Νώε: Ο Αρονόφσκι απογειώνει (αισθητικά) την κιβωτό

Ο Ντάρεν Αρονόφσκι απογειώνει αισθητικά και αφηγηματικά μια καλοστημένη περιπέτεια ενός αμφιλεγόμενου ήρωα, στην οποία όμως μοιάζει κάτι να λείπει...
Νώε: Ο Αρονόφσκι απογειώνει (αισθητικά) την κιβωτό
του Λουκά Τσουκνίδα
 
Μια ακόμη ιδέα που τριγύριζε στο κεφάλι του Ντάρεν Αρονόφσκι για πολύ καιρό, η δική του εκδοχή της βιβλικής ιστορίας του Νώε και της κιβωτού του, πήρε σάρκα και οστά για να φτάσει στις αίθουσές μας λίγο πριν το άγιο Πάσχα. Με τον Ράσελ Κρόου στον ρόλο ενός νεότερου, σφριγηλού Νώε, μερικές ενδιαφέρουσες σεναριακές και αισθητικές αλχημείες και μια παραγωγή αντάξια των επικών διαστάσεων της ορίτζιναλ ιστορίας, το “Noah” καταφέρνει να μας κρατήσει στις θέσεις μας με την ένταση, το οπτικό υπερθέαμα και το ρυθμό της, αλλά δεν προσθέτει τίποτε ιδιαίτερο σ' έναν, έτσι κι αλλιώς, σχηματικό χαρακτήρα.

Η υπόθεση

Ο Νώε τριγυρνά σε έναν ερειπωμένο καταλεηλατημένο κι επικίνδυνο κόσμο με τη γυναίκα του Νααμέ και τους τρεις γιους του, Σεμ, Χαμ και Ιάφεθ. Μόνος σκοπός τους η επιβίωση μακριά απ' τους αδηφάγους ανθρώπους κι όσο γίνεται πιο κοντά στον φιλεύσπλαχνο Θεό. Στο δρόμο τους βρίσκουν ένα ορφανό κορίτσι, την Ίλα, την οποία παίρνουν μαζί τους. Εν τω μεταξύ, τα οράματα του Νώε γίνονται όλο και πιο έντονα κι ο μόνος που μπορεί να του απαντήσει είναι ο υπεραιωνόβιος πρόγονός του, ο Μαθουσάλας. Στη σπηλιά του, το μήνυμα του Δημιουργού γίνεται ξεκάθαρο: πριν απ' το μεγάλο κατακλυσμό, ο Νώε πρέπει να χτίσει μια κιβωτό για να διασώσει τη ζωή στη Γη, εκτός απ' τους ανθρώπους που θα αφανιστούν ολοσχερώς...



Η κριτική

Δε θυμάμαι και πολλές λεπτομέρειες από την “πραγματική” ιστορία, αλλά είμαι σίγουρος ότι η αφήγησή της ακολουθούσε άλλου είδους συμβάσεις από εκείνες που απαιτεί μια κινηματογρφική υπερπαραγωγή.

Έτσι, ο Αρονόφσκι κι ο συν-σεναριογράφος του Άρι Χάντελ πιάνουν το νήμα από πολύ πίσω και μας υπενθυμίζουν πώς ο Τουμπάλ-Κάιν, απόγονος του πλέον διάσημου αδελφοκτόνου, σκότωσε τον πατέρα του Νώε, ο οποίος κρατά από “καλό” σόι και προσπαθεί να ζει ενάρετα όσο δύσκολο κι αν είναι κάτι τέτοιο στην εποχή του. Ο Τουμπάλ θα είναι και ο “κακός” της υπόθεσης, πρότυπο ανθρώπου αχόρταγου και αλαζόνα, ικανού να χύσει το αίμα των άλλων για να επιβιώσει ο ίδιος με κάθε κόστος. Επανέρχεται πάνω στην κορύφωση της ταινίας κι αποτελεί το αντίβαρο στην αγριότητα του Νώε, τον πατροκτόνο άνθρωπο απέναντι σ' εκείνον που σέβεται κι ακολουθεί τις βουλές του πατρός του. Οι δύο μεγαλύτεροι γιοι του Νώε, ο Σεμ κι ο Χαμ, εξυπηρετούν την ίδια αναλογία, σε μια πιο υγιή εκδοχή.

Στο μεταξύ, η οικογένεια φτάνει στον ερημότοπο που κατοικεί ο Μαθουσάλας, τον οποίο φυλούν οι πέτρινοι γίγαντες, γνωστοί ως φύλακες, που εξέπεσαν του παραδείσου επειδή βοήθησαν τους ανθρώπους. Όταν πειστούν ότι ο Νώε είναι ο εκλεκτός, τη στιγμή που το πέτρινο λιβάδι τους γίνεται καταπράσινο κι ένα δάσος ξεπροβάλλει μες στην ερημιά, τον βοηθούν να χτίσει την τεράστια κιβωτό του και γίνονται ασπίδα μπροστά στην τελευταία, απέλπιδα προσπάθεια των ανθρώπων να σώσουν το τομάρι τους. Όλα αυτά βέβαια, δε συμβαίνουν από τη μία μέρα στην άλλη, κι έτσι ο Σεμ, μεγάλος πια, νταλαβερίζεται με την Ίλα, ενώ ο έφηβος Χαμ δε βλέπει τις ίδιες πιθανότητες στο μέλλον για 'κείνον ή για τον αδερφό του Ιάφεθ. Η Ίλα πάλι, είναι στείρα, κάτι που οδηγεί τον Νώε στο συμπέρασμα ότι δεν είναι οι εκλεκτοί για να επενεκκινήσουν το ανθρώπινο είδος, αλλά για να φέρουν εις πέρας την αποστολή του αφανισμού του, να είναι αυτοί... οι τελευταίοι άνθρωποι.

Ακολουθώντας όλες τις συμβάσεις μιας επικής ταινίας για το μαζικό κοινό, καθώς και το αντίστοιχο “σεναριακό τάιμινγκ”, ο Αρονόφσκι και οι συνεργάτες του καταφέρνουν να αποσπάσουν την προσοχή μας απ' τις βιβλικές, παλαιοχριστιανικές και μυθολογικές καταβολές της ιστορίας τους για να απολαύσουμε τη δική τους εκδοχή σαν μια καλοστημένη περιπέτεια ενός αμφιλεγόμενου ήρωα, γεμάτη από προφανείς, όσο και καλοδεχούμενους συμβολισμούς, αλλά και απο χορταστικές σκηνές δράσης. Η σκηνοθεσία, η φωτογραφία και η καλλιτεχνική διεύθυνση απογειώνουν αισθητικά μια ιστορία που προδιαθέτει για ρόμπες, μούσια και αμμόλοφους, ενώ δε θα μπορούσα να φανταστώ καλύτερο Νώε απ' τον Ράσελ Κρόου και καλύτερο Τουμπάλ απ' τον Ρέι Γουίνστον.

Κι όμως, στο τέλος κάτι του λείπει.

Φαίνεται σαν ο Αρονόφσκι να έκοψε και να έρραψε τις πιο ενδιαφέρουσες δραματουργικά πτυχές του αρχικού του οράματος, εκεί που, μετά το τέλος της περιπέτειας, ο Νώε πελαγοδρομεί ανάμεσα στο δογματισμό, τις ανασφάλειές και τις τύψεις του, περιμένοντας το τέλος αποκομμένος απ' την οικογένειά του. Όταν δηλαδή αντιλαμβάνεται σταδιακά, πώς η αποστολή δεν ήταν ο αφανισμός, αλλά η επανεκκίνηση του είδους του με αφετηρία τον ίδιο, έναν άνθρωπο ενάρετο και αφοσιωμένο στην οικογένεια, όσο και στον Δημιουργό του. Στο τελευταίο αυτό μέρος της ταινίας, όλα διαδραματίζονται τόσο συνοπτικά, βιαστικά και πρόχειρα που προκαλούν τη λογική μας περισσότερο κι απ' τους πέτρινους γίγαντες κι ευτελίζουν έτσι, την προσπάθεια των δημιουργών να βγάλουν έναν διαχρονικό κινηματογραφικό χαρακτήρα μέσα από ένα παμπάλαιο, σχηματικό παραμύθι.

Τελικά, το “Noah” είναι μια πολύ καλή ταινία δράσης και τίποτε παραπάνω.


Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v