Το Στέκι του Ηλία έχει όλα τα κρεατοεργαλεία

Το Στέκι του Ηλία στο Θησείο στέκει αγέρωχο και μας καλοταΐζει εδώ και χρόνια για αυτό κι εμείς αριβάρουμε στον κήπο του όσο ο καλός καιρός το επιτρέπει για σοβαρή κοψιδοκατάσταση.

Το Στέκι του Ηλία έχει όλα τα κρεατοεργαλεία

Η Αθήνα είναι μια από τις γαστρονομικές μητροπόλεις της Ευρώπης με μια σκηνή που πρωτοστατεί τα τελευταία χρόνια συλλέγοντας διεθνή βραβεία κι αστέρια Michelin βάζοντας μας στον παγκόσμιο χάρτη με ολοένα και περισσότερα food lovers να υποκλίνονται στους σεφ μας. Παρόλα αυτά, όταν κάποιος ακούει τη λέξη ελληνικό φαγητό, το μυαλό του αυθόρμητα σχεδόν πηγαίνει σε ένα εξοχικό ταβερνάκι με μικρό κατάλογο και εξαιρετικά πιάτα. Κάτι σαν το Στέκι του Ηλία δηλαδή, που βρίσκεται στο Θησείο κι εδώ και χρόνια αποτελεί ένα τοπόσημο για τους καλοφαγάδες που συρρέουν κατά ορδές για να δοκιμάσουν τα πιάτα του και πάνω από όλα τα θρυλικά παϊδάκια του.

Κάπως έτσι λοιπόν βρεθήκαμε στα μέσα του Σεπτέμβρη σε ένα από τα πιο όμορφα spots της πόλης περνώντας από το μικρό καταπράσινο δρομάκι πριν βρεθούμε στον άνετο κι επίσης καταπράσινο κήπο του Στεκιού του Ηλία. Το σκηνικό μοιάζει βγαλμένο από εξοχικό ταβερνάκι με καρό χάρτινα τραπεζομαντηλάκια και ξύλινες καρεκλίτσες. Με την πρώτη κιόλας ματιά νιώθεις τόσο οικεία στο ξακουστό ταβερνάκι αφού οι εικόνες των θαμώνων να τρώνε υπό το φως του Θησείου και της Ακρόπολης μοιάζουν να έχουν βγει από τις αναμνήσεις αγαπημένων κυριακάτικων και οικογενειακών εξόδων. Το Θησείο έχει αλλάξει, η πόλη έχει αλλάξει, μα εκεί κάτι παραμένει σταθερό και μοιάζει να κρατάει το νήμα που μας συνδέει με μια Αθήνα πιο ανθρώπινη, πιο αυθεντική κι ας σφύζει μέχρι τις αρχές Οκτώβρη από τουρίστες. Περνώντας από εκεί, δεν μπορείς να μη νιώσεις ότι ξαναβρίσκεις λίγη από την παλιά μαγεία της πρωτεύουσας.

Οι πρώτες καλές δροσιές του Σεπτέμβρη έκαναν ευτυχώς την εμφάνισή τους και τα πρώτα πουκαμισάκια έκαναν δειλά, δειλά την εμφάνισή τους στο σκανάρισμα των θαμώνων του χώρου κι ενόσω δώσαμε την παραγγελία μας, τσουγκρίζοντας με τα πρώτα κρασάκια μας. Ξεκινήσαμε με μια βαρβάτη χωριάτικη  με όσο πρέπει γινωμένη ντοματούλα κι ένα τιτανοτεράστιο κομμάτι φέτας, που μας έκανε να αναφωνήσουμε «μπράβο!» γιατί έχουμε κάπως ξεσυνηθίσει με τις τσιγκούνικες βερσιόν της αγαπημένης μας ελληνικής σαλάτας.

Στη συνέχεια, η τηγανιτή πατατούλα ήρθε για να παίξει τον ρόλο του πολιορκητικού κριού στο όσο πρέπει σκορδάτο χειροποίητο τζατζίκι που έζησε στιγμές μεγάλης βούτας, πριν έρθουν τα κολοκυθάκια για να τραβήξουν δικαιολογημένα όλα τα βλέμματα αλλά και τα στόματα πάνω τους. Με μπόλικο κουρκούτι και λίγο παραπάνω λάδι από ό,τι θα θέλαμε ήταν έξτρα crispy και νόστιμα, χωρίς να είναι πολύ αλατισμένα όπως συνηθίζεται στα περισσότερα ταβερνάκια.

Περάσαμε στα κρεατικά με μόνη ελπίδα να προλάβουμε κανένα παϊδάκι καθώς άπαντες οι κοψιδολάγνοι στο τραπέζι είχαν έρθει με άγριες κρεατοφαγικές ορέξεις. Εν αρχή δοκιμάσαμε το μοσχαρίσιο μπιφτέκι που ήταν σκέτο χάρμα, χωρίς περιττά μπαχάρια και σκορδοκρέμμυδο. Αφράτο και έξτρα νόστιμο είχε όλα τα φόντα να εκθρονίσει τα παϊδάκια από την πρωταθληματική γευστική του θέση. Το ψαρονέφρι επίσης ήταν καλά ψημένο και ζουμερό, χωρίς να αφήνει μπόλικα περιθώρια στο μαχαίρι κατά την κοπή του.

Τίμια και η χοιρινή μπριζολίτσα, με λίγο λιπάκι για να μας τονώσει τη μερακλήδικη όρεξη, ενώ για το τέλος έμειναν τα παϊδάκια για να δικαιώσουν μια άλλη μια φορά τη φήμη τους. Έξτρα ζουμερά και μυρωδάτα κόβονταν με μία κιόλας πηρουνιά κι ήταν ταμάμ για ξεκοκάλισμα ενώ η νοστιμιά τους ήτο απερίγραπτη. Στο τέλος ήρθε γλυκάκι κερασμένο για να μας θυμίσει τις δοξασμένες μέρες που ζούσαμε κάποια χρόνια πριν όταν το κέρασμα ήταν δεδομένο κι επιβεβλημένο μετά το ταβερνίσιο τσιμπούσι.

 

Το Στέκι του Ηλία

Επταχάλκου 5, Θησείο, τηλ.: 21 0345 8052

Facebook

 

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v