Φλου φίλε μου

Αν κάτι μοιάζει βέβαιον είναι ότι αύριο τα πράγματα θα είναι χειρότερα από σήμερα και καλύτερα από μεθαύριο. Αυτές οι σταθερές είναι που μας κρατάνε...
Φλου φίλε μου
γράφει ο Χρ. Δ. Γλύστρας

Μνημόνιο - το μνημόνιο, γυρίζουμε πίσω και λένε πως με τούτο δω το τρίτο θα φθάσουμε αισίως στο 1950. Αρκεί να παρατηρήσει κανείς την ξαφνική κατάπτωση του κ. Βενιζέλου, μετά την αποκάλυψη της παρελκυστικής τακτικής αβελτηρίας του στο θέμα της αξιοποίησης της «λίστας Λαγκάρντ» που ήρθε να προστεθεί στους αξιοθρήνητους χειρισμούς του προκατόχου του υπουργού κ. Παπακωνσταντίνου- που ήδη ενεργοποιούν τον αρμόδιο οικονομικό εισαγγελέα- για να αντιληφθεί την παρακμή που ακολουθεί την αποσάθρωση του πολιτειακού μας συστήματος.

Ωστόσο, μέσα στην ασάφεια, την αβεβαιότητα, την άγνοια επί των επερχομένων και των προκειμένων υποκρύπτεται μια σιγουριά, μια βεβαιότης. Υπάρχει κάτι που είναι πολύ - πολύ σίγουρο: Σήμερα είμαι καλύτερα από ότι θα είμαι αύριο, όπως ήμουν και χθες καλύτερα από ό,τι σήμερα.

Κατά τα άλλα, όλα τα άλλα, όλα είναι φλου, όπως έλεγε ο Μπάμπης- ένας «τύπος» της μετακατοχικής Αθήνας. Αυτή είναι η ιστορία του, που δεν αποκλείεται να επαναληφθεί, τουλάχιστον ως προς το συμπέρασμα που εκείνος είχε καταλήξει:

Ο Μπάμπης ο φλου, ένα παιδί των εμφυλιοπολεμικών παιδομαζωμάτων, ζούσε στην Αθήνα της δεκαετίας του '50. Σαν να φύτρωσε ξαφνικά στις αρχές της λεωφόρου Συγγρού, είχε ακτίνα δράσης το τρίγωνο που ορίζεται από Μακρυγιάννη - Πλάκα, τη Λαχαναγορά, (που τότε ήταν στο τέρμα της Ερμού, εκεί που συναντιέται με την Πειραιώς) την Ομόνοια, την Αθηνάς και κλείνει με την Αδριανού.

Η ζωή του ήταν ένα κράμα παραβατικότητας, ξενοιασιάς, απαιτητικής επαιτείας («’δω μου, ρε χοντρέ, κάτι να φάω») και ραχατιού. Τις νύχτες τρύπωνε σε κάποιο χάλασμα για ν' απαγκιάσει. Φορούσε ό,τι του έδιναν, έτρωγε όπου εύρισκε, κάπνιζε ό,τι του λάχαινε και κυρίως λιαζότανε κάθε φορά που μπορούσε, ξαπλωμένος στις πρασιές των δρόμων. Όταν δεν κοιμόταν, έκανε μικροθελήματα για τους λαχαναγορίτες αλλά και για τα λαμόγια που παροικούσαν την αγορά.

Δύο πράγματα δεν έκανε ο Μπάμπης ο Φλου: Δεν έκλεβε και δεν κάρφωνε. Αυτά και τα δύο τα ήξεραν πολύ καλά οι μπάτσοι που τον έπιαναν, πότε για αλητεία και πότε για να τον ρωτήσουνε ποιός έκανε μια κλοπή ή ποιός διακινούσε τη «μαύρη» που έσκασε ξαφνικά στην αγορά. Όταν κόπαζε η βροχή από σφαλιάρες φούσκους και γροθιές που έπεφταν στο προκλητικό του κρανίο, κατέβαζε τα υψωμένα χέρια του, τίναζε λίγο το κακοπαθημένο του κεφάλι και έλεγε στερεότυπα:

- Φλου! Όλα, φίλε μου, είναι φλου!

Ποτέ δεν έμαθαν οι μπάτσοι αν το «φλουτάρισμα» περιέγραφε το θολωμένο από τα χτυπήματα μυαλό του ή τα συμβάντα περί των οποίων ο ίδιος όφειλε διευκρινιστικές απαντήσεις. Ούτε αν επρόκειτο για «μεθεαυτόν» μονόλογο ή για μια ηθελημένα ασαφή απάντηση στις ερωτήσεις τους. Το παρατσούκλι του έμεινε και όλοι περίμεναν την γνωστή πια απάντηση του στο ερώτημα «τι κάνεις, ρε Μπάμπη;»

- Φλου! όλα, φίλε μου είναι φλου!

Το '65 ή το '66, ο Μπάμπης ο φλου, χάθηκε ξαφνικά τόσο ξαφνικά όσο είχε παρουσιαστεί, και πέρασε στην αθανασία όταν ο Σιδηρόπουλος σκάρωσε το ομώνυμο τραγουδάκι, κάπου εκεί στις αρχές του ΄80, το οποίο τραγούδι έδωσε και το όνομά του στον δίσκο που το περιείχε ("Φλου").

Σήμερα, το συμπέρασμα ή έστω το «ηθικό δίδαγμα» αυτού του ρημαγμένου τριαντάρη, προκύπτει ως λογική διαπίστωση κάθε νουνεχούς πολίτη: Φλου, όλα είναι φλου.
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v