεσολόγγι, στην Ξάνθη και στην Φλώρινα. Οι Ρομά στην Ελλάδα απέκτησαν την ελληνική ιθαγένεια το 1955 και μαζί με αυτήν όλα (υποτίθεται) τα δικαιώματα τα οποία την συνοδεύουν. Και λέω υποτίθεται, αφού στην περίπτωση των Τσιγγάνων το ελληνικό κράτος μπορεί να μην τους περιθωριοποίησε όσο η ελληνική κοινωνία, όμως σίγουρα δεν έκανε ό,τι ήταν δυνατόν για να τους εναρμονίσει με αυτήν.

«Δεν επιλέγουν οι ίδιοι να ζουν σε καταυλισμούς», μου απαντά η κ. Λυδάκη όταν την ρωτάω για ποιον λόγο δεν βρίσκουν μια μόνιμη κατοικία. «Ένα πολύ μικρό ποσοστό τους ζει καλύτερα, οι υπόλοιποι υποφέρουν και η ζωή τους είναι πολύ δύσκολη. Μη ξεχνάτε ότι τα παραδοσιακά τους επαγγέλματα, αυτά που ασκούσαν στην ύπαιθρο, οι καλαθοπλέκτες, οι χαλκιάδες, οι σιδεράδες, ο ‘γύφτος του χωριου’, όλα έχουν χαθεί. Το να ενταχθούν στο καθεστώς της μισθωτής εργασίας δεν ήταν εύκολη ιστορία, οπότε το μόνο που τους μένει είναι ο σχετικά ελαστικός χώρος της ελεύθερης αγοράς, γι’ αυτό επιδίδονται στο εμπόριο», προσθέτει.

Στην Ελλάδα πάντως, οι τσιγγάνοι δεν υπέστησαν τους διωγμούς στον ίδιο βαθμό με άλλες χώρες. «Αυτό είναι πολύ σημαντικό και αξίζει να το επισημάνουμε. Είναι χαρακτηριστικό άλλωστε ότι υπήρχε και το γνωστό γνωμικό που έλεγε ότι «ένα σωστό χωριό πρέπει να έχει τον παπά του και τον γύφτο του». Ο παπάς για τις πνευματικές ανάγκες και ο γύφτος για τις υλικές, δηλαδή σιδεράς, χαλκιάς. Δεν είχαμε διωγμούς στην Ελλάδα όπως στην υπόλοιπη Ευρώπη», λέει η ίδια και σημειώνει μια αρκετά ενδιαφέρουσα και, για πολλούς, άγνωστη πληροφορία. Το ότι οι Έλληνες Τσιγγάνοι υπήρξαν θεματοφύλακες του δημοτικού μας τραγουδιού: «Αυτοί φύλαξαν το δημοτικό μας τραγούδι, ακολουθώντας τους κλέφτες για να τους διασκεδάζουν. Ήταν οι μόνοι που καταδέχονταν να μπουν στην μέση του κύκλου για να παίξουν μουσική και να μπορούν οι άλλοι να χορεύουν».

Επιστρέφοντας στο σήμερα, η κ. Λυδάκη επαναφέρει τον στιγματισμό και τα στερεότυπα τα οποία «ακολουθούν» τους Τσιγγάνους. Μου δίνει το παράδειγμα των λόγων ενός από τους κατοίκους της Αγίας Βαρβάρας, ο οποίος κάποια στιγμή της είπε με πικρία πως «ο γύφτος ό,τι και να κάνει γύφτος θα ‘ναι».

«Καταλαβαίνετε τι κάνουμε με τα στερεότυπα, στιγματίζοντας τους ανθρώπους; Δεν τους αφήνουμε να εξελιχθούν σαν προσωπικότητες, έχουμε έτοιμη μια εικόνα, μια προκατάληψη», λέει.

Ο Τσιγγάνοι στην Ελλάδα μοιάζουν να μην μπορούν εύκολα να ξεφύγουν από το ρομαντικό ή απαξιωτικό στερεότυπο. Τι άλλο θα μπορούσαν να κάνουν άλλωστε σε μια τόσο εχθρική κοινωνία; «Αν συνεχώς λες ή δίνεις στον άλλο να καταλάβει ότι είναι απορριπτέος, θα καταλήξει να το πιστέψει και ο ίδιος. Υιοθετεί την ταυτότητα που τους αποδίδεις στιγματίζοντάς τον. Οι τσιγγάνικες πρακτικές είναι ‘ απαντήσεις’ των τσιγγάνων στην αντιμετώπιση που έχουν από την κοινωνία, όπως σημειώνει και ο Ούγγρος καθηγητής Csaba Pronai, ο οποίος έχει κάνει εμπεριστατωμένες έρευνες για την καταγωγή και την ιστορία των Τσιγγάνων. Ακούμε ότι δεν θέλουν να ενταχθούν. Δεν θέλουν επειδή δεν τους θέλουμε; Δεν τους θέλουμε επειδή δεν θέλουν; Ένας φαύλος κύκλος», προσθέτει.

Το Δίκτυο Ρομ και οι αποτυχημένες πολιτικές

Ο Μανώλης Ράντης είναι 46 χρονών, πατέρας τριών παιδιών, κάτοικος Αγίας Βαρβάρας, γυρολόγος και πρώην αντιδήµαρχος της Αγίας Βαρβάρας. Σταμάτησε το σχολείο στην Β΄ γυµνασίου, όμως συζητώντας μαζί του μόνο αγράμματο δεν τον λες. Πρώην Διευθυντής του ∆ικτύου Ροµ στην Ελλάδα, ‘δουλεύει’ άτυπα πλέον σε αυτό μιας και το Δίκτυο έχει πλέον παρακμάσει.

«Σκοπός του Δικτύου είναι να σχεδιάσει, να προτείνει προοπτικές για τους Ρομά στην Ελλάδα. Μέλη του είναι μόνο Δήμοι της τοπικής αυτοδιοίκησης, όμως πλέον δεν έχει καν προσωπικό. Αναγκαστήκαμε να παραιτηθούμε για να μην επιβαρύνουμε το Δίκτυο με έξοδα ασφαλιστικών εισφορών που έμεναν απλήρωτες. Έχουμε διοίκηση, χωρίς όμως προσωπικό», λέει.

«Σε επίπεδο θεσμικό δεν ενδιαφέρεται πλέον κανείς, ούτε σχεδιάζεται κάτι για το μέλλον των Ρομά, δεν υπάρχει κάτι στα σκαριά ούτε προτίθεται κάποιος να κάνει κάτι ώστε να υπάρξει αναμονή για κάποια εξέλιξη», προσθέτει ο ίδιος. Η τελευταία οικονομική βοήθεια από το ελληνικό κράτος στους Τσιγγάνους ήταν μερικά δάνεια τα οποία δόθηκαν το 2000 ύψους περίπου 60 χιλιάδων ευρώ. Τα δάνεια όμως αυτά έτσι όπως αξιοποιήθηκαν δεν απέδωσαν τίποτα.

«Όσοι τα πήραν τότε συνεχίζουν να είναι άστεγοι. Ελάχιστα δάνεια κάλυψαν τις στεγαστικές τους ανάγκες», σχολιάζει ο κ. Ράντης. «Όσον αφορά τις επιδοτήσεις, συνολικά στα τριάντα χρόνια της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν έρθει πολλά χρήματα στην Ελλάδα για τους Ρομά, τα οποία αφορούσαν το κομμάτι της εκπαίδευσης, δηλαδή σεμινάρια κατάρτισης, απόκτησης δεξιοτήτων για άνεργους τσιγγάνους κτλ. Όπως όπως συνέβη και με όλες τις υπόλοιπες ομάδες πληθυσμών, απορροφήθηκαν λεφτά για καταρτίσεις, πλούτισαν κάποιοι ιδιοκτήτες Κέντρων Επαγγελματικής Κατάρτισης, ιδιώτες στην συντριπτική τους πλειοψηφία, και στους τελικούς δικαιούχους που υποτίθεται ότι θα αποκτούσαν προσόντα για να διεκδικήσουν επί ίσοις όροις πρόσβαση στην αγορά εργασίας έφτασε ένα μικρό χαρτζιλίκι», προσθέτει.

Πριν από δύο χρόνια, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έστειλε ένα έγγραφο σε όλα τα κράτη μέλη στο οποίο τους ζητούσε να καταθέσουν την εθνική στρατηγική τους όσον αφορά τους Τσιγγάνους. «Στην Ελλάδα δόθηκε μια διορία μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2012 για να καταθέσει πρόταση. Όπως όμως γίνεται συνήθως φτιάχτηκε μια πρόταση στο πόδι στα όρια της προθεσμίας, την οποία έστειλαν έξω και αφορούσε μόνο τρεις περιφέρειες στην Ελλάδα. Θεώρησαν δηλαδή, ότι δεν μπορούν να καταθέσουν πρόταση για όλη την Ελλάδα και έτσι κατέθεσαν ένα σκαρίφημα ιδεών που δεν περιέγραφε αναλυτικά τίποτα», περιγράφει ο κ. Ράντης. Φυσικά το σχέδιο εστάλη… πίσω από την Ε.Ε. και ζητήθηκαν συγκεκριμένες προτάσεις για θέματα στέγασης, εκπαίδευσης και απασχόλησης των Τσιγγάνων.

Κατεβάστε την πρόταση της Ελλάδας από τα Σχετικά Έγγραφα.

Μέχρι στιγμής πάντως, σύμφωνα με τον κ. Ράντη, δεν υπάρχει κάποια επίσημη ανακοίνωση από την Πολιτεία σχετικά με αυτό το θέμα. «Η τελευταία ενημέρωση που έχω εγώ είναι ότι έγιναν συναντήσεις με υπηρεσιακά στελέχη περιφερειών για τις οποίες υποτίθεται ότι θα υπήρχε μια τεκμηριωμένη και αναλυτική πρόταση. Αυτό έγινε το περασμένο καλοκαίρι, σε συνάντηση όπου παρών ήταν και ο κ. Αλέκος Τσολάκης, ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Υπουργείο Εργασίας. Από εκεί και πέρα υποτίθεται ότι θα είχαμε και άλλες συναντήσεις για την εξέλιξη και τον αναλυτικότερο σχεδιασμό του πράγματος. Από τότε εγώ δεν έχω ενημερωθεί για οτιδήποτε, το θέμα είναι στον αέρα. Εκτός και αν έχουν κάτι να ανακοινώσουν οι άνθρωποι και έχουν καταλήξει σε κάτι. Εγώ πάντως μέχρι στιγμής δεν έχω λάβει γνώση», λέει σχετικά και τονίζει τον ολιστικό χαρακτήρα της άρσης του κοινωνικού αποκλεισμου.

«Ο κοινωνικός αποκλεισμός δεν είναι κάτι μονοσήμαντο», μου λέει ο κ. Ράντης, «Είναι μια διαδικασία που για να την αντιμετωπίσεις θα πρέπει να δράσεις σε πολλούς τομείς και επίπεδα, ταυτόχρονα και παράλληλα. Δεν μπορείς να λύσεις για παράδειγμα το στεγαστικό πρόβλημα, χωρίς να αντιμετωπίσεις καθόλου το θέμα της εκπαίδευσης και της απασχόλησης. Αν ο άλλος είναι αμόρφωτος και ανεπάγγελτος και σε παλάτι να τον βάλεις μοιραία θα φύγει γιατί πρέπει να δει πως θα ζήσει. Το θέμα πρέπει να αντιμετωπιστεί ολιστικά, αλλιώς σε οποιονδήποτε τομέα ‘δουλέψει’ κάποιος και όσο καλά και αν το κάνει, αν δεν στηριχτεί παράλληλα και από τους άλλους τομείς δεν θα πετύχει απολύτως τίποτα», προσθέτει.

Το… ταμπού πρόγραμμα κοινωνικής ένταξης των Ελλήνων Τσιγγάνων

Το ελληνικό κράτος συμφώνησε τον Μάιο του 2001 σε ένα σχέδιο, μια πρόταση του Δικτύου Ρομ, η οποία είχε συνταχθεί από κοινού με την ελληνική τοπική αυτοδιοίκηση, τους θεσμικά εκπροσωπούμενους τότε Έλληνες Τσιγγάνους και την Κυβέρνηση. «Είχαμε συμφωνήσει σε ένα κοινό σχέδιο το οποίο έχει εξαγγελθεί με βαρύγδουπες ανακοινώσεις και εξαγγελίες το 2001», περιγράφει ο κ. Ράντης. «Ονομάζεται ‘Ολοκληρωμένο Πρόγραμμα Δράσης για την Κοινωνική Ένταξη των Ελλήνων Τσιγγάνων’ και υπάρχει σε όλα τα συρτάρια όλων των Υπουργείων έκτοτε. Περιγράφει με πολύ μεγάλη λεπτομέρεια πώς αίρεται ο κοινωνικός αποκλεισμός των Ελλήνων τσιγγάνων σε όλη την Ελλάδα μέσα σε εννιά χρόνια. Με τιμές του 2001 κοστίζει περίπου 150 δισεκατομμύρια δραχμές. Δεν υπάρχει Υπουργός Κυβερνήσεων από το 2001 και μετά που να μην το γνωρίζει και να μην το έχει επικαλεστεί, αλλά δεν υπάρχει και ούτε ένας Υπουργός που να έχει προσπαθήσει να το υλοποιήσει», λέει ο ίδιος.

Κατεβάστε το πρόγραμμα από τα Σχετικά Έγγραφα.

Το πρόγραμμα συντάχτηκε μέσα σε δύο χρόνια, ενώ για την δημιουργία του συνεργάστηκαν πέρα από το Δίκτυο Ρομ και την τοπική αυτοδιοίκηση, ρυμοτόμοι, αρχιτέκτονες και πολιτικοί μηχανικοί για το θέμα της στέγασης, ειδικευμένο στα εργασιακά επιστήμονες του Πανεπιστημίου Αθηνών σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και πέντε επιτροπές. «Υπάρχει εκεί και κάθεται χωρίς να το αγγίξει κανείς ποτέ. Ξέρουν τι πρέπει να γίνει, πού και ποιος θα το κάνει. Ξέρουν πόσο κοστίζει, πόσο χρόνο θέλει για να υλοποιηθεί, από πού μπορούν να βρεθούν τα λεφτά και πώς θα πρέπει να παρακολουθείται και από ποιο όργανο με πόσα άτομα. Όμως δεν το αγγίζει κανείς μέχρι σήμερα», λέει ο κ. Ράντης.

Από την πλευρά της, η εκπρόσωπος του Υπουργείου Εργασίας και υπεύθυνη του Εθνικού Σημείου Επαναφοράς ΡΟΜΑ Κατερίνα Γιάντσιου λέει στο In2life: «Η χώρα υπέβαλλε ένα σχέδιο στρατηγικής μέχρι το 2020 στην Ε.Ε μετά από αίτημα της Επιτροπής μαζί με όλα τα κράτη μέλη, το οποίο έχει μέσα τους γενικούς άξονες και την γενικότερη φιλοσοφία της ένταξης. Αυτή η στρατηγική θα εξειδικευτεί και εξειδικεύεται σε περιφερειακές στρατηγικές. Περιλαμβάνει τέσσερεις τομείς: στέγαση, εκπαίδευση, απασχόληση, υγεία και πρόσθετες δράσεις. Μέχρι στιγμής οι περιφέρειες Θεσσαλίας, Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης έχουν ήδη προκηρύξει δράσεις υποδομών. Στην επόμενη προγραμματική περίοδο, θα πρέπει και οι υπόλοιπες περιφέρειες να αναπτύξουν αντίστοιχες δράσεις».

Δεν μπορούμε να ξέρουμε κατά πόσο το «γενικό» αυτό πρόγραμμα όπως το χαρακτηριζει ο κ. Ράντης θα έχει οποιοδήποτε θετικό αποτέλεσμα στην κοινωνική ένταξη των Ελλήνων Τσιγγάνων. Όπως επισημαίνει η κ. Λυδάκη, η εναρμόνιση των Ρομά με την ελληνική κοινωνία δεν είναι κάτι απλό ούτε και εύκολο. «Θα πρέπει να πειστούν ότι δεν τους κατατρέχουμε. Αλλά πώς να πειστούν όταν ακόμα εμείς μιλάμε έτσι για αυτούς; Όταν χρησιμοποιούμε την ονομασία της ομάδας τους ως βρισιά; Δεν το γνωρίζουν αυτοί; Δεν το εισπράττουν;», αναρωτιέται.

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v