Γιατί μας πιάνει FOMO με τις sold out παραστάσεις;
Στην πόλη με τα περισσότερα θέατρα της Ευρώπης, ένα νέο άγχος έχει προστεθεί στις ζωές μας: Το να μην προλάβουμε εισιτήρια για την επόμενη «παράσταση της χρονιάς».

Στην πόλη με τα περισσότερα θέατρα της Ευρώπης, ένα νέο άγχος έχει προστεθεί στις ζωές μας: Το να μην προλάβουμε εισιτήρια για την επόμενη «παράσταση της χρονιάς».
Πόσες «παραστάσεις της χρονιάς» αντέχει μία πόλη; Αν κρίνουμε από τα δελτία τύπου που πλημμυρίζουν αυτόν τον καιρό το inbox μας, πολλές, πάρα πολλές. Σχεδόν κάθε δεύτερη παράσταση που ξανανεβαίνει αυτές τις μέρες υπήρξε πέρυσι sold out/ talk of the town/ φαινόμενο/ παράσταση της χρονιάς. Κι αυτό, όσο καχύποπτος/η κι αν είσαι με την ορολογία του marketing, δεν είναι σε καμία περίπτωση ψέμα. Πολλές παραστάσεις πέρυσι –και τα τελευταία χρόνια γενικότερα– έπαιζαν όντως σε ασφυκτικά γεμάτα θέατρα. Πολλά εισιτήρια ήταν δυσεύρετα. Κι άλλα τόσα είναι φέτος ήδη.
Στα θεατρικά πράγματα της Αθήνας των 1.500 παραστάσεων τον χρόνο, υπάρχουν μια δεκαριά (να πούμε εικοσαριά, να είμαστε γενναιόδωροι;) σκηνοθέτες με στάτους σούπερ σταρ. Θες ένα παράδειγμα; Στις 30 Σεπτεμβρίου άνοιξε η προπώληση για τη νέα παράσταση του Άρη Μπινιάρη, ο οποίος θα σκηνοθετήσει φέτος τη Δίκη του Κάφκα, με τις παραστάσεις να ξεκινούν στις 5 Νοεμβρίου. Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, ο Οκτώβριος έχει 6, και εισιτήριο δεν υπάρχει ούτε για δείγμα, για καμία από τις παραστάσεις που έχουν προγραμματιστεί μέχρι και τις 21 Δεκεμβρίου. Προφανώς θα προστεθούν κι άλλες, μην πανικοβληθείς, το λέμε απλά ως ενδεικτική περίπτωση –γιατί σαφώς και δεν είναι η μόνη.
Μια τυχαία Τετάρτη βράδυ πριν από κανα-δυο χρόνια, την ώρα που καπνίζω έξω από το Θέατρο Τέχνης περιμένοντας να ξεκινήσει η παράσταση, κινητό ανά χείρας με ανοιγμένο το ηλεκτρονικό εισιτήριο που έχω κλείσει –εννοείται– εβδομάδες πριν, μια κυρία πλησιάζει το ταμείο. Δείχνει γύρω στα 65, ωραίο στυλ, αέρας ανθρώπου χαλαρού, δεν έχει μόλις ξεμπλέξει από την κίνηση, δεν τρέχει κοιτώντας το ρολόι της. «Τι έχει σήμερα;» ρωτάει στο ταμείο. Της λένε. Αγοράζει ένα εισιτήριο. Μπαίνει.
Τη ζήλεψα. Προσπαθούσα να φανταστώ πώς θα ήταν η ζωή έτσι, χωρίς πρόγραμμα, χωρίς διάβασμα, χωρίς ατελείωτες λίστες με τις 65 παραστάσεις που δεν πρέπει να χάσεις το προσεχές 10ήμερο. «Έχω όρεξη για θέατρο σήμερα» να λες, κι απλά να σηκώνεσαι και να πηγαίνεις. Χωρίς τις προσδοκίες στον θεό, που είναι πάντα κακός σύμβουλος και δεν σε αφήνουν να εκτιμήσεις την εκάστοτε παράσταση για αυτό που είναι, πρέπει πάντα να την βλέπεις μέσα από το πρίσμα του «άξιζε τελικά ο ντόρος;».
Ο περίφημος ντόρος. Όσοι τον απορρίπτουν μετά βδελυγμίας φλερτάρουν με τον σνομπισμό, είναι αυτοί που λένε «ο κόσμος είναι πρόβατα» και δεν θέλεις να τους κάνεις παρέα. Όσοι πάλι τον υιοθετούν ως το ένα και μοναδικό, αλάνθαστο κριτήριο για να διαλέξουν τις παραστάσεις που θα δουν, πηγαίνουν θέατρο «για την φάση» και τους αποδίδονται οι παράγωγοι της λέξης χαρακτηρισμοί που τους στερούν αξιοπιστία.
Όσο και αν θεωρείς εαυτόν αλώβητο από τα κόλπα και τα τρικ του μάρκετινγκ, η αλήθεια είναι πως σπανίως οι sold out παραστάσεις είναι, καταπώς θα ‘λεγε κι ο Σαίξπηρ, «πολύ κακό για το τίποτα». Είτε πρόκειται για τη νέα υποσχόμενη παράσταση του αγαπημένου σκηνοθέτη των μισών ανθρώπων που ξέρεις, είτε για τη low budget παραγωγή που διαδόθηκε στα μέσα της χρονιάς από στόμα σε στόμα επειδή ενθουσιάστηκαν οι πρώτοι που την είδαν, οι πιθανότητες λένε πως αν δυσκολεύεσαι να βρεις εισιτήρια, η παράσταση θα είναι τουλάχιστον άνω του μετρίου. Και αν η τάση της είναι να πηγαίνει καρφί προς την (μικρότερη ή μεγαλύτερη) επιτυχία, έρχονται και τα early bird εισιτήρια των 9€ που καθιέρωσαν τα μεγάλα θέατρα κάθε Σεπτέμβρη να αποτελειώσουν τη δουλειά.
Θέλεις όμως να βλέπεις θέατρο. Και το θέατρο είναι, πιο πολύ από κάθε άλλη μορφή τέχνης, εμπειρία συλλογική. Ταινίες γίνεται να δεις μόνος/η σου, και μουσική να ακούσεις, και εικαστικές εκθέσεις να δεις –δυσκολότερα, αλλά γίνεται. Το θέατρο χωρίς τους άλλους ανθρώπους, εκεί, εκείνη τη στιγμή, μαζί σου, δεν γίνεται. Το να θέλουμε όλοι ταυτόχρονα να δούμε τις ίδιες παραστάσεις, τη στιγμή που εκείνες είναι 1.500 κι εμείς περίπου 4 εκατομμύρια, είναι μια από τις παρενέργειες ακριβώς αυτής της συλλογικότητας –που διογκώνεται από μια άλλη, ακόμα πιο μαζική, εκείνη του ίντερνετ και των κοινωνικών δικτύων του (ναι, επίτηδες δεν τα λέμε εδώ social media ως συνήθως, είναι σημαντικό να θυμόμαστε καμιά φορά τι σημαίνει στην κυριολεξία social media). Αν λίγο έξτρα άγχος ή μια νέα κοινωνική φοβία είναι το τίμημα για αυτό, θα το αντέξουμε.