Βρετανικό σινεμά: 15 ταινίες με... φλέγμα

Λίγα blockbuster, λίγος Κεν Λόουτς, λίγος Μάικ Λι. Ρίχνουμε μια ματιά πίσω από την βιτρίνα που οι περισσότεροι ξέρουμε ως "βρετανικό σινεμά" κι ανακαλύπτουμε μικρά διαμαντάκια που γεννούν επίκαιρους συνειρμούς.
Βρετανικό σινεμά: 15 ταινίες με... φλέγμα
του Λουκά Τσουκνίδα 

Αν υπάρχει κάτι που χαρακτηρίζει το βρετανικό σινεμά, ειδικά απ' την ρήξη των δημιουργών του με το μέινστριμ και δώθε (Free Cinema, British New Wave, Angry Young Men, Kitchen Sink Drama, Social Realism), αυτό είναι είναι η εμμονή με την εργατική τάξη και τα θέματα που προκύπτουν από το κοινωνικό και οικονομικό χάσμα που ποτέ δεν έκλεισε πραγματικά, σε ένα κράτος που η πιο καθοριστική επανάσταση που γνώρισε ήταν η βιομηχανική.

Στο απώγειο αυτής της ρήξης και του λεγόμενου κοινωνικού ρεαλισμού, ο Τόνι Ρίτσαρντσον μεταφέρει στο σινεμά ένα θεατρικό του Τζον Όσμπορν, το “Look Back in Anger (1959)”, μια ματιά στην καταπιεσμένη ορμή ενός νέου, σπουδαγμένου και καλλιεργημένου, αλλά δέσμιου της ταξικής καταγωγής του. Ο Τζίμι Πόρτερ, τον οποίο υποδύεται με τρομερή ένταση ο Ρίτσαρντ Μπάρτον, εγκλωβισμένος μεταξύ οργής και υπερηφάνιας, αδυνατεί να κυνηγήσει καριέρα ή κοινωνική ανέλιξη κι αντ' αυτού σέρνει το καρότσι του στη λαϊκή αγορά, ενώ τα βράδια μπεκροπίνει και ξεσπά στην τρομπέτα του. Μονίμως εκτός ελέγχου, ξεσπά και στη γυναίκα του –μια κοπέλα ανώτερης τάξης— η οποία μάταια προσπαθεί να εξομαλύνει την κατάσταση με την αγάπη και τη στωϊκότητά της.



Με ένα απλό φλας-φόργουορντ στη σημερινή Ελλάδα, μπορεί κανείς να δει τον Τζίμι να κολλά επαγγελματικά και κοινωνικά, κατά παρόμοιο τρόπο. Η 20ετής φούσκα που διανύσαμε μας έφερε στην εποχή όπου το πτυχίο ανώτατης εκπαίδευσης δεν εξασφαλίζει την αντίστοιχη εργασία ή αμοιβή, πόσο μάλλον κοινωνική ανέλιξη. Με λίγα λόγια, ο πτυχιούχος οδηγείται σε ένα καθεστώς εργάτη, ενισχύοντας την ντόπια εργατική τάξη με ένα πλήθος “οργισμένων νέων”. Το καλό με την υποβάθμιση των προσδοκιών από ένα απλό πτυχίο, όμως, είναι ότι μπορεί και ν' αλλάξει τη χρησιμοθηρική οπτική με την οποία αντιμετωπίζουμε τις σπουδές. Ίσως μας οδηγήσει ν' αναρωτηθούμε ξανά αν είναι ένα συγκεκριμένο εργαλείο που μας κάνει καλύτερους υποψήφιους για καριέρα ή μια πολυσυλλεκτική εμπειρία που μας κάνει καλύτερους ανθρώπους;

Αυτή την ερώτηση διερευνά το “The History Boys” του Νίκολας Χάιτνερ, μια μεταφορά στη μεγάλη οθόνη του ομώνυμου θεατρικού του Άλαν Μπένετ. Οχτώ μη-ρεαλιστικά χαρισματικοί μαθητές ενός ταπεινού βρετανικού σχολείου έχουν την ευκαιρία να χτυπήσουν την πόρτα του Κέιμπριτζ ή της Οξφόρδης. Ο νέος καθηγητής τους προετοιμάζει για το θέατρο των εξετάσεων, την ώρα που ο παλιός τους εκπαιδεύει στο να μην εκπαιδεύονται, αλλά ν' απολαμβάνουν. Κι όμως, στο έργο του Μπένετ οι νεαροί κάνουν κουμάντο κι όχι οι δάσκαλοι. Δεν είναι μια συνηθισμένη ομάδα σχολιαρόπαιδων, αλλά μια συρραφή διάφορων τύπων κατευθείαν απ’ το μωσαϊκό της βρετανικής μικρομεσαίας τάξης. Ξέρουν τι πρέπει να πάρουν απ' τον κάθε καθηγητή, μπαίνουν στα καλά σχολεία και καταλήγουν καλλιεργημένοι και επαγγελματικά αποκατεστημένοι, μια εξέλιξη ούτε μεγαλειώδης, αλλά ούτε και τραγική αφού, όπως λέει ο πιο μονοκόματος της παρέας η ιστορία είναι απλώς: “το ένα γεγονός μετά το άλλο”.



Με την ίδια οπτική, βέβαια, κι η ιστορία του σινεμά δεν είναι τίποτε άλλο παρά “η μία ταινία μετά την άλλη”, μια σειρά από αφηγήσεις γεμάτες με επαναλαμβανόμενα μοτίβα στο ύφος της εκάστοτε εποχής. Σε μια τέτοια σειρά αφηγήσεων, εμπνευσμένη από μια κοινωνία που αντιμετώπισε παρόμοια προβλήματα με τα δικά μας, αρκετά χρόνια νωρίτερα, θα μπορούσαμε ίσως να βρούμε αναλογίες και αναφορές για να κατανοήσουμε καλύτερα τη δική μας κατάσταση.

Απ' το “If.. (1968)” του Λίντσεϊ Άντερσον, όπου οι νεαροί μεσοαστοί του ιδιωτικού σχολείου παίρνουν τα όπλα ενάντια στο σύστημα –όπλα που, κατά τη χαρακτηριστική ροπή προς την ειρωνεία του δημιουργού, ανήκουν στο σύστημα— και το “Kes (1969)” του Κεν Λόουτς όπου ένας πιτσιρικάς των εργατικών κατοικιών υπερβαίνει τα κλισέ της “τάξης” του εντελώς φυσικά –απλώς και μόνο κάνοντας αυτό που του αρέσει— για να προσγειωθεί τελικά απότομα απ' τη μιζέρια των ομοίων του, περνάμε στο “Withnail & I (1987)” του Μπρους Ρόμπινσον όπου το καταφύγιο της ανήσυχης νεότητας είναι μια φιλόδοξη, μα χαλαρή, ενασχόληση με την τέχνη, δηλαδή η παρασιτική, μποέμικη καλοπέραση που μοιάζει όλο και πιο πολύ σαν αναχρονιστική φούσκα.



Από εκεί στο “Naked (1993)” του Μάικ Λι, όπου παρακολουθούμε έναν νέο (τον εκπληκτικό Ντέιβιντ Θιούλις) που έχει φτιάξει ο ίδιος το περιθώριό του, έναν ρομαντικό, εγωκεντρικό, κυνικοφανή περιηγητή σε μια πραγματιστική κοινωνία γεμάτη από κάθε λογής εγωπαθείς και κυνικούς ανθρώπους, παραγεμισμένο με ημιμαθείς εκδοχές όσων το σύστημα που αποκυρήσσει αποκαλεί γνώση. Ο Ντάνι Μπόιλ με το “Trainspotting (1996)” μας φέρνει κοντά στην πραγματικά περιθωριακή κουλτούρα των ναρκωτικών, χωρίς μποέμικα προσχήματα και ημιμαθείς εκλογικεύσεις, κάτι που ο Τζάστιν Κέριγκαν απεικονίζει αργότερα με πιο μέινστριμ και κωμικούς όρους στο “Human Traffic (1999)”, όπου η εργαζόμενη νεολαία του Κάρντιφ έχει παραδοθεί στο ωράριο βρίσκοντας συνειδητά καταφύγιο στις υπερβολές του Σαββατοκύριακου.



Η έκπτωση απ' τον ιδεαλισμό στο περιθώριο κι απ' το κυνήγι του καλού των αδυνάτων σ' εκείνο του ατομικού είναι μια συνειδητή επιλογή μπροστά στην όψη του αδιεξόδου, κάτι που σκιαγραφείται πολύ απλά στο “Face (1997)” της Αντόνια Μπερντ ενώ στο αυτοβιογραφικό δείγμα κοινωνικού ρεαλισμού του Γκάρι Όλντμαν, το εξαιρετικό “Nil By Mouth (1997)”, παρακολουθούμε τη βία που έρχεται από ψηλά και ξεσπά προς τα κάτω, στις γυναίκες και στους εθισμένους νέους.



Εντωμεταξύ, στα φλέγοντα ζητήματα της βρετανικής κοινωνίας είχε προστεθεί από πολύ παλιά και το μεταναστευτικό, που θίγεται στα πεταχτά και στο “Look Back in Anger”, όταν ο ελεγκτής της λαϊκής αγοράς τραμπουκίζει τον ξένο μικροπωλητή δείχνοντας εύνοια προς τους ντόπιους. Οι μετανάστες απ' τις πρώην αποικίες ενσωματώθηκαν με ένα μοντέλο που ενθάρρυνε τη διατήρηση των πολιτισμικών ταυτοτήτων μεν, αλλά που οδήγησε σε γκετοποίηση και ρήξεις εντός της διευρυμένης πλέον εργατικής τάξης.

Με το “This is England (2006)”, ο Σέιν Μέντοουζ μας γυρνά πίσω στη θατσερική βρετανία του 1983 και τον λανθάνοντα πατριωτισμό που βρίσκει εκφραστές στις συμμορίες των γκετοποιημένων άνεργων βρετανών –κι ιδιαίτερα των σκινχεντς της εποχής— και τους δαίμονές του στο κοινοβούλιο και στο διογκωμένο πια σώμα των εργαζόμενων μεταναστών. Την ίδια χρονιά, ο Μενάι Χούντα με τον Νόελ Κλαρκ ανοίγουν ένα παράθυρο στο βρετανικό γκέτο και την σαρωτική αμερικανοποίησή του με το στιλιζαρισμένο “Kidulthood (2006)”, ενώ μια προγενέστερη και πιο εσωστρεφής ματιά, πάνω στο ίδιο θέμα πάντα, είναι εκείνη του Σολ Ντιμπ με το υπέροχο “Bullet Boy (2004)”.



Παρ’ όλ’ αυτά, υπάρχουν και άλλοι μετανάστες πέραν εκείνων απ’ τις πρώην αποικίες της πάλαι πότε αυτοκρατορίας. Ήδη απ’ το 2002, ο Μάικλ Γουιντερμπότομ είχε δείξει με το καθηλωτικό “In This World”, το μακρύ κι επικίνδυνο ταξίδι των προσφύγων απ’ το ισοπεδωμένο Αφγανιστάν προς το Λονδίνο με την ελπίδα του πολιτικού ασύλου και μιας καλύτερης τύχης, ενώ ο Στίβεν Φρίαρς έθιξε το ίδιο θέμα με το “Dirty Pretty Things”, αλλά από τη σκοπιά όσων έχουν φτάσει, εργάζονται και πρέπει να μείνουν πάση θυσία στη Δύση.



Προφανώς, σε μια διεθνή κινηματογραφική αγορά που κυριαρχείται απ' τις αμερικάνικες παραγωγές, τα βρετανικά φιλμ που φτάνουν στις αίθουσες και στα ντιβιντάδικά μας είναι είτε τα λίγα μπλοκμπάστερ (που χρηματοδοτούνται και με αμερικάνικα λεφτά) είτε οι τελευταίες δουλειές αναγνωρισμένων σκηνοθετών όπως ο Κεν Λόουτς ή ο Μάικ Λι. Όμως το βρετανικό σινεμά θίγει εδώ και δεκαετίες θέματα που για μας τώρα γίνονται (ή ξαναγίνονται) επίκαιρα και είναι ιδιαιτέρως ευχάριστο το να βρίσκεις την απόσταση που χρειάζεσαι, ώστε να ζυγίσεις όσα συμβαίνουν γύρω σου, μέσα απ’ τις αφηγήσεις ενός αλλιώτικου λαού με οικεία προβλήματα.


Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v