Χάρης Βλαβιανός: Γράφοντας για την «απέραντη μειοψηφία»
Ασφαλώς κι έχουν αλλάξει, αφού μέσα στον χρόνο άλλαξα κι εγώ. Υπάρχει όμως στα ποιήματά μου μια εμμονή με το θέμα της μορφοποίησης: με ποιο τρόπο θα μπορέσω ν’ αποτυπώσω στο χαρτί, όσο πιο δραστικά μπορώ, τις σκέψεις και τα συναισθήματα που συγκεκριμένες εμπειρίες (και αναγνωστικές) μου προκαλούν. Χρειάζεται μια δυνατή σκέψη πάνω στην εμπειρία. Η σκέψη και το συναίσθημα είναι η άμεση αντίδραση στο εξωτερικό ερέθισμα. Από κει και πέρα η ποίηση είναι τέχνη. Το ποίημα είναι λεκτικό αρχιτεκτόνημα. Πρέπει να οικοδομηθεί. Άρα ο ποιητής στοχάζεται πάνω σε αυτό που σιγά-σιγά κατασκευάζει. Χρειάζεται επομένως και μια δεύτερη σκέψη. Εμένα με ενδιαφέρει αυτή η δευτερογενής εμπειρία. Το πώς φιλτράρεται δηλαδή μέσα μου μια συγκεκριμένη εμπειρία και γίνεται ποίημα. Και το λέω αυτό επειδή γνωρίζω (και όποιος γράφει το γνωρίζει ή οφείλει τουλάχιστον να το γνωρίζει), ότι η γλώσσα, επεμβαίνοντας βίαια πάνω στην εμπειρία, εκτοπίζει ένα μεγάλο μέρος της. Η ποίηση είναι μία διαρκής πάλη ανάμεσα στην εμπειρία, από τη μία πλευρά, και τη γλώσσα στην οποία καταφεύγει ο ποιητής για να την εκφράσει, από την άλλη. Η ποίηση, ας μην το ξεχνάμε, είναι η κατασκευή ενός εννοηματωμένου κόσμου. Ο καθένας μας φτιάχνει έναν τέτοιο κόσμο και, είτε στοχάζεται πάνω σ’ αυτόν είτε όχι, εντός του ζει. Από τη στιγμή που οι ποιητές καταγράφουν τις κατασκευές τους είναι αδύνατον να υποδύονται πως δεν έχουν συνείδηση του τι ακριβώς κάνουν. Επομένως πολλά μου ποιήματα έχουν ως θέμα τους την ίδια την ποίηση και την γλώσσα. Ωστόσο, στις πιο πρόσφατες συλλογές μου, με απασχολεί επίσης το ζήτημα της Ιστορίας. Η διαπλοκή ανάμεσα στο δρών υποκείμενο και την ιστορία, την προσωπική αλλά και τη συλλογική. Πολλά ποιήματά μου έχουν για αφετηρία σχέσεις προσωπικές, και δη οικογενειακές (άλλο Inferno, πιο επώδυνο αυτό), αλλά δεν περιορίζονται στο να τις «αναλύουν» απλώς σε γλώσσα ποιητική. Θεωρώ ότι η γλώσσα μου έχει γίνει πιο λυτή, πιο άμεση αφού με ενδιαφέρει πρωτίστως στην ποίηση πλέον η διαύγεια.
Κάθε εποχή είναι εποχή «κρίσης» για τον αληθινό καλλιτέχνη αφού αυτός βρίσκεται πάντοτε σε κάποιου είδους αντιδικία μαζί της. Αν ωστόσο κοιτάξουμε τη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας, ο τόπος μας είναι διαρκώς σε «κρίση»: Γουδί, Βαλκανικοί Πόλεμοι, Μεγάλος Διχασμός, Πρώτος Παγκόσμιος, Μικρασιατική Καταστροφή, Εκτέλεση των Έξι, Κίνημα του 33 και του 35, Δικτατορία Μεταξά, Κατοχή, Αντίσταση, Εμφύλιος, Ιουλιανά, Δικτατορία 67, κλπ, κλπ, κλπ. Σκεφτείτε σε τι συνθήκες έγραψαν ο Καρυωτάκης, ο Παλαμάς, ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ο Αναγνωστάκης, ο Σαχτούρης, ο Καρούζος, ο Λεοντάρης, η Δημουλά. Απλώς η δική μας εποχή είναι πιο ύπουλη γιατί οι διαχωριστικές γραμμές δεν είναι πάντοτε τόσο ευδιάκριτες.
Αυτό που κέρδισα από μια εικοσαετία εκδοτικής εμμονής στην ποιητική τέχνη ήταν η βαθύτερη γνωριμία με τα κείμενα, η συνάντηση με τους ανθρώπους που μοιράζονταν τις ίδιες αγάπες, η ευτυχισμένη διαπίστωση ότι αυτοί δεν ήταν λίγοι, η γόνιμη ανταλλαγή απόψεων, ιδεών, γνώσεων, οι φιλίες που δημιουργήθηκαν. Αυτό που έχασα ήταν οι ψευδαισθήσεις: ο χώρος της ποίησης δεν είναι μια Εδέμ καλών προθέσεων και παθιασμένων αναζητήσεων, αλλά μια επικράτεια που μαστίζεται από μικροεγωϊσμούς, προκαταλήψεις, εμπάθειες, αγκυλώσεις όσο και οποιοσδήποτε άλλος στενός επαγγελματικός χώρος. Και λέω επαγγελματικός, γιατί αρκετοί ποιητές μου θύμιζαν δημόσιους υπαλλήλους που τσακώνονται για τη θέση τους στην επετηρίδα• από την άλλη πλευρά διαπίστωνα, για πρώτη ίσως φορά, ότι οι έριδες μάλλον οφείλονταν στην συρρίκνωση της ποίησης σε ένα κλειστό σύμπαν, στην απομόνωσή της στα όρια μιας κλειστής ‘αδελφότητας’, η αυτοαναφορικότητα και η εσωστρέφεια της οποίας δημιουργεί αναπόφευκτα μεγάλες εσωτερικές εντάσεις. Κερδίζοντας, λοιπόν, σε φίλους, γνώση και απόλαυση και χάνοντας σε ψευδαισθήσεις, τελικά μάλλον έγινα πλουσιότερος σε κατανόηση.