Η αθηναϊκή νύχτα αντέχει(;)

Κάνουν οι Έλληνες περικοπές στην διασκέδασή τους; Αν δεν έχουμε λεφτά, πώς γίνεται να είναι γεμάτα τα μπαρ και οι πίστες; Ρίχνουμε «φως» στην αθηναϊκή νύχτα και ρωτάμε θαμώνες και υπεύθυνους καταστημάτων τι κινείται στην «πιάτσα».
Η αθηναϊκή νύχτα αντέχει(;)
του Γιώργου Κόκουβα

Το αιώνιο ελληνικό πρότυπο του Ζορμπά θέλει τον Έλληνα να ξορκίζει την στεναχώρια του χορεύοντας. Να σπάει πιάτα και να διασκεδάζει με την ψυχή του ακόμη και στα πιο δύσκολα. Είναι τόσο απλή η εξήγηση της εικόνας των γεμάτων μπαρ κάθε φορά που περνάμε από την «πιάτσα» της Πανόρμου ή της Καρύτση, ενώ όλοι διατείνονται πως «δεν υπάρχει σάλιο»; Ή μήπως αυτή ακριβώς η «ζορμπαίικη» στάση έφερε τα οικονομικά μας στο σημερινό σημείο;

Το in2life αναρωτιέται για τον «παλμό» της αθηναϊκής διασκέδασης και ρωτά θαμώνες, «αγανακτισμένους» clubbers και  υπεύθυνους γνωστών bars της πρωτεύουσας, ψάχνοντας να βρει τι συμβαίνει στις… μπάρες της κρίσης.

(Κρίση με πιάνει) κρίση…

Η ιδέα για την συγκεκριμένη μίνι-έρευνα μας ήρθε στο μυαλό ένα από τα βράδια που τριγυρνούσαμε στην Πανόρμου και διαπιστώσαμε ότι… δεν βρίσκουμε πουθενά να καθίσουμε. «Και μετά σου λέει κρίση…», μου λέει κάθε φορά μια φίλη που θεωρεί απλώς γκρινιάρηδες όσους μιλούν για άδεια πορτοφόλια. Είναι, όμως, όντως έτσι;

«Αυτή η εικόνα είναι πλασματική», μας λέει ο κ. Γιάννης Μπαλωμένος, υπεύθυνος του Ποτοπωλείου, ενός από τα πρώτα bars που έπιασαν θέση στην Πανόρμου. Και πριν προλάβουμε να ολοκληρώσουμε την ερώτησή μας, αν η αθηναϊκή νύχτα αντέχει, εκείνος απαντά με ένα κατηγορηματικό όχι. «Κόσμος έρχεται. Αλλά δεν καταναλώνει», μας λέει, υπενθυμίζοντας πως στους εμπορικούς αριθμούς δεν έχει σημασία μόνο το πλήθος των πελατών, αλλά το πόσα διατίθεται να ξοδέψει ο καθένας.

Αλλάζουν οι (καταναλωτικές) συνήθειες;

Στο Γκάζι, όπου συχνάζει ο Κώστας, 23 ετών, η εικόνα είναι η ίδια: «Κάθε Παρασκευή και Σάββατο, γίνεται πα-νι-κός», μας τονίζει, συμπληρώνοντας πως και τις καθημερινές, αρκετά μαγαζιά διατηρούν την σταθερή τους πελατεία. Το ίδιο διαπιστώνει και η Έλλη, 26 ετών: «Βγαίνω δύο-τρεις φορές την εβδομάδα, κυρίως προς το Μοναστηράκι ή τα Εξάρχεια, και μου τυχαίνει ακόμη και τις καθημερινές να μην βρίσκω άδειο τραπέζι, ψάχνοντας τουλάχιστον σε τρία μαγαζιά μέχρι να βρω κάτι», λέει.

Η Σοφία με την σειρά της, 24 ετών και άρτι αφιχθείσα στην Αθήνα για μεταπτυχιακές σπουδές, διαπίστωσε από τον πρώτο μήνα πως τα bars στην Αγίας Ειρήνης και στην πλατεία Καρύτση έχουν σταθερά κόσμο. «Απλώς γεμίζουν σχετικά αργά. Κι εγώ, ενώ παλιότερα θα έβγαινα από τις 21.00 και θα έπινα αρκετά ποτά, τώρα θα βγω στις 23.00 και θα πιω ένα», αναφέρει. «Κατά την γνώμη μου τέλειωσε η περίοδος ασυδοσίας και η λογική “λεφτά υπάρχουν, ας πιούμε” που μας χαρακτήριζε. Αν παλιά πίναμε τέσσερα ποτά και δεν μας ένοιαζε, τώρα μας νοιάζει. Έχει πέσει η διάθεση, βλέπεις τον προβληματισμό στο μάτι όλων ακόμα και στα μπαρ, εκεί την εντοπίζω την κρίση στην διασκέδαση», συμπληρώνει. Στα λόγια της έρχεται και ο Νέαρχος, 24 ετών: «Ενώ τα μπαρ συνεχίζουν να είναι γεμάτα, ο κόσμος είναι πιο σφιγμένος, συζητάει όλη την ώρα για τα τιμολόγια του κάθε μαγαζιού. Εγώ προτιμώ συνοικιακά μαγαζιά και για τις τιμές φυσικά», λέει.

Η Γκέλη από την άλλη είναι κάθετη: «Ο κόσμος όχι απλώς βγαίνει. Καραβγαίνει». Η ίδια, όπως μας λέει προτιμά τα bar restaurants, τα οποία συνδυάζουν φαγητό και ποτό, ώστε να ξοδεύει λιγότερα απ’ ό,τι αν πήγαινε ξεχωριστά σε ένα εστιατόριο και μετά σε ένα μπαρ. Ο Κώστας και η παρέα του βρήκαν άλλη μέθοδο για να ξοδεύουν λιγότερα: «Προτιμάμε να ξεκινάμε με ένα ποτάκι στο σπίτι, ώστε να καταναλώνουμε λιγότερο έξω, γιατί οι τιμές δεν είναι ό,τι καλύτερο: 7 με 10€ για μία μπύρα ή ένα ποτό».

«Ο κόσμος δεν έχει κόψει τις εξόδους, γιατί “δε μασάει”, αλλά έχει πλέον έναν προϋπολογισμό. Έχει ψαχτεί για πιο underground και οικονομικά στέκια»
, αντιτείνει ο Νίκος, 22 ετών. Προσθέτει επίσης ότι έχει επανέλθει το «άραγμα» στις πλατείες και τα δρομάκια ή σε φιλικά σπίτια, με ποτά από το περίπτερο ή από κάποια κάβα για να μειωθεί το budget.

Η έξοδος… ως διέξοδος 

Τελικά, ο χαρακτήρας του Έλληνα και η τάση του προς το ξεσάλωμα έχουν μέρος της ευθύνης για την κρίση; Κάπως δεν πρέπει να «ξεσκάσει» και ο Έλληνας; Εκεί εντοπίζει την σταθερή παρουσία του κόσμου στις αθηναϊκές μπάρες ο κ. Γιάννης Ορθόπουλος, υπεύθυνος του bar «Τασάκι» στην οδό Μιλτιάδου στο κέντρο της Αθήνας. Μάλιστα, το συγκεκριμένο μαγαζί άνοιξε τις πόρτες του τον τελευταίο μήνα, εν μέσω δηλαδή της πλέον δύσκολης περιόδου. «Κρίση υπάρχει σίγουρα, αλλά ταυτόχρονα υπάρχει και η ανάγκη του κόσμου να διασκεδάσει. Θα πιει ένα ποτό, θα βγει, δεν θα πεθάνει κιόλας», μας λέει.

«Η βραδινή έξοδος είναι για εμάς το απόλυτο μέσο κοινωνικοποίησης», αναφέρει η Σοφία. «Πιο πολύ κι απ’ το σχολείο. Γιατί είμαστε Έλληνες, δεν μπορούμε αλλιώς. Η έξοδος πάντως, σταμάτησε να είναι μέσο ανάδειξης του κοινωνικού σου status. Δεν είναι πλέον ντροπή να πεις ότι δεν έχω χρήματα για επιπλέον ποτό», καταλήγει, εντοπίζοντας την στροφή του αθηναϊκού κοινού στο πραγματικό νόημα της διασκέδασης και όχι στην "επίδειξη".

Διασκέδαση «μετ’ εμποδίων»

Αύξηση της φορολογίας και απαγόρευση του καπνίσματος έβαλαν επιπλέον εμπόδια στην σχέση μαγαζιών-κοινού. Πολλοί μάλιστα είχαν εξαγριωθεί στο άκουσμα της είδησης για την «καπναπαγόρευση», θεωρώντας πως θα δοθεί το τελειωτικό χτύπημα στα bars, ειδικά κατά τους χειμερινούς μήνες (δείτε εδώ σχετικό δημοσίευμα του in2life).

Το μπαρ του κ. Γιάννη Ορθόπουλου θα έπρεπε να έχει έναν επιπλέον πονοκέφαλο, καθώς ονομάζεται «Τασάκι». Πώς όμως αντέδρασε ο κόσμος σε αυτή την απαγόρευση; «Είχαμε ξεκινήσει τις διαδικασίες για το στήσιμο της επιχείρησης πριν τον νόμο. Και ξαφνικά ανακοίνωσαν τα νέα. Παρ’ όλα αυτά, ο κόσμος δεν πτοείται. Θα βγει ανεξάρτητα από αυτό», μας λέει.

«Κρατάμε σταθερές τις τιμές. Απορροφάμε τους επιπλέον φόρους. Δεν αντιμετωπίζεται αλλιώς. Αλλά δεν έχουν και πολλή σημασία το κάπνισμα και οι φόροι. Το πραγματικό πρόβλημα είναι η κρίση. Δεν αντιμετωπίζεται με τίποτα. Δεν βλέπετε τα μπουζούκια; Έφτασαν να δουλεύουν μία-δύο φορές την εβδομάδα», σημειώνει ο κ. Μπαλωμένος.

Το ίδιο εντοπίζει και ο Μίλτος, 22 ετών: «Κάθε χρόνο υπάρχουν 2-3 clubs που θα πάνε καλά και θα είναι γεμάτα τις Πέμπτες με τις φοιτητικές προσφορές και τα Παρασκευοσάββατα. Τα υπόλοιπα είναι ψιλοάδεια. Και όχι τίποτα άλλο, πηγαίνεις στο club για να χαζέψεις λίγο και την διπλανή σου. Αν η διπλανή είναι μόνο η barwoman που βαριέται επειδή δεν έχει δουλειά, δεν πας καθόλου», λέει.

Η αντίδραση της… μπάρας

Τι παραπάνω μπορούν επομένως να κάνουν οι καταστηματάρχες για να διατηρήσουν ζωντανή την αθηναϊκή νύχτα; Ο κ. Ορθόπουλος επισημαίνει πως οι χαμηλές τιμές (η μπύρα στο «Τασάκι» ξεκινά από τα 3€ και το ποτό κοστίζει 6€) και τα καλά events με δυνατούς DJs έχουν αποτέλεσμα, καθώς η κίνηση του Σαββατοκύριακου είναι «μια χαρά» όπως επισημαίνει. Ο Αλέξης, 28 ετών, μας λέει πως κυνηγά τα «happy hours». Η Γκέλη επισημαίνει πως διοργανώνονται πολλά events, ακόμη και μέσω του Facebook, στα οποία μπορείς να «κλείσεις» ένα μαγαζί και να εξασφαλίσεις μειωμένες τιμές στις φιάλες. Ο Δημήτρης, 23 ετών, που συνηθίζει να βγαίνει στα μπουζούκια, συναντά συχνές προσφορές. Η Μαρία, 26 ετών, προτείνει να εξισορροπηθεί το budget και η συχνότητα της εξόδου.

Ποια είναι η δική σας άποψη; Θεωρείτε ότι έχει πληγεί η αθηναϊκή νύχτα; Συνεχίζετε να ξοδεύετε για την διασκέδασή σας όσα και παλιότερα; Πείτε μας την γνώμη σας σχολιάζοντας στο κάτω μέρος του δημοσιεύματος.

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v