Οικιακές βοηθοί: Ιστορίες από τις "κυρίες που μας καθαρίζουν"

Τρεις αλλοδαπές που αναγκάστηκαν να έρθουν στην Ελλάδα και να βρουν δουλειά ως οικιακές βοηθοί για να ζήσουν περιγράφουν τις σκληρές προσωπικές τους ιστορίες με ζεστά χαμόγελα και ελπίδα για το μέλλον.
Οικιακές βοηθοί: Ιστορίες από τις κυρίες που μας καθαρίζουν
της Έλενας Μπούλια

Aibileen Clark: Γεννήθηκα το 1911, στο Chicksaw County, στις φυτείες Piedmont.
Γυναίκα: Και ήξερες όταν ήσουν μικρή ότι μεγαλώνοντας θα γίνεις καθαρίστρια;
Aibileen Clark: Ναι κυρία, το ήξερα.
Γυναίκα: Και το ήξερες αυτό, επειδή…
Aibileen Clark: Επειδή η μαμά μου ήταν καθαρίστρια και η γιαγιά μου ήταν σκλάβα σε σπίτι.
Γυναίκα: Ονειρεύτηκες ποτέ να γίνεις κάτι άλλο;
Aibileen Clark: [γνέφει ‘ναι’]
Από την οσκαρική ταινία «The Help», 2011

Μπορεί να μην ζούμε στο Μισισιπί της δεκαετίας του ’60, όπου οι νέγρες υπήρχαν αποκλειστικά για να φροντίζουν τις πλούσιες οικογένειες του νότου, αντιμετωπίζοντας απάνθρωπες καταστάσεις ρατσισμού. Μπορεί ο όρος «σκλάβα» να έχει μείνει οριστικά στο παρελθόν, τουλάχιστον στις σύγχρονες κοινωνίες, και ο όρος «καθαρίστρια» να έχει αντικατασταθεί από το πολιτικώς ορθότερο «οικιακή βοηθός» ή το πιο καθημερινό «η κυρία που μας καθαρίζει» και μπορεί, εν τέλει, η δουλειά της οικιακής βοηθού να μην είναι ούτε υποτιμητική ούτε ίσως τόσο σκληρή όσο άλλες, όμως ποια από όλες αυτές τις κυρίες που μας καθαρίζουν τα σπίτια ή φροντίζουν τα παιδιά μας δεν θα ονειρεύτηκε κάποτε να γίνει κάτι άλλο;

Όλοι μας έχουμε μία άμεση ή έμμεση εμπειρία κάποιας οικιακής βοηθού, με την οποία μπορεί να μείναμε ευχαριστημένοι ή όχι και όλοι έχουμε κάποιο σχόλιο ή συμπέρασμα σχετικά με τις χώρες από τις οποίες οι γυναίκες αυτές κατάγονται ή με το πόσο «καλές» ή «κακές» είναι. Ποια είναι, όμως, η δική τους άποψη; Τα δικά τους συμπεράσματα σχετικά με το πόσο «καλοί» είμαστε εμείς μαζί τους και τι όνειρα είχαν πριν έρθουν εδώ;

Ξένια, 52 ετών, από την Αλβανία
Η Ξένια ήρθε από την Αλβανία στην Ελλάδα το 1994. Οι γονείς της έχουν καταγωγή από την Ηγουμενίτσα, οπότε ήξεραν λίγα ελληνικά για να της μάθουν, τα οποία την βοήθησαν στα πρώτα της βήματα στην Ελλάδα.

Είχε την τύχη να έχει τον αδερφό της στην Ελλάδα, ο οποίος την φιλοξένησε τον πρώτο καιρό, μέχρι να βρει την πρώτη της δουλειά ως οικιακή βοηθός σε ηλικιωμένους. Είχε, όμως, και την ατυχία να χάσει τον αδερφό της, λίγα χρόνια μετά, και να φροντίζει σήμερα τα παιδιά του, τα οποία θεωρεί δικά της παιδιά.

Η Ξένια δηλώνει ικανοποιημένη από την επαγγελματική της ζωή στην Ελλάδα. «Είμαι πάρα πολύ ευχαριστημένη από όλα τα σπίτια στα οποία δούλεψα. Η πρώτη γιαγιά που φρόντιζα με βοήθησε πολύ να μάθω ελληνικά και να αισθάνομαι σαν στο σπίτι μου. Δεν είχα ποτέ προβλήματα με την αστυνομία –άλλωστε, έγινα νόμιμη μετά από λίγο καιρό, και κατάφερα να αυτό-ασφαλίζομαι κολλώντας ένσημα.»

Στην Αλβανία η Ξένια ήταν παντρεμένη για 3 χρόνια, όμως ο άνδρας της την απάτησε και χώρισαν. Έξι χρόνια αφού ήρθε στην Ελλάδα γνώρισε τον Στέλιο, χήρο με δύο παιδιά, με τον οποίον ζει σήμερα και δηλώνει πολύ ευχαριστημένη.

Την ρωτάμε αν έχει σκοπό να επιστρέψει ποτέ στην Αλβανία. «Όχι, δεν θα γυρίσω πίσω. Έχω τον Στέλιο, τα δύο ορφανά του αδερφού μου, αισθάνομαι Ελληνίδα πλέον. Άλλωστε, είμαι 52 χρονών, έχω κολλήσει 3.600 ένσημα και ελπίζω ότι κάποια μέρα θα βγάλω σύνταξη».

Βικτώρια, 38 ετών, από την Αλβανία
Η Βικτώρια ήρθε πριν 14 χρόνια από την Αλβανία με τον άνδρα της –για την ακρίβεια, εκείνος είχε έρθει τρία χρόνια νωρίτερα και αφού βρήκε κάποια αξιοπρεπή δουλειά και σπίτι κατάφερε να την φέρει και εκείνη.

Τον πρώτο καιρό στην Ελλάδα η Βικτώρια δούλευε «από εδώ και από εκεί». Καθάριζε σπίτια, σκάλες σε πολυκατοικίες και μαγαζιά. «Ο άνδρας μου, όμως, δεν ήθελε να δουλεύω, οπότε όταν έμεινα έγκυος σταμάτησα για κάποια χρόνια». Τον τελευταίο καιρό, και αφού τα δικά της τα παιδιά πάνε πλέον σχολείο, εργάζεται ως baby sitter –κρατάει κάποιες ώρες ένα παιδάκι μιας γειτόνισσας.

Η Βικτώρια είναι μονίμως χαμογελαστή κατά την διάρκεια της κουβέντας μας, ακόμα κι όταν την ρωτάω για τις δυσκολίες που αντιμετώπισε όλα αυτά τα χρόνια στην Ελλάδα. «Είχαν υπάρξει στιγμές που κάποιοι άνθρωποι μου μίλησαν άσχημα, με πρόσβαλλαν, κάποια φορά μου πέταξαν τσιγάρα εκεί που καθάριζα για να τα μαζέψω… Δε με πειράζει. Κακοί άνθρωποι υπάρχουν παντού και όσοι έχουν κακία μέσα τους δεν την έχουν μόνο με εμένα αλλά με όλους». Πάντως είναι χαρούμενη που έχει καταφέρει να κάνει κάποιους καλούς φίλους στην Ελλάδα, οι οποίοι στηρίζουν πολύ την οικογένειά της.

Όσο για το αν σκέφτεται να επιστρέψει ποτέ στην Αλβανία, «Δεν θα ήθελα με τίποτα να γυρίσω πίσω, αλλά όπως έχουν τα πράγματα αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα δεν ξέρω τι θα γίνει. Δε μπορώ να πω τίποτα για το μέλλον, απλά ξέρω πως θα στεναχωρηθώ αν χρειαστεί να φύγουμε».

Λάντη, 40 ετών, από την Βουλγαρία
Η ιστορία της όμορφης Λάντη είναι πολύ πιο σκληρή, δείχνει όμως να έχει αίσια κατάληξη. Οι γονείς της πέθαναν στην Βουλγαρία όταν ήταν πολύ μικρή και μεγάλωσε με την γιαγιά της. Όταν έγινε 19 ετών γνώρισε έναν Έλληνα, ο οποίος την έφερε στην Θεσσαλονίκη με σκοπό να ζήσουν μαζί και κάποια στιγμή να παντρευτούν. Τα πράγματα, όμως, δεν έγιναν ακριβώς έτσι. Δεν θέλησε να μας μιλήσει διεξοδικά για τα πρώτα χρόνια της εδώ και για τις δουλειές που αναγκάστηκε να κάνει.

Η Λάντη μας λέει ότι με τα χρόνια κατάφερε να εξοικονομήσει λίγα χρήματα για να έρθει στην Αθήνα, όπου είχε κάποιους γνωστούς. Εκείνοι ανέλαβαν αμέσως να της βρουν δουλειά σε ένα σπίτι με έναν παππού, χήρο, ο οποίος της έκανε τον βίο αβίωτο με την παραξενιά και την τσιγκουνιά του. «Δε με άφηνε να τραβάω το καζανάκι κάθε φορά που πήγαινα στην τουαλέτα, μέχρι που να ήταν εντελώς απαραίτητο. Δε με άφηνε να τηλεφωνώ ποτέ σε κανέναν και ήθελε να τρώμε κάθε μέρα ρύζι ή πατάτες», μας λέει. Παρ’όλα αυτά έμεινε μαζί του, στο σπίτι του, πέντε χρόνια, μέχρι που ο παππούς χρειάστηκε να μπει σε κάποιον οίκο ευγηρίας.

Αφού εργάστηκε ως καθαρίστρια σε διάφορα σπίτια, τελικά γνώρισε τη Βίκυ. Η Βίκυ είναι μία Ελληνίδα, 50αρα, ελεύθερη και αρκετά ευκατάστατη, η οποία αντιμετωπίζει κάποιο πρόβλημα με τα πόδια της που της επιτρέπει μεν να εργάζεται αλλά όχι να κάνει δουλειές στο σπίτι. Χρειαζόταν μία γυναίκα για να την βοηθά κατά την διάρκεια της ημέρας. Η Λάντη, όπως μας λέει η Βίκυ, δεν είναι απλά μία οικιακή βοηθός για αυτήν. Με τα χρόνια την αισθάνεται πλέον σαν αδερφή της, σαν τον πιο πιστό και κοντινό της άνθρωπο, στον οποίο βασίζεται για οτιδήποτε. Η Λάντη έχει το δικό της σπίτι, αλλά πολλά βράδια μένει στο σπίτι της Βίκυς, απλά για παρέα και όλοι οι φίλοι και συγγενείς της Βίκυς την έχουν αγκαλιάσει με αγάπη.
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v