Μπάσκετ του δρόμου: Επιστροφή στις αλάνες

Μία παλιά μπασκέτα με σκισμένα (ή καθόλου) δίχτυα, έξι ή οχτώ παίκτες, μια πορτοκαλί μπάλα και πάθος για νίκη. Φοράμε ξανά Strike και AND1 παπούτσια, φαρδύ σορτσάκι και αμάνικη φανέλα και θυμόμαστε τους άγραφους νόμους του αγαπημένου μας «μονού».
Μπάσκετ του δρόμου: Επιστροφή στις αλάνες
του Νικόλα Γεωργιακώδη

«Billy, listen to me. White men can't jump»,
λέει ο «μαύρος» Sidney Deane (Wesley Snipes) στον «λευκό» Billy Hoyle (Woody Harrelson) στην ομώνυμη ταινία του ’92, η οποία είναι εξ’ ολοκλήρου αφιερωμένη στο μπάσκετ του δρόμου ή streetball. Μπορεί η Αμερική να αποτελεί τη Μέκκα του streetball, μπορεί όντως εμείς οι «λευκοί» να το παλεύουμε ακόμα για να καρφώσουμε και να προσφέρουμε θέαμα, όμως το θρυλικό «μονό» μπασκετάκι που παίζαμε (και παίζουμε) στην ξεχαρβαλωμένη, χωρίς διχτάκι μπασκέτα της γειτονιάς δεν σταμάτησε ποτέ να μας τραβάει, σαν υπνωτισμένους, στα κακοτράχαλα γήπεδα της Αθήνας.

Από τα γήπεδα στις αλάνες

Το «μονό» έκανε αισθητή την εμφάνισή του στην Ελλάδα μετά το Eurobasket του ’87, όταν μικροί και μεγάλοι ξεχύθηκαν στις γειτονιές με μια πορτοκαλί μπάλα στο χέρι, ως άλλοι Γκάληδες και Γιαννάκηδες, αναβιώνοντας τα τελευταία λεπτά του θρυλικού τελικού Ελλάδας – Σοβιετικής Ένωσης. Μπορεί έκτοτε τα μπασκετικά πρότυπα να άλλαξαν, και την θέση του Γιαννάκη και του Γκάλη να πήραν ο Παπανικολάου και ο Διαμαντίδης (ή ο Lebron για τους πιο τολμηρούς), όμως η συνταγή του μονού παρέμεινε η ίδια: μια μπασκέτα, μια πορτοκαλί μπάλα, ομάδες οκτώ ή έξι ατόμων οι οποίες δημιουργούνται τυχαία λίγα λεπτά πριν την έναρξη του παιχνιδιού, άγραφοι κανόνες, ιδιαίτερο στυλ ενδυμασίας και πάθος για νίκη.

Πριν μπούμε στη διαδικασία να εξηγήσουμε τους «κανόνες» του παιχνιδιού, αξίζει να εστιάσουμε στην ενδυμασία. Αν και δεν υπάρχει καταγεγραμμένο dresscode για το μονό, το «όσο πιο άνετα τόσο καλύτερα» είναι κανόνας. Και λέγοντας άνετα εννοούμε φαρδιά: φαρδύ μπασκετικό σορτσάκι το οποίο καλό θα ήταν να φτάνει μέχρι το καλάμι (βλ. Big Sofo), αμάνικη μπασκετική φανέλα όσο το δυνατόν πιο «χαλαρή» για να διευκολύνει κινήσεις όπως το άλμα και οι ντρίμπλες και απαραιτήτως παπούτσια για μπάσκετ, πάντα σφιχτοδεμένα προς αποφυγή τραυματισμών.

Όσον αφορά τον αριθμό των παικτών που συμμετέχουν, το συνηθέστερο παιχνίδι γίνεται είτε τέσσερεις εναντίον τέσσερεις είτε τρεις εναντίον τριών. Όπως αναφέρει σχετικά ο Λουκάς, χρόνια παίκτης «μονού», «Το παιχνίδι τρεις με τρεις είναι καλύτερο για κάψιμο θερμίδων και στις φάσεις ένας με έναν, ενώ το τέσσερεις με τέσσερεις ευνοεί το πιο ομαδικό παιχνίδι και εξομοιώνει καλύτερα συνθήκες διπλού».

Οι ομάδες συνήθως χωρίζονται λίγα λεπτά πριν το παιχνίδι, ενώ στην περίπτωση που κάποια ομάδα έχει περισσότερους παίκτες, τότε εκείνοι αναγκαστικά παίζουν ως αλλαγές, καθώς η περίπτωση διπλού δεν υφίσταται στο μπάσκετ δρόμου.

Σε περίπτωση που τα άτομα τα οποία θα συγκεντρωθούν είναι πολλά (παραπάνω από δέκα), τότε γίνονται τρείς ή παραπάνω ομάδες και παίζουν μεταξύ τους. Είθισται επίσης, η τριάδα ή τετράδα που κερδίζει να συνεχίζει να παίζει, αν και σε αρκετές περιπτώσεις μπορεί να αλλάξει ανά δύο νικηφόρα παιχνίδια.

Δεν είναι λίγες επίσης, οι περιπτώσεις κατά τις οποίες κάποιοι παίχτες, συνήθως οι πιο μερακλήδες, φέρνουν το δικό τους διχτάκι, αφού για κάποιον ανεξήγητο λόγο στα περισσότερα εξωτερικά γήπεδα οι μπασκέτες στερούνται του πολύτιμου αυτού αγαθού. Η αιτία γι’ αυτό παραμένει μέχρι σήμερα ένα μυστήριο, όπως ακριβώς και οι περιπτώσεις των κομμένων καλωδίων παλαιότερα στους τηλεφωνικούς θαλάμους.

Τέλος, ένα από τα πιο σημαντικά χαρακτηριστικά του «μονού» και παράλληλα εκείνο το οποίο το έχει κάνει τόσο αγαπητό σε χιλιάδες μπασκετόφιλους είναι το “pick up game”, δηλαδή η ευκαιρία που έχει οποιοσδήποτε παίχτης, ανεξαρτήτως ηλικίας ή εμπειρίας, να συμμετέχει σε ένα παιχνίδι πηγαίνοντας ακόμα και μόνος του στο γήπεδο της γειτονιάς.


Μπει δε μπει: Οι άγραφοι νόμοι του «μονού»

Η απουσία διαιτητή στα συγκεκριμένα παιχνίδια, οδήγησε στην δημιουργία ορισμένων άγραφων νόμων, οι οποίοι διέπουν ένα παιχνίδι «μονού» μπάσκετ. Κατ’ αρχήν, όποιος ζητάει κάτι, το παίρνει. Είτε αυτό είναι φάουλ είτε βήματα είτε πάτημα γραμμής. Προς αποφυγή εκμετάλλευσης του συγκεκριμένου κανόνα, οι ομάδες δρουν σαν αγέλη και περιθωριοποιούν παίκτες οι οποίοι σε κάθε φάση ζητούν πάντα κάτι (στο streetball ονομάζονται χαρακτηριστικά “cheaters”).

Η αρχική κατοχή της μπάλας πηγαίνει στην ομάδα της οποία ο παίκτης θα ευστοχήσει στο «μπει δε μπει», δηλαδή σε σουτ από σημείο του γηπέδου το οποίο καθορίζεται από την αντίπαλη ομάδα. Το «μπει δε μπει» μπορεί να λειτουργήσει και ως έσχατη λύση, αν δύο παίκτες έχουν έντονη αντιπαράθεση για κάποια παράβαση. Σπανίως, εφαρμόζεται η διαδικασία του «μπει - μπει», δηλαδή δύο παίκτες από τις αντίπαλες ομάδες σουτάρουν από το ίδιο σημείο με εκείνον που θα ευστοχήσει πρώτος να κερδίζει την κατοχή για την ομάδα του.

Το δίποντο μετρά για έναν πόντο, το τρίποντο για δύο, βολές δεν υφίστανται και η ομάδα η οποία σκοράρει είθισται κρατάει την μπάλα και για την επόμενη επίθεση, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι σε μερικά παιχνίδια η κατοχή δεν μπορεί να αλλάξει ύστερα από καλάθι. Μετά από αλλαγή κατοχής, η μπάλα θα πρέπει απαραίτητα να «βγει» από το τρίποντο, ενώ το ίδιο ισχύει και σε περίπτωση κλεψίματος από την αντίπαλη ομάδα. Για να μετρήσει η επίθεση μετά από κλέψιμο δηλαδή, ο παίκτης θα πρέπει να βγει έξω από την γραμμή των 6.25 ή να δώσει πάσα σε κάποιον συμπαίκτη του εκτός γραμμής.

Τα παιχνίδια τελειώνουν είτε στους 15 είτε στους 21 πόντους, για να κερδίσει μια ομάδα χρειάζεται διαφορά δύο πόντων και το παιχνίδι δεν τελειώνει ποτέ με τρίποντο. Συχνό είναι επίσης το φαινόμενο, οι πρώτοι πέντε ή έξι πόντοι να αποτελούν ένα ανεπίσημο «ζέσταμα».

Πιστό στο πνεύμα του fair play και στην αγάπη για τον καθαρό αθλητισμό, το «μονό» μπάσκετ δεν έχει χώρο για εριστικά σχόλια, καυγάδες ή/και τσαμπουκάδες. Εξ’ ου και η ομάδα, πάλι δρώντας ως αγέλη, περιθωριοποιεί τον παίκτη ο οποίος «ψάχνεται» για καυγά ή σχολιάζει με εριστική διάθεση τους υπόλοιπους. Στην Αμερική πάντως, η συγκεκριμένη κατηγορία παίκτη (trash talker) είναι σύνηθες φαινόμενο σε αγώνες με σαφή στόχο να χαλάσει την αυτοσυγκέντρωση των παικτών με ψυχολογικό πόλεμο.

Δείτε το χαρακτηριστικό απόσπασμα από την ταινία White Men Can't Jump:




Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v