54ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης: Τα βραβεία

Τα βραβεία, τα highlights, οι εντυπώσεις μας και η επίγευση του πιο σινεφίλ δεκαημέρου της χρονιάς, αυτού του 54ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.
54ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης: Τα βραβεία
του Λουκά Τσουκνίδα

Με την απονομή των βραβείων και την προβολή του “Nebraska” του Αλεξάντερ Πέιν, προέδρου της φετινής κριτικής επιτροπής, έληξε, επισήμως τουλάχιστον, το βράδυ του Σαββάτου η 54η έκδοση του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης. Λιγότερη ποικιλία λόγω μιας εντονότερης προσήλωσης σε συγκεκριμένες θεματικές, εμφανής απουσία συντελεστών λόγω μειωμένου μπάτζετ, αλλά και ενδιαφέρουσες εκδοχές παρόμοιων ερωτημάτων παρέα με τις γνώριμες βόλτες στα φρέσκα κινηματογραφικά “ρεύματα” αποτελούν την επίγευση ενός δεκαήμερου “φτωχότερου” από προηγούμενα όσο και πιστού, τελικά, στην ουσία του κοινωνικού σκέλους της “αποστολής” του.

Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο λοιπόν, το Χρυσό Αλέξανδρο, όπως και τα βραβεία σκηνοθεσίας και κοινού, απέσπασε μια ταινία ενός Μεξικανού για την οδύσσεια δύο πιτσιρικάδων απ’ τη Γουατεμάλα που προσπαθούν να φτάσουν στη γη της επαγγελίας τους, στις ΗΠΑ. Το “The Golden Cage” του Ντιέγκο Κεμάδα-Ντίες δεν δίχασε κοινό και κριτικούς και επικράτησε των υπόλοιπων νικητών, όπως το “Susanne” της Κατέλ Κιγιεβερέ, το “Bad Hair” της Μαριάνα Ροντόν και η “Αιώνια επιστροφή του Αντώνη Παρασκευά” της Ελίνας Ψύκου, μεταξύ άλλων.



Παρά το θρίαμβο του “Κελιού από Χρυσάφι” πάντως το “μεταναστευτικό” δεν ήταν το κυρίαρχο θέμα του φετινού Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Τα οικογενειακά δράματα και οι ιστορίες που περιστρέφονται γύρω από διάφορες εκδοχές της ομοφυλοφιλικής ταυτότητας, της αποδοχής και της εμψύχωσής της εντός ενός σύγχρονου κόσμου, πιο πολύπλοκου και μπερδεμένου σε ζητήματα προοδευτικότητας και συντηρητισμού από ποτέ, μονοπώλησαν μεγάλο μέρος του προγράμματος κι αυτό προκάλεσε μια ελαφριά ατμόσφαιρα δυσφορίας σε ένα κοινό που ίσως και να είχε καλομάθει σε μια μεγαλύτερη ποικιλία τα προηγούμενα χρόνια, ειδικά εκείνα που θα μπορούσε κανείς να προσδιορίσει και ως “χρόνια της αφθονίας” είτε με περιπαικτική διάθεση είτε μιλώντας κυριολεκτικά.

Οι καλεσμένοι πάλι, μας τα είπαν μια χαρά: ο Τζιμ Τζάρμους για το ανεξάρτητο σινεμά και την ανυπαρξία του αυθεντικού σε ένα περιβάλλον πολλαπλών επιρροών, ο Αλέξανδρος Αβρανάς για την οικουμενικότητα του θέματός του κόντρα σε ταμπέλες ελληνικότητας, η Κλερ Σιμόν για τη δουλειά που κρύβεται πίσω απ’ το φαινομενικά αυτοσχεδιαστικό αποτέλεσμα, ο Αλέν Γκιροντί για την απεικόνιση της σεξουαλικότητας έξω απ’ τα στερεότυπα που προωθεί το ίδιο το σινεμά και τα μέλη της επιτροπής για την εμπειρία που αποτελεί η επιλογή των καλύτερων ταινιών μέσα από μια γκάμα έργων νέων δημιουργών, άγνωστων στους ίδιους και στο ευρύ κοινό.

Κι αν όμως έλειπε η πολυδιάστατη απεικόνιση των θεματικών που απασχολούν τους σύγχρονους κινηματογραφιστές, δε μπορεί κανείς να πει ότι δεν έμαθε πράγματα για τον εαυτό του και τους γύρω του, ειδικά όταν ένα μεγάλο μέρος των φετινών ταινιών αποτέλεσαν και σημαντικές προκλήσεις για τον εγγενή συντηρητισμό μας, ως Έλληνες, αλλά και ως πολίτες αυτού του κόσμου που παλεύει να προοδεύσει με βήματα πιο γοργά μα μια δύναμη που έρχεται από μέσα του δεν τον αφήνει. Ενδεικτική είναι ίσως η δήλωση ενός θεατή (το φύλο δεν έχει σημασία) κατά το συνηθισμένο πάρε-δώσε με το σκηνοθέτη, μετά από μια ταινία που διερευνά την αντιμετώπιση, απ’ το στενό του περιβάλλον, ενός μικρού παιδιού που δείχνει δείγματα μιας συμπεριφοράς που, κατά τα στερεότυπα, θεωρείται ύποπτη ως ομοφυλοφιλική.



“Εγώ πάντως”, δήλωσε ο θεατής πριν κάνει την ερώτησή του, “δε διέκρινα ότι το παιδί έχει πρόβλημα ομοφυλοφιλίας. Αντιθέτως, μου φάνηκε ότι είναι φυσιολογικό…” κι ο μεταφραστής διασκεύασε τον πρόλογο και την ερώτηση σε μια καινούργια φράση ώστε ν’ αποφευχθεί μια βίαιη έκθεση της φιλοξενούμενής μας σ’ αυτό που όλοι ξέρουμε αλλά κανείς δε θέλει ν’ αποδεχθεί… Ότι είμαστε ανέτοιμοι να δεχτούμε ή έστω να επιχειρήσουμε να κατανοήσουμε κάποια πράγματα κι όσο συγχέουμε την προοδευτικότητα με πολιτικές ταυτότητες ή πνευματική καλλιέργεια περιμένοντας να έρθει φυσικά σαν φθινοπωρινό πρωτοβρόχι (τα οποία άργησαν χαρακτηριστικά φέτος στη συμπρωτεύουσα) θα παραμένουμε επιλεκτικά ανεκτικοί και συγκαλυμμένα μισαλλόδοξοι.

Παρεμπιπτόντως, ο ήλιος έλαμπε δυνατός και ζεστός σε όλη τη διάρκεια του δεκαήμερου στο υπέροχο παραλιακό μέτωπο της Θεσσαλονίκης και το να λιάζεσαι στην αποβάθρα με καφέ και κουλούρι έμοιαζε πιο ελκυστική επιλογή από οποιαδήποτε σκοτεινή αίθουσα. Οι μεγάλες αλλαγές θέλουν μεγάλο κόπο κι ο καιρός (να ‘ναι οι ψεκασμοί και το φαινόμενο του θερμοκηπίου;) δε φαίνεται να μας βοηθά καθόλου σ’ αυτή τη χώρα.

Καλή μας επιστροφή στην πραγματικότητα.
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v