Les Miserables: Ο Γιάννης Αγιάννης τραγουδά... βαρετά

Παρά το εξαιρετικό του καστ και τις φιλότιμες προσπάθειες του σκηνοθέτη, οι Άθλιοι του Τομ Χούπερ είναι απλώς η αργόσυρτη μεταφορά σε μιούζικαλ της διαχρονικής ιστορίας του Βίκτωρ Ουγκώ.
Les Miserables: Ο Γιάννης Αγιάννης τραγουδά... βαρετά
του Λουκά Τσουκνίδα
 
Η γνωστή, χιλιοειπωμένη ιστορία που καλύτερα από όλους είπε ο Βίκτωρ Ουγκώ στο πρωτότυπο έργο, επανέρχεται στις οθόνες μας ως μιούζικαλ, σε μια μεταφορά του αντίστοιχου πολύ επιτυχημένου θεατρικού, διά χειρός Τομ Χούπερ. Αναμενόμενα υπερφίαλη και μακρόσυρτη, η εκδοχή του νέου “οσκαρικού” σκηνοθέτη δεν προσθέτει τίποτε στο γνωστό μύθο και τις προεκτάσεις του, ούτε αλλάζει τον τρόπο με τον οποίο θα γίνονται τα μιούζικαλ από εδώ και στο εξής. Κοινώς, έγινε για να καταναλωθεί και να ξεχαστεί.

Η υπόθεση

Ο Γιάννης Αγιάννης, ένας απόκληρος που έφαγε στο κεφάλι 19 χρόνια επειδή έκλεψε ένα κομμάτι ψωμί, δραπετεύει και, επηρεασμένος απ' την καλοσύνη ενός ανθρώπου, φέρνει τούμπα τη ζωή του για να γίνει σεβάσμιο μέλος της κοινωνίας που τον είχε απορρίψει κάποτε, ένας επιτυχημένος βιοτέχνης και τοπικός παράγοντας. Όμως ο αρχηγός της αστυνομίας, ο απόλυτος ηθικολόγος Ιαβέρης, δεν μπορεί να ησυχάσει μέχρι να βρει εκείνον τον δραπέτη που αψήφησε το νόμο, όσο σκληρός κι αν ήταν αυτός, όσο κι αν εκείνος ο άνθρωπος μπορεί να είναι πλέον ένας νομοταγής και παραγωγικός πολίτης...



Η κριτική


Η ιδιαιτερότητα των “Αθλίων” του Χούπερ (χωρίς προφανώς να είναι καμιά καινοτομία) δεν είναι άλλη απ' την ζωντανή ηχογράφηση των τραγουδιών, την ώρα που οι ηθοποιοί ερμηνεύουν και τους ρόλους τους, υποθέτω με σκοπό την καλύτερη ενσωμάτωση του μουσικού μέρους στον κινηματογραφικό ρυθμό. Προς αυτή την κατεύθυνση, χρησιμοποιείται μάλλον απ' τον σκηνοθέτη και η κάμερα-στο-χέρι, ώστε να περιοριστεί η δεδομένη θεατρικότητα του εγχειρήματος και να θυμίζει περισσότερο “κινηματογράφο”. Δυστυχώς, αυτό αποδεικνύεται αρκετά δύσκολο και η ταινία δεν ξεφεύγει ποτέ απ' τη στερεοτυπική άποψη που έχει ο μέσος μη-λάτρης του είδους για τα μιούζικαλ, ότι είναι μακρόσυρτα θεατρινίστικα μελοδράματα με ηθοποιούς που αντί να μιλούν, για κάποιο λόγο τραγουδούν.

Παρ' όλ' αυτά, δε μπορεί κανείς να αμφισβητήσει τη διαχρονικότητα του πρωτογενούς υλικού, μιας ιστορίας που καταφέρνει ακόμη να συγκινεί και να μας γοητεύει με τη σχετική αμφισημία των χαρακτήρων της, όση τέλος πάντων διασώζεται στις πετσοκομμένες, νερωμένες μη-λογοτεχνικές σύγχρονες εκδοχές της. Η επιλογή του συνολικού καστ βοηθά την ταινία του Χούπερ να περάσει το κατώφλι της καρδιάς του καλοπροαίρετου θεατή και να τον απορροφήσει στο στόρι, ακόμη κι αν το έχει ξαναδεί. Ακόμη κι αν ο Χιου Τζάκμαν ακούγεται ανεπαρκής ως τραγουδιστής, συγκρινόμενος με τους υπόλοιπους, ειδικά με τον ανεπιτήδευτο Ράσελ Κρόου που κάνει τον Ιαβέρη συμπαθή και ανθρώπινο ή την Αν Χάθαγουεϊ που κρατά μόνη της την πρώτη πράξη στο ρόλο της δύσμοιρης μάνας, της εκπεσούσας Φαντίν.

Εξαιρετικοί είναι και όλοι οι νεαροί της υπόθεσης, η Αμάντα Σάιφριντ, ο Έντι Ρέντμεϊν και η υπέροχη Σαμάνθα Μπαρκς όποτε κι αν καταλαμβάνουν το προσκήνιο, όχι όμως και το κωμικό δίδυμο που καλείται να ελαφρύνει την ημισκότεινη ούτως ή άλλως ατμόσφαιρα, ο υπερβολικός Σάσα Μπάρον Κοέν και η τυποποιημένη σε τέτοιους ρόλους —τους έχει όλους καπαρωμένους;— Έλενα Μπόναμ Κάρτερ. Ίσως και ελέω Χούπερ, η κωμική παρουσία του διεφθαρμένου ζευγαριού των αμοραλιστών πανδοχέων και το χιούμορ που εμπεριέχεται στα τραγούδια τους μοιάζουν εντελώς παράταιρα με το υπόλοιπο έργο, σα να γραφικοποιούν τους χαρακτήρες αντί να τους ξεμπροστιάζουν γι' αυτό που πραγματικά είναι, ένα εκφυλιστικό μικρόβιο που κατατρώει την κοινωνία από τα σωθικά της.

Με τα καλά του και τα κακά του, το “Les Miserables” θα σωζόταν εύκολα και θα κέρδιζε περισσότερες συμπάθειες αν ήταν μικρότερο σε διάρκεια. Τρεις ώρες όμως, είναι πολλές για οποιαδήποτε ταινία, πόσο μάλλον μια χιλιοειπωμένη ιστορία σε μορφή μιούζικαλ.

Βγαίνουν ακόμη:
Το ιδιόρρυθμο, καταθλιπτικό, αλλά απλώς εξαιρετικό, “Paradise: Love” του Ούλριχ Ζάιντλ, η διαφημιστική ταινία “Η αγάπη έρχεται στο τέλος” του Βασίλη Κεχαγιά και η πολυαναμενόμενη επιστροφή του λάθος ανθρώπου στο λάθος μέρος τη λάθος στιγμή, Τζον Μακλέιν στο “ A Good Day to Die Hard”... Κι αν την προηγούμενη εβδομάδα σιώπησα για την επιστροφή του Άρνι, τώρα είμαι αναγκασμένος να μιλήσω. 24 ολόκληρα χρόνια μετά το “Die Hard”, το 5ο μέρος της σειράς είναι απλώς η ατράνταχτη απόδειξη ότι ο χαρακτήρας Τζον Μακλέιν είναι νεκρός και προκαλώ όποιον το δει να ξαναδεί αμέσως μετά το 1o για να θυμηθεί τι ήταν αυτό που το έκανε τόσο καλό, τι είναι αυτό που το κάνει να “βλέπεται” ακόμη και σήμερα ως μια πολύ καλή ταινία δράσης, με επίπεδα badass-ισμού που σπάνε τους δείκτες των μετρητών τεστοστερόνης κι έναν πρωταγωνιστή που πάνω απ' όλα... ΕΙΝΑΙ ο λάθος ΑΝΘΡΩΠΟΣ στο λάθος μέρος τη λάθος στιγμή. Και όχι ένας γερασμένος σούπερμαν λίγο πριν τη σύνταξη που κινείται μηχανικά, σκοτώνει χωρίς να ιδρώνει και ξερνά ατάκες χωρίς καν να ταιριάζουν. Λυπάμαι, αλλά το “Yippie-kaye...” δεν κολλάει εκεί που ακούγεται κι αυτό δεν είναι αμελητέο! Κατά τ' άλλα, μοιάζει να είναι η τέλεια επιλογή για το βράδυ του Αγ. Βαλεντίνου.


Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v