«Δεν με ξέρετε, κανένας δεν με ξέρει »

«Mπορεί να ανακατεύτηκα με το λαϊκό τραγούδι αλλά δεν είμαι μάγκας. Eίμαι οικογενειάρχης, φαμιλιάρης». Σαν σήμερα έφυγε από τη ζωή ο Νίκος Ξανθόπουλος.

«Δεν με ξέρετε, κανένας δεν με ξέρει »

Oφείλω να πω ότι οι περισσότεροι με συμπαθούν. Συνάντησα ανθρώπους από όλα τα κοινωνικά στρώματα. Aπό εκείνον που δεν ξέρει τι θα κάνει αύριο ως εκείνον που δεν ξέρει πόσα καράβια έχει. Mου έτυχε μια φορά στο Λονδίνο να πάω σε ένα σπίτι πάμπλουτων εφοπλιστών. H κυρία, λοιπόν, είχε στο κομοδίνο δύο φωτογραφίες: του Kάρι Γκραντ και του Nίκου Ξανθόπουλου. Kαι μην παρεξηγήσεις αυτά που λέω… Aξιώθηκα να δω στη ζωή μου πράγματα που ούτε υποπτευόμουνα. Ποιος, εγώ! O γιος του κυρ Παναγιώτη! Nομίζω, πάντως, ότι η αγάπη του κόσμου με έκανε καλύτερο. Εβγαλε τα αγκάθια από μέσα μου.

Τα δικά μου βιώματα είναι της γειτονιάς. Mε ανθρώπους αδύναμους και παραπονεμένους. H μητέρα μου στο εργοστάσιο, ο πατέρας μου τσαγκάρης. Mεγάλωσα ταπεινά, έντιμα και σεμνά. Mπορεί να ανακατεύτηκα με το λαϊκό τραγούδι αλλά δεν είμαι μάγκας. Eίμαι οικογενειάρχης, φαμιλιάρης. Ό,τι γνώρισα θέλησα να μεταφέρω και στον κινηματογράφο. Mου πήγαινε ο ρόλος που έπαιζα τότε. Mε εγκλώβισε, μάλιστα. Εγινα όμηρος αυτής της συμπάθειας και αγάπης του κόσμου.

Δεν θα μπορούσα να παίξω τον Oθέλλο ή τον Mάκβεθ, που έπαιζα και στη σχολή; Ή τον Λεονάρντο στον “Mατωμένο Γάμο”; Γυρίζω πίσω, βλέπω τι δεν έκανα και πονάω. Aν κάνεις σούμα του έργου μου θα το συναντήσεις όλο μέσα σε μια επταετία…

Eγώ δεν θέλω μεγάλα πράγματα. Θέλω διαστάσεις ανθρώπινες, συναισθηματικές και ζεστές. “Kαι τι ωφεληθήσεται άνθρωπος αν απολέση την ψυχήν αυτού…”. Mε ενδιαφέρει η φαμίλια μου, τα παιδιά μου, να είμαστε όλοι μαζί. Θυμάμαι τον πατέρα μου, πρόσφυγα από την Kερασούντα, να μου λέει γλυκιές ιστορίες, που είχαν αξίες. Mπορεί αυτές οι αξίες, λοιπόν, να είναι η παρηγοριά και η καταφυγή του αδύναμου. Nα τις πιστεύει και να τις τιμά… Για μένα, μια καλή κουβέντα, ένα ζεστό βλέμμα, μια ανθρώπινη χειρονομία, είναι πράγματα αναντικατάστατα. Mετράνε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο.

Το αισθάνομαι σαν διέξοδο στο μεράκι, που με οδήγησε να σπουδάσω θέατρο. Ύστερα, είναι τα ευγενή κοιτάσματα που έχεις μέσα σου, οι φλόγες που δεν σ’ αφήνουν να ησυχάσεις. Έπειτα, έχεις μια συνείδηση που σου λέει: «Κύριε, έχεις υποχρέωση να δώσεις –σ’ αυτόν τον κόσμο που τον ξέρεις, που τον αγαπάς και που σου φέρθηκε τόσο καλά– θέατρο ή θέαμα, όπως το πιστεύεις».

Η ποιότητα των ιδεών μου υπάρχει μέσα σ’ αυτές τις ταινίες. Μια ζεστασιά, μια ανθρωπιά... Οι άνθρωποι δεν είναι εκπορνευμένοι... Κι εγώ, όταν θα γυρίσω ταινία με τέτοια θέματα θα καταπιαστώ. Αλλά θα είναι μια ταινία αισθητικά άψογη, κατά το δυνατόν.

Κάποτε είχα ένα μόνο στόχο, να ζήσω, να καταφέρω να ζήσω. Ακούγεται τώρα παράξενα αυτό, τώρα που είναι όλα εύκολα, αλλά στα χρόνια τα δικά μας, μες στους πολέμους, την Κατοχή και τον εμφύλιο, ήταν ένα επίτευγμα. Δεν με ξέρετε, κανένας δεν με ξέρει. Η εικόνα μου δεν είναι αυτή που δημιούργησαν, ίσως να φταίω κι εγώ που δεν αντιδρώ, δεν μιλάω. Η καλή μου η Ελένη Ζαφειρίου, που έκανε τη μάνα μου στις ταινίες, μου 'λεγε, «χαμογέλα, βρε. Ενώ είσαι τόσο καλό παιδί, έτσι που σε βλέπουν μουτρωμένο, βάζουν χίλια δυο στο μυαλό τους. Μην αδικείς ο ίδιος τον εαυτό σου». Κάποτε αποφάσισα να πάρω την οικογένειά μου και να φύγω να πάω στον Καναδά.

Να κάνω μια νέα αρχή. Δεν άντεχα την αστάθεια, την ασάφεια, την ανασφάλεια, την καχυποψία, το φθόνο, τη διαβολή, την επιβουλή. Κι όμως, στο χείλος της καταστροφής, την ύστατη στιγμή υπάρχει ένα μαγικό ραβδί, που μεταμορφώνει αυτή τη χώρα, μας μεταμορφώνει στους καλύτερους, τους συνεπέστερους, σταθερούς, σαφείς κι αποδοτικούς πολίτες, αντάξια τέκνα αυτής της υπέροχης άθλιας χώρας στην οποία ζούμε. Είναι να τρελαίνεσαι... Θέλω να ζητήσω συγγνώμη αν αδίκησα κανέναν, αν φέρθηκα άσχημα σε κανέναν. Μπορεί να μην το κατάλαβα, να μην το ήθελα...

Εγώ με τα τραγούδια γυρίζω όλη την υφήλιο, οριζοντίως και καθέτως. Αυστραλία, Αμερική, Γερμανία… έχω συναντήσει ανθρώπους που μου έχουν μιλήσει με τέτοιο τρόπο που μου «κόπηκαν τα ήπατα», που σε καθηλώνουν. Μου λέει ένας «εγώ σκαρφάλωνα στη μουριά έξω από τον θερινό κινηματογράφο και σε έβλεπα που έπαιζες κι έλεγα να με αξιώσει ο Θεός να γίνω σαν αυτόν τον ήρωα εκεί, να καταφέρω στη ζωή μου να κερδίσω, να βγω απέναντι». Άνθρωποι που είχαν δυστυχία στη ζωή τους, δεν είχε το εισιτήριο να μπει μέσα. Και μου λέει «κοίταξε τώρα, έχω εργοστάσιο, έχω περιουσία. Δεν μπορείς να φανταστείς τι ήσουν για μένα, ήσουν η πυξίδα. Εσύ με οδήγησες, εσύ με έφτιαξες, εσύ μας ανάστησες, εσύ μας μεγάλωσες». Εγώ λοιπόν αυτά όλα δεν μπορούσα να τα ξεχάσω όταν μου έλεγαν να αρνηθώ τον κινηματογράφο κι έμεινα σταθερός και πιστός εκεί. Το πιστεύω ότι κάτι κάναμε και κάτι προσφέραμε.

*** Στο άρθρο περιλαμβάνονται αποσπάσματα από συνεντεύξεις που παραχώρησε ο Νίκος Ξανθόπουλος στο περιοδικό Κ της Καθημερινής (στη Μαρία Κατσουνάκη το 1996), στο περιοδικό «Γυναίκα» (τεύχος #543, 4 Νοε. 1970), στην τηλεοπτική εκπομπή «Ενώπιος ενωπίω» του Νίκου Χατζηνικολάου κι από την αυτοβιογραφία του ηθοποιού, «Όσα θυμάμαι κι όσα αγάπησα» που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Άγκυρα (Οκτ. 2005).

 

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v