Beasts of the Southern Wild: Μια μικρή... μεγάλη υποψηφιότητα για Όσκαρ

Ένα αλληγορικό παραμύθι για μεγάλους, με φόντο την σκοτεινή Νέα Ορλεάνη μετά τον τυφώνα, στήνει ο ελπιδοφόρος Μπεν Ζάιτλιν. Εξαιρετικές ερμηνείες και υπέροχη φωτογραφική αισθητική συγκαταλέγονται στα δυνατά χαρτιά του.
Beasts of the Southern Wild: Μια μικρή... μεγάλη υποψηφιότητα για Όσκαρ
του Λουκά Τσουκνίδα
 
Είναι μόλις η πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία κι ο Μπεν Ζάιτλιν, με τα διαπιστευτήρια από Σάντανς και Κάννες υπό μάλης, έχει βαρεθεί να μαζεύει βραβεία και καλά λόγια, με αποκορύφωμα βεβαίως, τις τέσσερις πολύ σημαντικές υποψηφιότητες για τα προσεχή Όσκαρ. Το “Beasts of the Southern Wild” είναι ένα παραμύθι για μεγάλους, γυρισμένο στους βάλτους της Λουιζιάνα μετά το χτύπημα της “Κατρίνα”, με ταπεινά μέσα, ερασιτέχνες πρωταγωνιστές και μετρημένες, ίσως, φιλοδοξίες. Κι όμως, στέκεται με αξιώσεις απέναντι στην υπόλοιπη περσινή κινηματογραφική παραγωγή, ως η “μικρή” ταινία που βάζει τα γυαλιά στις “μεγαλύτερες” με τη δημιουργικότητα των συντελεστών της και την απλότητα της “συνταγής” της.

Η υπόθεση

Η μικρούλα Χάσπαπι ζει με τον πατέρα της, Γουίνκ, και μια ετερόκλητη ομάδα ανθρώπων στον περιθωριακό οικισμό του Μπάθταμπ, πέρα απ' το φράγμα που χωρίζει τους βάλτους απ' τον πολιτισμό. Μεγαλώνει εκεί παρέα με τα ζώα της, τα λιγοστά συνομήλικα παιδιά, τις χαριτωμένες φαντασιώσεις της και μια αόριστη ανάμνηση της μητέρας της, υπό τη διαρκή γαλούχηση του πατέρα της στην τέχνη της επιβίωσης και της προσομοίωσης του “κτήνους”. Όμως ο Γουίνκ νιώθει ότι είναι στα τελευταία του κι όταν μια θύελλα πλημμυρίζει τα σπίτια των κατοίκων του Μπάθταμπ κάνοντας την επιβίωση ακόμη πιο δύσκολη, όλα δείχνουν ότι πλησιάζει η στιγμή που η Χάσπαπι θα αναλάβει το ρόλο για τον οποίο την ετοιμάζει από μωρό...



Η κριτική


Λαμβάνοντας υπ' όψιν ότι ο Ζάιτλιν γύρισε το περιθωριακό παραμύθι του με ένα εξαιρετικά χαμηλό μπάτζετ σε ένα εξαιρετικά αφιλόξενο τοπίο, οφείλω να παραδεχτώ ότι έχουμε μπροστά μας τον πρωτοεμφανιζόμενο σκηνοθέτη της χρονιάς, έναν άνθρωπο που μοιάζει να διαθέτει την όρεξη, τη δεξιοτεχνία και την εφευρετικότητα που απαιτείται για να κάνεις ανεξάρτητο σινεμά, ακόμη και σήμερα που, υποτίθεται, ότι η ψηφιακή τεχνολογία το κάνει ευκολότερο.

Οι εικόνες του δημιουργού, δοσμένες με μια υπέροχη φωτογραφική αισθητική και μια σειρά πλάνων με κάμερα στο χέρι που δεν κουράζουν στο ελάχιστο, αναστατώνουν χωρίς να είναι απόκοσμες κι αποπνέουν τις απαραίτητες δόσεις απελπισίας και ματαιότητας χωρίς όμως να στήνουν μνημόσυνο στην ελπίδα, φορέας της οποίας δεν είναι άλλος απ' τη μικρή Χάσπαπι.

Η πρωτάρα Κουβενζανέ Γουόλις, αποδίδει τα μέγιστα στον κεντρικό ρόλο, εντελώς φυσικά, με τις εκφράσεις, τις κινήσεις και τη φωνή της και η παρουσία της μοιάζει τόσο σημαντική, ώστε αναρωτιέται κανείς αν η ταινία θα είχε την ίδια απήχηση χωρίς αυτήν. Το ίδιο ουσιαστική είναι και η παρουσία του πρωτάρη ερασιτέχνη Ντουάιτ Χένρι στο ρόλο του Γουίνκ, ο οποίος, παρά το ότι μοιάζει πού και πού σα να “παίζει” υπερβολικά μέσα στη δεδομένη αοριστία του χαρακτήρα του, είναι πολύ καλός στις πιο δυνατές στιγμές του έργου, ενώ “δένει” και πολύ καλά με τη μικρή συνάδελφό του. Προφανώς, όλ' αυτά έχουν να κάνουν και με την καθοδήγηση του Ζάιτλιν που αποδεικνύεται καλός και σ' αυτόν τον τομέα της σκηνοθεσίας, βοηθώντας τελικά όλους τους ηθοποιούς του να μην μοιάζουν σε κανένα σημείο σαν άπειροι ερασιτέχνες.

Όλα καλά ως εδώ. Εκείνο απ' το οποίο νομίζω ότι πάσχει το φιλμ είναι το γεμάτο αοριστίες και αφαιρέσεις σενάριο και η εξαιρετικά χαλαρή δομή του, καθώς παλινδρομεί ανισόρροπα απ' το παραμύθι στον ρεαλισμό. Ίσως βέβαια, αυτό να γίνεται επειδή βλέπουμε τα τεκταινόμενα μέσα απ' τα μάτια ενός μικρού κοριτσιού που καλείται να παραδώσει την παιδική του ηλικία για να ζωστεί τα άρματα της επιβίωσης λίγο πριν ο πατέρας της την αφήσει κι εκείνος. Κι έτσι να είναι, διακύβευμα πραγματικό για τους οικειοθελώς περιθωριακούς κατοίκους του Μπάθταμπ δεν στοιχειοθετείται ποτέ, οι συνευρέσεις του Γουίνκ με τους ιδιαιτέρως άχρωμους και άβουλους “συχωριανούς” του δεν προδίδουν καμία ουσιαστική αίσθηση κοινότητας όπως υποδηλώνεται απ' το ξέφρενο πανηγύρι που βλέπουμε στην αρχή και στο τέλος μένει μια επίγευση κάποιας αλληγορίας για τη Νέα Ορλεάνη και τον τυφώνα που δεν πιάσαμε. Ή ακόμη χειρότερα, για τη ζωή την ίδια.

Το “Beasts of the Southern Wild” είναι εν τέλει μια ευχάριστη ταινία, παρά το σκοτεινό σκηνικό της, που μας συστήνει με τον καλύτερο τρόπο σε έναν ελπιδοφόρο δημιουργό και μια πολύ χαρισματική πιτσιρίκα.

Βγαίνουν ακόμη:
- Η βιογραφική κομεντί “Hitchcock”, μια αφήγηση όσων επακολούθησαν της δύσκολης απόφασης του μαέστρου να γυρίσει το “Ψυχώ” κόντρα στην επιθυμία του Χόλιγουντ, μπας και ξαναβρεί το χαμένο μαγικό του άγγιγμα, με την ταραγμένη τότε συζυγική του σχέση στο μπακ-γκράουντ. Δίπλα στην υπέροχη, όπως πάντα, ερμηνεία της Έλεν Μίρεν, ο Άντονι Χόπκινς μοιάζει εγκλωβισμένος στο μακιγιάζ του και οι υπόλοιποι διεκπεραιώνουν απλώς ένα σενάριο πηγμένο στα κλισέ και τις ευκολίες, τόσο που είμαστε σίγουροι πώς τα πράγματα “δεν έγιναν έτσι” απ' το πρώτο δεκάλεπτο.
- Η ταινία δράσης με τον Άρνολντ Σβαρτσενέγκερ “The Last Stand”, το θρίλερ “The Expatriate” και το ντοκιμαντέρ του Βασίλη Λουλέ “Φιλιά εις τα Παιδιά”.

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v