Camille Claudel: Η Ζιλιέτ Μπινός δίνει ρεσιτάλ

Ο Μπρούνο Ντιμόν σκηνοθετεί ένα πολύ καλό βιογραφικό δράμα, με την Ζιλιέτ Μπινός σε μια εξαιρετική ερμηνεία του πρωταγωνιστικού ρόλου.
Camille Claudel: Η Ζιλιέτ Μπινός δίνει ρεσιτάλ
του Λουκά Τσουκνίδα
 
Ο Μπρούνο Ντιμόν επιστρέφει με μια ταινία εποχής, μια βιογραφική ταινία διαφορετική απ' τις συνηθισμένες, εκείνες που με στιγμιότυπα ανασυνθέτουν το παζλ μια ζωής κι ενός έργου που μπορεί να θεωρούνται σημαντικά και άξια αφήγησης ή κι επαναξιολόγησης. Το “Camille Claudel 1915” είναι ένα τριήμερο παρέα με μια γυναίκα που μοιάζει καταδικασμένη, αλλά η σωτηρία της είναι ακόμη ορατή και που η προσωπικότητά της δεν έχει αποσυρθεί στα κατάβαθα της ψυχής της. Είναι μια έντονη κινηματογραφική εμπειρία, καλοφτιαγμένη από κάθε άποψη κι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ως τραγωδία, αλλά και ως βιογραφία.

Η υπόθεση

Βρισκόμαστε σε ένα ψυχιατρικό άσυλο στα βάθη της γαλλικής επαρχίας, πίσω στο 1915, όταν η άλλοτε διάσημη γλύπτρια —μαθήτρια και ερωμένη του Ροντέν— Καμίλ Κλοντέλ είχε συμπληρώσει ήδη μια δεκαετία ως τρόφιμος διεγνωσμένη με σχιζοφρένεια. Έχοντας ελάχιστα να περιμένει μέσα στην ημέρα της, η καλοστεκούμενη και ικανή να αυτοεξυπηρετείται γυναίκα περιφέρεται στους χώρους του σανατορίου μέχρι την επικείμενη επίσκεψη του αδελφού της Πολ, απ' τον οποίο πρόκειται να ζητήσει, για ακόμη μια φορά, να την πάρει από εκεί μέσα...



Η κριτική

Χωρίς κάποιο ιδιαίτερο λόγο γι' αυτό, δεν είχε τύχει να δω μέχρι τώρα άλλη απ' τις δουλειές του Μπρούνο Ντιμόν. Το “Camille Claudel 1915” μου άνοιξε την όρεξη να το κάνω, αν και υποπτεύομαι ότι είναι η πιο ήπια και πιο βατή απ' όλες, παρά την έντονη παρουσία —ή απουσία στην περίπτωση της μουσικής— όλων εκείνων των στοιχείων που μπορούν να χαρακτηρίσουν μια ταινία “αντιτουριστική”. Καλύπτει ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα, το τριήμερο της αναμονής της Καμίλ για 'κείνη την σπάνια αναλαμπή στη μουντή καθημερινότητα του ασύλου με την επίσκεψη του Πολ, σ' έναν χώρο όπου δε συμβαίνει τίποτε ιδιαίτερο και δε διαθέτει καμία ξεχωριστή ομορφιά, κανένα αισθητικό ενδιαφέρον.

Η κάμερα του Ντιμόν, όπως ο ίδιος το συνηθίζει υποθέτω, είναι κολλημένη επάνω στο πρόσωπο της πρωταγωνίστριάς του και μόνο για λίγο μπορεί να εστιάσει πάνω στον εκάστοτε συνομιλητή ή συντρόφιμό της, κάπως σα ν' ακολουθεί το βλέμμα της ίδιας που σπανίως κοιτάζει κάπου ή κάποιον συγκεκριμένα. Στο επίκεντρο του κάδρου του Ντιμόν, φυσικά, βρίσκεται η πρωταγωνίστριά του Ζιλιέτ Μπινός, σε μια ερμηνεία εξαιρετική με την οποία καταφέρνει να τραβήξει σιγά-σιγά τον θεατή που έχει μηδενική γνώση του ιστορικού χαρακτήρα μέσα στη ζωή της Καμίλ με όχημα τον αντίστοιχο κινηματογραφικό.

Αφαιρετικός και λιτός, όπως αναπόφευκτα είναι ο τελευταίος, μας οδηγεί προς μια σύνδεση μαζί του, συναισθηματική περισσότερο και ενστικτώδη παρά προϊόν μιας προτροπής να συμπονέσουμε εκ προοιμίου την τρόφιμο, την αδελφή, την κόρη, τη γυναίκα, την ξεπεσμένη καλλιτέχνη που διατηρεί παρ' όλ' αυτά την περηφάνεια και την αυτονομία της.

Ενδιαφέρον είναι και ο τρόπος με τον οποίο ο Ντιμόν μας φέρνει σε επαφή με τον αδελφό της, τον οποίο η προσμονή της Καμίλ έχει ταυτίσει για εμάς με έναν πιθανό σωτήρα της απ' τη φυλακή στην οποία την έβαλε η οικογένεια, αλλά και η ίδια η συναισθηματική της αστάθεια, η πληγωμένη διανοητική και ψυχική της υγεία. Λίγο πριν την περίφημη επίσκεψη, βλέπουμε τον Πολ να κατεβαίνει απ' το αυτοκίνητό του (δείγμα οικονομικής ευμάρειας υποθέτω) και να προσεύχεται στο βραχώδες τοπίο, πριν μιλήσει σε έναν καλόγερο για τη δική του σχέση με τη λογοτεχνία, τον κόσμο και τον Θεό. Όσο τον παρατηρούμε, μέσα απ' την επίσης εξαιρετική ερμηνεία του Ζαν-Λικ Βενσάν, καταλαβαίνουμε απ' τον τόνο και τη στάση του σε συνομιλίες και στιγμές άσχετες με την ίδια την αδελφή του και την κατάστασή της, ότι οι ελπίδες της Καμίλ είναι μάταιες και περιμένουμε έτσι την επισφράγιση των ισόβιων δεσμών της, εκείνων που δεν μπόρεσε ν' αποτινάξει μέχρι το τέλος της ζωής της 20 χρόνια αργότερα.

Επιπλέον, το άσυλο στο οποίο γυρίστηκε η ταινία είναι πραγματικό και οι άνθρωποι που πλαισιώνουν τους πρωταγωνιστές είναι εκείνοι που κατοικούν ή δουλεύουν εκεί πέρα, ερασιτέχνες προφανώς, αλλά άψογοι στην αποστολή που τους ανέθεσε ο δημιουργός, να φτιάξουν μια ατμόσφαιρα φιλόξενη για την Καμίλ όσο και ενοχλητικά ξένη προς την προσωπικότητα και το ταπεραμέντο της, το οποίο όλοι μοιάζουν ν' αναγνωρίζουν εκτός απ' τους δικούς της. Κάπως έτσι, τίποτε δε μένει στην τύχη, καμία σκηνή δεν είναι απλώς μεταβατική στην αφήγηση του Ντιμόν ο οποίος ίσως και να σκιαγραφεί την Καμίλ Κλοντέλ του 1915 σαν ένα γλυπτό, ξεκινώντας απ' το γυμνό κορμί και, διαλέγοντας εκφραστικά εργαλεία, να εισχωρεί σε μια ψυχή πολύπλοκη και ταλαιπωρημένη, αλλά, αν και εγκατελλειμένη και αποπροσανατολισμένη, όχι ακόμη παραιτημένη.

Το “Camille Claudel 1915” είναι ένα πολύ καλό βιογραφικό δράμα, που από ένα μικρό χρονικό παράθυρο, σου ξεδιπλώνει θαρρείς όλη τη ζωή του χαρακτήρα που σκιαγραφεί.

Βγαίνουν ακόμη:
Η απαράδεκτη, γελοίας υπερβολής περιπέτεια “Lone Survivor”, η οποία εξιστορεί ένα συγκλονιστικό πραγματικό περιστατικό το οποίο και ευτελίζει με τρόπο προσβλητικό. Η μέτρια περιπέτεια εποχής “Michael Kohlhaas”, η “Χαρά” του Ηλία Γιαννακάκη και η ταινία κινουμένων σχεδίων “Rio 2”.

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v