Django Unchained: Παλιός, καλός και western Ταραντίνο

Ο εκκεντρικός σκηνοθέτης επιστρέφει στην μεγάλη οθόνη, αποτίοντας φόρο τιμής στο σπαγγέτι western και τις blaxploitation ταινίες των 70s. Το αποτέλεσμα είναι μια άκρως διασκεδαστική και παραδοσιακά «ταραντίνικη» ταινία.
Django Unchained: Παλιός, καλός και western Ταραντίνο
του Λουκά Τσουκνίδα
 
Ναι, είναι αλήθεια! Ο Κουέντιν Ταραντίνο έχει ξαναβρεί εντελώς τη χαμένη του φόρμα αφότου έπαψε να παραγοντίζει σα να μην υπάρχει αύριο κι έτσι μετά το εξωφρενικό “Inglourious Basterds”, στέλνει ακόμη μια επιτυχημένη ερωτική επιστολή στα “παλιά, καλά” κι αγαπημένα του κινηματογραφικά είδη με το “Django Unchained”, ένα μίγμα σπαγγέτι γουέστερν και σέβεντιζ μπλαξπλοϊτέισιον που επιτυγχάνει άριστα το μοναδικό σκοπό του: να διασκεδάσει τους μυημένους και να προσκαλέσει στο πάρτι τους αμύητους.

Η υπόθεση

Όταν ο κυνηγός επικυρηγμένων Δόκτωρ Κινγκ Σουλτζ απελευθερώνει τον Τζάνγκο για να ζητήσει τη βοήθειά του σε μια δουλειά, εκείνος του ζητά σε αντάλλαγμα να τον βοηθήσει να βρει τη γυναίκα του, με την οποία τους χώρισε το δουλεμπόριο, και να εκδικηθεί τους βασανιστές της. Γίνονται λοιπόν συνέταιροι κι η αναζήτηση τους φέρνει στη φυτεία του Κάλβιν Κάντι, όπου εμφανίζονται ως έμποροι “μαχητών δρόμου” Μαντίνγκο. Εκεί, ανάμεσα σε ημιάγριους επιστάτες, ξοφλημένους μαχητές, φονικά σκυλιά, υπάκουες καμαριέρες και σπιτωμένους μπαρμπα-θωμάδες, ο Τζάνγκο θα βρει την Χίλντι και θα πάρει μια ασήμαντη, αλλά αιματηρή, εκδίκηση για όσα έχουν υποστεί οι ομόχρωμοί του...



Η κριτική

Η αλήθεια είναι ότι η αχίλλειος πτέρνα του Κουέντιν Ταραντίνο είναι η διάρκεια των ταινιών του κι έτσι, για ακόμη μία φορά, ο φλύαρος σεναριογράφος αναγκάζει τον σκηνοθέτη να χάσει τον έλεγχο του ρυθμού και ν' αφήσει την αφήγηση να περιστρέφεται γύρω απ' το φινάλε για αρκετή ώρα χωρίς να το αγγίζει. Κι αν σε μια ταινία με πιο πολύπλοκους χαρακτήρες ή με πιο δαιδαλώδη πλοκή ή ακόμη, με ένα σημαντικότερο συναισθηματικό διακύβευμα, ο έξτρα χρόνος μπορεί ν' αποτελέσει σύμμαχο, στο αιματηρό πανηγύρι στερεοτύπων και σινεφίλ αναφορών του Ταραντίνο είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα κουράσει και θ' αποθαρρύνει τον μέσο θεατή. Ο μυημένος, βέβαια, συγχωρεί τέτοια μικροπράγματα, αλλά το ενδιαφέρον του αμύητου χάνεται εύκολα κι ο δημιουργός βρίσκεται πολύ γρήγορα να κλείνει το μάτι σε μια άδεια θέση.

Μ' αυτό υπ' όψιν, ας πούμε ότι το “Django Unchained” “συγχωρείται” για τα παραπάνω κυρίως λόγω του πρωταγωνιστικού του τρίου. Ο Τζέιμι Φοξ είναι ο κατάλληλος άνθρωπος –ας ευχαριστήσουμε γι' αυτό τον Γουίλ Σμιθ, που είχε άλλες υποχρεώσεις την εποχή των γυρισμάτων— για το ρόλο του Τζάνγκο, ένας ακατέργαστος όγκος συσσωρευμένης οργής που περιμένει τη στιγμή που θα γίνει ένα πρότυπο badass-ισμού, ενώ ο Λεονάρντο Ντι Κάπριο δίνει μια απολαυστική καρικατούρα του παρηκμασμένου Νότιου γαιοκτήμονα και ψευτοαριστοκράτη Κάλβιν Κάντι, δείχνοντας να το διασκεδάζει όπως, αντίστοιχα, ο Μπραντ Πιτ ως άξεστος λοχίας στο “Inglourious Basterds”. Δίπλα τους ξεχωρίζει και πάλι ο Κρίστοφ Βαλτζ, ο γερμανός καρατερίστας που δε χορταίνει να παίζει τον ίδιο χαρακτήρα ξανά και ξανά, αλλά περιέργως δε μας έχει κουράσει ακόμη. Άλλωστε, ποιος άλλος θα μπορούσε να παίξει τον γερμανό γιατρό που περιφέρεται σαν κεφαλοκυνηγός στον αμερικάνικο Νότο και συμμαχεί με έναν απελευθερωμένο δούλο;

Σ' αυτό ακριβώς το σεναριακό στοιχείο, είναι που βρίσκουμε και μια σύνδεση της ταινίας με την προηγούμενη, στο γεγονός ότι, ενώ στο “Inglourious Basterds” οι κακοί –πάντα με μια καρτουνίστικη έννοια— είναι οι γερμανοί, εδώ ο γερμανός δηλώνει ευθαρσώς την αντίθεσή του στην έννοια της δουλείας και δίνει στον ήρωα τη μυθική του διάσταση μέσα απ' τον παραλληλισμό με το γερμανικό μύθο του Ζίγκφριντ. Οι κακοί, προφανώς, είναι οι λευκοί αμερικάνοι κι έτσι, ο Ταραντίνο μπορεί να παίξει λίγο με τις ευαίσθητες χορδές όσων ψάχνουν να βρουν στις ταινίες του περισσότερα απ' όσα υπάρχουν. Όπως ο Σπάικ Λι, του οποίου η προ-κατ αποδοκιμασία, μόνο ως παράσημο μπορεί να εκληφθεί φυσικά, και ίσως ν' αποτέλεσε το καλύτερο διαφημιστικό τρικ για την ταινία.

Κατά τ' άλλα, όλα τα Ταραντινικά κολλήματα είναι εκεί, το κυνικό χιούμορ, οι απρόβλεπτες συζητήσεις, οι σινεφίλ λεπτομέρειες και η απαραίτητη βρωμιά που παραπέμπει σ' ένα πιο φτηνό σινεμά, άλλων εποχών. Σημαντική είναι και η παρουσία του Σάμουελ Τζάκσον –θα ηταν έγκλημα αν ο άνθρωπος που πρωταγωνίστησε οικειοθελώς στο “Snakes on a Plane”, κι είναι υπερήφανος γι' αυτό, έλλειπε από μια τέτοια ταινία— σ' ένα ρόλο πιο σημαντικό απ' όσο φαίνεται αρχικά, που αναζωπυρώνει το ενδιαφέρον εκεί που τα πράγματα γίνονται σχετικά προβλέψιμα.

Το “Django Unchained” είναι μια διασκεδαστική ταινία από έναν δημιουργό που ξέρει να μας κάνει να περνάμε καλά με τις εμμονές του.


Βγαίνουν ακόμη:

Το κακό, παιδαριώδες δράμα του Κιμ Κι-Ντουκ “Pieta”, που για κάποιο λόγο –χμμμ... μήπως είναι η οικονομική κρίση;— βραβεύτηκε με το “Χρυσό Λέοντα” στη Βενετία. Το βαρετό, παλιομοδίτικο θρίλερ (με έντονες αποχρώσεις κρίσης) “Arbitrage”, το “Le Capital” του Κώστα Γκαβράς και πάλι με υφέρπον θέμα του την οικονομική κρίση, το ντοκιμαντέρ “Stories We Tell” της Σάρα Πόλι και, αναρωτιέμαι γιατί, το “Finding Nemo (2003)” σε 3D έκδοση.
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v