Λίγο κρασί, λίγη θάλασσα και τ΄ αγόρι μου

Οι λογαριασμοί των πιστωτικών καρτών έρχονται φουσκωμένοι τους τελευταίους μήνες, όχι απ’ την υπερκατανάλωση –εκόντες, άκοντες βάλαμε μυαλό, άλλωστε – αλλά από τα διαφημιστικά για εκπτώσεις και διακοπές σε αλυσίδες ξενοδοχείων που φαντάζουν εξωτικά κι ας είναι εντόπια.
Λίγο κρασί, λίγη θάλασσα και τ΄ αγόρι μου

Γράφει ο Χρ. Δ. Γλύστρας

Οι λογαριασμοί των πιστωτικών καρτών έρχονται φουσκωμένοι τους τελευταίους μήνες, όχι απ’ την υπερκατανάλωση –εκόντες, άκοντες βάλαμε μυαλό, άλλωστε– αλλά από τα διαφημιστικά για εκπτώσεις και διακοπές σε αλυσίδες ξενοδοχείων που φαντάζουν εξωτικά κι ας είναι εντόπια.

Οι συνηθέστερες ερωτήσεις που καλείσαι να απαντήσεις είναι ”πότε φεύγεις;”, ”που πας φέτος;”, ”τι κανόνισες για άδεια;”, ”μαύρισες, τέλειωσες κιόλας;”, ενώ οι ευχές τύπου ”καλές διακοπές”, ”καλό Σεπτέμβρη”, ”καλά μπάνια” και άλλα συναφή ξεράσματα, δίνουν και παίρνουν στους διαδρόμους των γραφείων και στις πρόχειρες συναναστροφές.

Προσωπικά- όπως μάθαμε από τα πρωινάδικα να λέμε όταν μιλάμε για την πάρτη μας– λοιπόν, συνήθως απαντάω στην πρώτη ερώτηση, ως Γκιωνάκης στα ”κίτρινα γάντια”, σουφρώνοντας τη μύτη και μέσα απ’ αυτήν, με μισόκλειστα τα μάτια, με ερώτηση: ”μπότε φεύγω;” Στην δεύτερη, διαλέγω το στυλ του Παπαγάλου της Πιπινέζας, λέγοντας στριγγά: ”πουου πάω, έ; Που πάω, φέτος-φέτος;”.

Στις άλλες απαξιώ, ή απλώς απαντώ μονολεκτικώς αρνητικά, ενώ στις ευχές, που συνήθως προέρχονται από όσους εύχονται ”καλό υπόλοιπο Σαββατοκύριακο” ή ”καλή απογευματινή ξεκούραση”, απαντώ αντευχόμενος ...Αφτι(στικ)ά ”νάστε καλά!” παραλείποντας το υπόλοιπο της ευχής, που - όπως μου διηγείτο ο Γιώργος, τότε που δεν είχε γίνει Πολύς και ήτανε μόνον Κοντός– έλεγε η γιαγιά του”...παιδία μου, την ευχή μου νάχετε”.

Πολλές φορές πιάνω τον εαυτό μου να με λυπάται για την αβελτηρία μου. Γιατί, του λέω με ήπια κατανόηση, δεν προγραμματίζεις σαν κάθε καλό Χριστιανό, να κλείσεις ένα δωμάτιο 1η με 15η Αυγούστου, έστω, 23 Ιουλίου με 8 Αυγούστου, αναλόγως που πέφτουν Σαββατοκύριακα και αργίες, σε ένα νησί, να κάνεις τα μπάνια σου, να φας κάνα ψαράκι να σε δει ο ήλιος, να πας στις τοπικές πανήγυρεις, να τα φτιάξεις και με τον Θεό, χώρια ”τις μπαταρίες σου”, που όπως όλοι ξέρουν, θέλουν το γέμισμά τους; Η σιωπή μου προς απάντησή μου.

Βαθειά μέσα μου, ξέρω πως είμαι μια περίπτωση Οβελίξ, που ως γνώστον, όταν ήταν μικρός, έπεσε μέσα στη μαρμίτα με το μαγικό φίλτρο: Δύο χρονων, έπαθα κοκκύτη και ο θείος ο γιατρός, απεφάνθη ”μπάνια, μπάνια, μπάνια!” Από 15 Ιουνίου έως 1 Οκτωβρίου, μετακομίζαμε στο Καλαμάκι, όπου μουλιάζαμε κανονικά πρωί – απόγευμα στη θάλασσα με την αδελφή μου και τον καλό γείτονα Γιωργάκη, συνομήλικό της και ανταγωνιστή στο μακροβούτι, το κανό και το πλήθος των πιστοποιημένων και από τρίτους θαλασσοβρεγμάτων, που τα μετρούσαμε διπλά.

Στόχος τα 200 μπάνια, που δεν τα πιάναμε ποτέ, λόγω γρίπης, ιλαράς, μαγουλάδων ή και βαριεστιμάρας ενίοτε των μεγάλων να μας κουβαλάν στο μικρο λιμανάκι του Ναυτικού Ομίλου, όπου τσαλαβουτούσαμε. Έντεκα χρόνια, 2.200 μπάνια, 8.800 ώρες στον ήλιο και το νερό και χρώμα γυφτέξ, που ξάνοιγε κατά τον Δεκέμβριο.

Μέχρι τα 18, οι διακοπές έγιναν μηνιαίες και από εκεί και πέρα τις πήρε και τις σήκωσε η... εργασία. Η πρώτη άδεια ήταν 6 εργάσιμες μέρες και αυτό μόνον εφόσον είχες κλείσει χρόνο στον ίδιο εργοδότη. Τον άλλο χρόνο προσαυξανόταν μία μέρα για τους ημερομίσθιους και δύο για τους υπάλληλους, αλλά υπάλληλος δεν γινόσουν πριν κλείσεις δύο χρόνια στην επιχείρηση.

Και αν άλλαζες δουλειά, άρχιζες πάλι απ’ την αρχή, χώρια που δεν υπήρχε το επίδομα, χώρια που το αφεντικό καθυστερούσε στους νεότερους τις άδειες για να μην αδειάσει το μαγαζί. Αλλά και για τα αφεντικά στην Αθήνα τουλάχιστον οι διακοπές ήταν ακριβοθώρητες. Οι έμποροι, για παράδειγμα δεν έκλειναν ποτέ τα μαγαζιά τους, εκτός από τας εθνικάς επετείους μετά υποχρεωτικού σημαιοστολισμού, και τις τρεις θρησκευτικές.

Στις Σπέτσες, όπου για 3- 4 χρόνια βρισκόμουν έφηβος φιλοξενούμενος και αργότερα αδειούχος, οι πατεράδες απουσίαζαν παντελώς. Μόνη εξαίρεση το Σάββατο το βράδυ στις οκτώ, που έφτανε το ”Κερατοβάπορο”, όπως το λέγαμε εμείς οι νέοι, φορτωμένο με τους αρχηγούς οικογενειών που είχαν ξεκινήσει από τον Πειραιά στις 02.30, μετά την δουλειά– ήταν ημιαργία το Σάββατο – για να δουν τα γυναικόπαιδα, να φύγουν την Κυριάκη στις 17.30 και να φτάσουν μετά από πεντέμισυ ώρες στον Πειραιά. Τότε, δηλαδή Σάββατο βράδυ, Κυριακή μεσημέρι, η οικογένεια έτρωγε έξω, μουσακά, παστίτσιο, κοτόπουλο ή κρέας μαγειρευτό.

Είχε προηγηθεί ένα σύντομο και, κυρίως μουδιασμένο μπάνιο στην Κόστα, τη μοναδική καλή παραλία, απέναντι από το νησί, στην Πελοπόννησο, όπου πήγαινε κανείς με τα ψαράδικα καΐκια που δένανε στην Ντάπια, έναντι ενός φράγκου. Όλο το καλοκαίρι οι ιθαγενείς ψαράδες βίδωναν πάγκους στα τρεχαντήρια τους και κουβαλούσαν τις κυρίες μετά των τέκνων των στην Κόστα, όπου τις ”έψηναν” άνευ αυτών, για τα περαιτέρω.

Εξ ου και το μούδιασμα των κυριών όταν, Κυριακή πρωί –πρωί ο κάθε βαρκάρης εγνώριζε τον... Κερατούκλη του, που μόλις χθες είχε φέρει το ”Καλαμάρα” όπως ήταν το επίσημο όνομα του Κερατοβάπορου.

Γενικά στις Σπέτσες οι άντρες πάνω των 21 ετών δεν ήταν αποδεκτοί από τον νεανικό αποκλειστικά, παραθεριστικό πληθυσμό του νησιού. Γιατί αν ήταν έως 30 χρόνων, εύκολα ξελόγιαζαν τα κορίτσια ως πιο έμπειροι και δυνάμενοι, αφού σίγουρα είχαν λεφτά, όχι ”χαρτζιλίκι”. ”Τι έλεγες μ’ αυτόν το γέρο;” ρωτούσαμε τα κορίτσια αν τα βλέπαμε να μιλούν με έναν απ΄ αυτούς. Έτσι, μόλις συμπλήρωσα τα 20, δεν ξαναπάτησα στο νησί.

Ούτε στην Ύδρα ξαναπήγα μετά τα 25, γιατί έκτος από πιτσιρικάδες, μόνον γκέι πήγαιναν πια εκεί, ούτε και στη Μύκονο πού πήγαιναν μόνον οι τελευταίοι. Αν πεις για Ρόδο και για Κέρκυρα, είχες τον κίνδυνο να σε νομίζουν... νεόνυμφο, αν πήγαινες με κοπέλα και... καμάκι αν πήγαινες μόνος.

Μικρότερα, πιο άσημα για λίγα χρόνια, ήταν τα νησιά που διαλέγαμε ως ζευγάρια να πάμε, μέχρι που οι διακοπές έγιναν μανία, οι νησιώτες αγιογδύτες, οι μπατιροτουρίστες πληγή και οι διακοπο-επιχειρηματίες λήσταρχοι.

Βοηθούντος και του καπνίσματος, στις βλαβερές συνήθειες του οποίου το υπουργείο Υγείας ξεχνά να αναφέρει και τη δυσφορία που νοιώθει ο καπνιστής στο νερό, έκοψα και τα μπάνια. Έτσι μαζί με τον Τέλη συμπήξαμε στις αρχές του ’80 στην ”Αυγή” τον πρώτο αντι-κολυμβητικό σύλλογο με έμβλημα ”στην στεριά δεν ζει το ψάρι” και κύριο επιχείρημα το ότι ο άνθρωπος χρειάστηκε γύρω στις 10.000 χρόνια για να αποβάλλει τα βράγχια και δεν είμαστε διατεθειμένοι να συμβάλλουμε στο πισωγύρισμά του.

Εναλλακτικώς, έπαιζε το αποστομωτικό: Η Μαρινέλα και όχι ο Καζαντζίδης τραγουδά το ”Λίγο κρασί, λίγη θάλασσα και τ’ αγόρι μου”.

Οίκοθεν νοείται πως οι διακοπές είναι μία όλβια συνήθεια που εφευρέθηκε από σχεδιαστές, μόδιστρους, ρουχαλάδες, ξενοδόχους, ταβερνιαραίους και ντιτζέηδες με σκοπό να εξαπατήσουν τα θήλεα, που έχουν τον τρόπο να μας σέρνουν απ’ τη μύτη, όπως κάνουν και με τα καράβια, άλλα όχι τα ακτοπλοϊκά.

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v