Abovo: Μια όμορφη ιστορία που (ευτυχώς) συνεχίζεται...

Ήταν το στέκι μου από την πρώτη του μέρα και όταν έκλεισε, ένιωσα ότι έμειναν στο παλιό μαγαζί πολλές αναμνήσεις και ένα κομμάτι του εαυτού μου. Τώρα που ξανάνοιξε το Abovo, ένιωσα την ανάγκη να γράψω την κοινή μας ιστορία...
Abovo: Μια όμορφη ιστορία που (ευτυχώς) συνεχίζεται...
Ήθελα εδώ και πολύ καιρό να γράψω για το Abovo. Πολύ καιρό όμως. Και η στιγμή έφτασε. Μη με ρωτήσετε «γιατί τώρα;» - ειλικρινά, δεν ξέρω την απάντηση. Ας πούμε ότι τώρα αισθάνθηκα ότι θα «βγει» όπως το θέλω…
 
Δεν θα κάνω κριτική εστιατορίου. Δεν είναι, άλλωστε, αυτή η δουλειά μου. Θα σας πω, όμως, μια ιστορία. Γιατί αυτή είναι η δουλειά μου. Μια ιστορία προσωπική, γεμάτη εικόνες, αρώματα, γεύσεις και συναισθήματα – από αυτές, δηλαδή, που τρελλαίνομαι να λέω…
 
Το Abovo μπήκε στη ζωή μου – ή, μάλλον, εγώ μπήκα στη ζωή του, πριν καν αυτή ξεκινήσει. Όταν ήταν ακόμα μια ιδέα. Χωρίς να έχει ούτε καν όνομα. Βλέπετε, οι πρώτοι του ιδιοκτήτες είναι φίλοι και συμμαθητές μου από το σχολείο (συγκεκριμένα από το δημοτικό, άρα μιλάμε για κάποια χρόνια πίσω…). Με τον έναν, μάλιστα έχουμε κάνει επικά τσιμπούσια μαζί, καθότι συνυπήρξαμε στην Αγγλία κατά τα φοιτητικά μας χρόνια, και συνεχίζουμε μέχρι σήμερα. Όπου το σήμερα είναι κυριολεκτικό, καθώς τρώγαμε πάλι μαζί λίγες ώρες πριν γραφτούν αυτές οι γραμμές.
 
Το θυμάμαι σαν τώρα όταν πρωτομπήκα στο χώρο όπου θα στεγαζόταν αρχικά το Abovo – ένας χώρος που γνώρισα όταν ακόμα ήταν ένα πολύ χαρακτηριστικό Λιβανέζικο εστιατόριο (με χορό της κοιλιάς μετά τα μεσάνυχτα), το οποίο αργότερα έδωσε τη θέση του σε ένα «Αργεντίνικο» εστιατόριο (τα εισαγωγικά όχι τυχαία), το οποίο δεν στέριωσε (δικαίως, γιατί ήταν επιεικώς μέτριο). Ήταν στα μέσα του 2011 όταν ο συγκεκριμένος χώρος (τότε πια ερημωμένος και εγκαταλελειμμένος) επιλέχθηκε για να στεγάσει το Abovo.
 
Οι εργασίες που απαιτούνταν για να φτιαχτεί ήταν πολλές και σε βάθος. Όσο διαρκούσαν, είχαμε τη χαρά να δοκιμάζουμε τις διάφορες προσεγγίσεις μέχρι το τελικό μενού, που μαγείρευε ο νέο-προσληφθείς Σεφ, στην κουζίνα του σπιτιού ενός εκ των δύο ιδιοκτητών του εστιατορίου. Ο συμπαθέστατος νέος δεν ήταν άλλος από τον Μιχάλη Νουρλόγλου, ο οποίος είχε ήδη πολλές και σημαντικές περγαμηνές «στην ποδιά του», ενώ ήταν και αναγνωρίσιμος, καθότι είχε μόλις αναδειχτεί πρώτος φιναλίστ στο τηλε-ριάλιτυ της εποχής, το «Top Chef».
 
 
Για να μην σας τα πολυλογώ, ήταν (και) για μένα ιδιαίτερα συναρπαστική αυτή η εμπειρία, να βλέπω ένα εστιατόριο να γεννιέται από το μηδέν, να παίρνει σάρκα και οστά και να γράφει την δική του ιστορία στην Ελληνική εστίαση. Και στα – περίπου – τρεισήμισι χρόνια που ακολούθησαν έγινε το στέκι που δεν είχα ποτέ μέχρι τότε, ο «δικός μου» χώρος, όπως δεν ξαναείχα νιώσει για κάποιο άλλο μέρος. Πέρα από τις τακτικές δοκιμές νέων πιάτων, τον σχεδιασμό και την επιμέλεια της λίστας κρασιών και την διεξαγωγή των σεμιναρίων μου, αλλά και κάμποσων επιτυχημένων εκδηλώσεων στο χώρο του, ήμουν εκεί συνέχεια – σε κάποιες περιπτώσεις, κάμποσες μέρες μέσα στην ίδια εβδομάδα.
 
Στο Abovo του Κεφαλαρίου γιόρτασα γιορτές, γενέθλια, ήπια (πολλά) κοκτέιλς στη μπαρα με συνοδεία υψηλής κουζίνας, έκανα επαγγελματικές συναντήσεις αλλά και πρώτα ραντεβού (αρκετά από αυτά ήταν πρώτα και τελευταία). Δεν θα ξεχάσω μάλιστα ένα ζεστό βράδυ πριν από δύο καλοκαίρια που, για χατίρι μιας ψυχής που ήθελε σώνει και καλά να φάει Angus ribeye από το Abovo χωρίς να βγει από το σπίτι της, πήγα εκεί και πήρα ένα πλήρες δείπνο (με πρώτα, σαλάτες, κυρίως, μέχρι και επιδόρπια) σε πακέτα take-away που δανειστήκαμε από το διπλανό Square Sushi!
 
Όσο για το φαγητό, αυτό γινόταν κάθε μέρα και καλύτερο. Οι πρώτες ύλες ήταν πάντα κορυφαίες και οι τεχνικές εξελίσσονταν συνεχώς. Στο Abovo έμαθε πολύς κόσμος να τρώει (θεϊκό) μοσχαρίσιο διάφραγμα, ενώ τα διάφορα ταρτάρ, οι παραλλαγές στο φουα-γκρα, οι σούπες και κάποια επιδόρπια, στην πορεία έγιναν πιάτα εμβληματικά!
 
Όπως είναι φυσικό, στενοχωρήθηκα αφάνταστα όταν έκλεισε το Abovo. Παρά τους δύο Χρυσούς Σκούφους και όλα όσα είχαν γραφτεί και ειπωθεί για το αγαπημένο μου εστιατόριο, η κρίση είχε ήδη χτυπήσει αλύπητα το Κεφαλάρι και επιχειρηματικά ήταν αδύνατο να συνεχίσει την πορεία του εκεί. Ευτυχώς όμως η λύση βρέθηκε σχετικά σύντομα, κι έτσι, μετά από μια σύντομη απουσία, το Abovo (ξανα)ζει και βασιλεύει, στο Κέντρο, πλέον, και συγκεκριμένα στο Κολωνάκι.
Φαντάζομαι όποιος έχει διαβάσει μέχρι εδώ θα αναρωτιέται «Μα καλά, για τον Νουρλόγλου δεν θα πει τίποτα;». Σωστά απορείτε, αλλά δεν άφησα τον Μιχάλη για το τέλος τυχαία. Θέλω να αναφερθώ σε αυτόν ακριβώς σε αυτό το σημείο αυτού του αφιερώματος, στο σημείο της «αναγέννησης» του Abovo. Και να πω ότι πρόκειται για έναν άνθρωπο που συμπαθώ πολύ και έναν Chef που παραδέχομαι «με τα χίλια». Η κουζίνα του και το στυλ του μου ταιριάζουν "γάντι" και θαυμάζω το ήθος του, ειδικά όταν τον βλέπω (από την πρώτη μέρα του Abovo μέχρι και σήμερα) να βγαίνει στη σάλα, να μιλάει με τον κόσμο, να τους εξηγεί τα πιάτα του, να ρωτάει – με πραγματικό ενδιαφέρον – τι τους άρεσε και τι θα μπορούσε να βελτιώσει.
 
Αυτό όμως για το οποίο πραγματικά του «βγάζω το καπέλο» είναι το γεγονός ότι αποφάσισε από την αρχή να ταυτιστεί με το Abovo και να μεγαλουργήσει σε αυτό, και τίμησε την απόφαση και την πορεία του, μένοντας πιστός στο Abovo, ακόμα και στην μεταβατική (και για κάμποσο καιρό, αβέβαιη) περίοδό του. Και αυτό, σε πείσμα των πολλών (και ξέρω τι σας λέω) και ιδιαίτερα ελκυστικών προτάσεων που δέχτηκε από διάφορες μεριές, αλλά και σε μία εποχή που οι μετακινήσεις και οι "χρυσές μεταγραφές" των Σεφ γίνονται με καταιγιστικούς ρυθμούς και αποτελούν είδηση.
 
Το νέο Abovo, λοιπόν, βρίσκεται, από τις αρχές του χρόνου, στο Κολωνάκι. Και εκεί το είδα γιαπί, και εκεί δοκίμαζα πιάτα ένα απόγευμα μέχρι τα χαράματα μαζί με το νέο team, μέχρι αυτά να βρουν τη θέση τους στο νέο μενού, και εκεί πηγαίνω και θα πηγαίνω τακτικά. Να πάτε κι εσείς. Το νέο Abovo δεν είναι πλέον ένα καλό εστιατόριο των Βορείων Προαστίων, είναι ένα κοσμοπολίτικο restaurant μιας σύγχρονης γαστρονομικής πρωτεύουσας. Όσο για τον Μιχάλη, στο νέο Abovo είναι ακόμα πιο ώριμος και με περισσή σιγουριά πειραματίζεται, τολμάει και πραγματικά «κεντάει» στην κουζίνα.
 
Ελπίζω να μην σας κούρασα. Σας διαβεβαιώ, όμως, ότι είχα ακόμα περισσότερα να γράψω για το Abovo, τα οποία τελικά τα κράτησα για τον εαυτό μου. Κλείνοντας, θέλω να σας πληροφορήσω ότι υπάρχουν πλάνα το καλοκαίρι το Abovo να φιγουράρει και στην υψηλή γαστρονομική σκηνή της Σαντορίνης. Α, και κάτι τελευταίο: είμαι σίγουρος ότι ο Μιχάλης και η ομάδα του Abovo δεν «χόρτασαν» με τους δύο Χρυσούς Σκούφους που έχουν κερδίσει ως τώρα, και θεωρώ πολύ πιθανό φέτος να… τριτώσει το καλό. Μην το πείτε ακόμα παραέξω, να θυμάστε όμως ότι το διαβάσατε πρώτοι, εδώ.
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v