Γιατί μπαμπά: Απαντήσεις στις παιδικές ερωτήσεις

Γιατί είναι μπλε ο ουρανός; Γιατί δεν έχω δει ποτέ πελαργό να κουβαλά κανένα μωρό; Γιατί έφυγε η γιαγιά; Και πού πήγε; Γιατί χρειαζόμαστε την καθοδήγηση ενός ειδικού ψυχολόγου για να απαντήσουμε τις φαινομενικά απλές ερωτήσεις των παιδιών; Γιατί, μπαμπά;
Γιατί μπαμπά: Απαντήσεις στις παιδικές ερωτήσεις
της Ηρώς Κουνάδη 

«Μπαμπά, τι είναι κομμουνιστής;». «Κομμουνιστής παιδί μου είναι αυτός που νοιάζεται για τους άλλους». Παύση. «Α, η θεία η Νότα ας πούμε (που κοιτάζει συνέχεια από το παράθυρο τι κάνουμε) είναι κομμουνίστρια». Ξεκαρδισμένη μαμά. «Όχι, όχι. Όταν λέμε νοιάζεται για τους άλλους, εννοούμε ότι θέλει να είναι όλοι καλά, να μην είναι κανείς φτωχός, να μην πεινάει κανένας». Παύση. «Μα αυτό είναι καλό». Ναι. «Τότε γιατί λέμε παλιοκουμμούνι;». Αληθινή ιστορία.

Το τι και πώς πρέπει να απαντάμε στις ερωτήσεις των παιδιών είναι ίσως το μεγαλύτερο, και πιο πολύπλευρο, από τα θέματα που έχουν να κάνουν με την ανατροφή τους. Ανάμεσα στις πιο απλές ερωτήσεις («πώς γίνονται τα παιδιά;») και τις πιο σύνθετες («τι είναι κομμουνιστής;») παρεμβάλλεται ένας ωκεανός γονεϊκών αποριών: λέμε την ωμή αλήθεια; Τη διανθίζουμε με στοιχεία παραμυθιού, για να είναι περισσότερο κατανοητή; Μέχρι ποια ηλικία είναι υγιές το παιδί να πιστεύει σε παραμύθια; Αναλύουμε το θέμα μέχρι τελευταίας λεπτομέρειας; Κι αν ρωτήσει κάτι που δεν ξέρουμε;

«Ασφαλής» απάντηση σε όλα αυτά δεν υπάρχει. Η κάθε ερώτηση είναι διαφορετική, ακριβώς όπως διαφορετικό είναι κάθε παιδί. Ένας γενικός κανόνας λέει, κατ’ αρχάς, ότι οι απαντήσεις σε μια συγκεκριμένη ερώτηση διαφέρουν ανάλογα με την ηλικία του παιδιού. «Ως βασικό κανόνα πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας ότι δεν πρέπει η απάντησή μας να περιλαμβάνει λεπτομέρειες που δε χρειάζεται το παιδί», επισημαίνει ο ψυχολόγος Παύλος Μεταξάς.

Απλά (;) πράγματα
Ας ξεκινήσουμε με την ερώτηση «πώς γίνονται τα παιδιά»
. Ένα πολύ μικρό παιδί που θα ακούσει την απάντηση «τα παιδιά γίνονται από τον μπαμπά και την μαμά» μπορεί να μη ρωτήσει λεπτομέρειες. «Το παιδί κάνει μια πρώτη ερώτηση. Αυτό που έχει σημασία είναι, αφού απαντήσουμε απλά στην ερώτησή του, το πώς θα κάνει, και εάν κάνει, την επόμενη» εξηγεί ο κ. Μεταξάς.

Απαντάμε πάντα ανάλογα με την ερώτηση, δίνοντας την απλούστερη δυνατή απάντηση. Αν ρωτήσει, για παράδειγμα, «δηλαδή;» του εξηγούμε ότι για κάθε γέννηση, είτε αφορά τους ανθρώπους είτε τα ζωάκια, ένα αρσενικό κι ένα θηλυκό πρέπει να ενωθούν για να μπορέσει να γίνει ένα παιδάκι. Αν συνεχίσει «και πώς ενώνονται;» απαντάμε ότι χρησιμοποιούν τα γεννητικά τους όργανα. Αν ρωτήσει «τι είναι τα γεννητικά όργανα;» του εξηγούμε, και πάει λέγοντας.

«Είναι βασικό να μην αρχίζουμε, με την αφορμή της ερώτησης, να κάνουμε ολόκληρο μάθημα κάθε φορά στο παιδί» τονίζει ο κ. Μεταξάς, «διότι ο τρόπος με τον οποίο επεξεργάζεται την πληροφορία αντιστοιχεί στην ακρίβεια της απάντησής μας. Άλλωστε, αυτό που ρωτάει κάθε φορά το παιδί είναι αυτό που θέλει να καταλάβει. Αν μπορούσε να επεξεργαστεί πιο σύνθετο θέμα θα έκανε πιο σύνθετη ερώτηση. Απαντάμε, λοιπόν, με ακρίβεια, χωρίς πολλές λεπτομέρειες, και προχωράμε ανάλογα με τις ερωτήσεις που συνεχίζει να κάνει, προσέχοντας πάντα να δίνουμε σωστές απαντήσεις».

Φωτεινός παντογνώστης
Και τι γίνεται με τις ερωτήσεις των οποίων δεν κατέχουμε τις σωστές απαντήσεις; Είναι προτιμότερο να πούμε στο παιδί ότι δεν ξέρουμε, για παράδειγμα, γιατί είναι μπλε ο ουρανός, ή γιατί βλέπουμε χρώματα, από το να εφεύρουμε μια απλοϊκή απάντηση, που ενδέχεται να είναι λάθος;

«Πάντοτε είναι καλύτερο το "δεν ξέρω"» λέει ο κ. Μεταξάς. «Στην αρχή τα παιδιά θεωρούν τους γονείς τους πάνσοφους, πράγμα που μέχρι τον τέταρτο χρόνο είναι ανάγκη τους, νιώθουν ασφαλή έτσι. Καθώς μεγαλώνουν, όμως, έχει σημασία να μην παριστάνουμε τους πάνσοφους. Κι είναι επίσης σημαντικό για την εκπαίδευσή τους, για να αγαπήσουν τη γνώση που ζητούν, να ανοίξουμε την εγκυκλοπαίδεια, ή ένα βιβλίο, και να διαβάσουμε μαζί. Να δείξουμε, δηλαδή, στο παιδί ότι αυτό που ρωτά θέλουμε κι εμείς να το μάθουμε.

Ακόμη και ερωτήσεις που μοιάζουν απλές, ενδέχεται να είναι εξαιρετικά σύνθετες. Το «γιατί βλέπουμε χρώματα;» για παράδειγμα, πρέπει να ξέρεις πολύ καλά Φυσική για να το απαντήσεις. Σε τέτοιες ερωτήσεις, θα πρέπει είτε να γνωρίζεις πολύ καλά το θέμα ώστε να μπορείς να το απλοποιήσεις για να απαντήσεις στο παιδί, είτε να του πεις «δεν ξέρω, έλα να το ψάξουμε».

Έτσι είναι, αν έτσι νομίζετε…
Πόσο απλούστερα θα ήταν τα πράγματα, αν μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε το σαιξπηρικό απόφθεγμα για να απαντήσουμε σε ένα πεντάχρονο παιδί που ρωτά αν υπάρχει Άι-Βασίλης. Θα είχαμε γλιτώσει το αιώνιο δίλημμα, να του διαλύσω το μύθο, και να το προσγειώσω απότομα από τόσο νωρίς στην πεζή πραγματικότητα, ή να του πω ψέματα;

«Η πίστη στα υπερφυσικά πράγματα είναι φυσική ανάγκη για το παιδί» επισημαίνει ο κ. Μεταξάς. «Καθώς μεγαλώνει κι ανακαλύπτει ότι οι γονείς του δεν είναι πάνσοφοι και παντοδύναμοι, πρέπει, για να συνεχίσει να αισθάνεται ασφαλές, να τους αντικαταστήσει με κάτι άλλο, κάτι που να μην μπορεί να πέσει από τον θρόνο του. Πλάσματα όπως ο Άι-Βασίλης ή οι νεράιδες μπορούν να παίξουν αυτόν το ρόλο. Καλό είναι, λοιπόν, να μην καταρρίψουμε νωρίς αυτόν τον μύθο.

Δε χρειάζεται, βέβαια, να πούμε ψέματα στο παιδί, επιβεβαιώνοντας κάτι που δεν πιστεύουμε. Μπορούμε να παίξουμε με τις λέξεις, λέγοντας ότι «ο Άι-Βασίλης είναι ένας μπαμπάς που μπορεί να ικανοποιήσει τις επιθυμίες των παιδιών την περίοδο των γιορτών, συμβολίζει όλους τους γονείς μαζί». Σε ένα μεγαλύτερο παιδί μπορούμε να πούμε ακόμα και ότι «υπάρχει, αφού το πιστεύεις». Γενικώς, όσο μεγαλώνει το παιδί πλησιάζουμε όλο και περισσότερο στην αλήθεια όπως την ξέρουμε εμείς. Είναι, όμως, σημαντικό αρχικά να καλλιεργούμε τη φαντασία του παιδιού. Αν του τα κάνουμε όλα πεζά δεν το βοηθάμε» καταλήγει.

Τώρα αρχίζουν τα δύσκολα
«Μπαμπά, πού πήγε η γιαγιά;». Οι περισσότεροι γονείς απαντούν ότι πήγε στον ουρανό, έγινε άγγελος ή κάτι σχετικό, και τα περισσότερα παιδιά δεν ζητούν περαιτέρω διευκρινήσεις. «Τα παιδιά μέχρι τα 10 τους δεν αντιμετωπίζουν τον θάνατο σαν κάτι οριστικό. Η αίσθηση που έχει ένα μικρό παιδί είναι ότι φεύγεις από δω και πας κάπου αλλού, απλώς δε σε βλέπει» εξηγεί ο κ. Μεταξάς. «Αν ρωτήσουν κάτι σαν "τι γίνεται όταν πεθαίνουμε;" αυτό θα είναι γύρω στα 11-12 χρόνια τους, οπότε αρχίζουν να ανησυχούν για τον δικό τους θάνατο. Η απάντηση που θα τους δώσουμε εξαρτάται πάντα από την ερώτηση που θα μας κάνουν. Εάν, βέβαια, μας κάνουν, διότι αυτό το άγχος σπάνια εκφράζεται υπό τη μορφή ερώτησης προς τον γονιό».

Όσο για την απάντηση, αυτή σαφώς και δεν θα είναι ξεκάθαρη ή οριστική, διότι, κακά τα ψέματα, κανείς μας δεν την ξέρει. «Για να ξεπεράσει το παιδί το άγχος του θανάτου, πολύ σημαντικότερο από το να το συζητήσει, είναι να βλέπει τους γονείς του σχετικά ευτυχισμένους, ικανοποιημένους από τη ζωή τους. Αυτό είναι το καλύτερο αντίδοτο κατά του άγχους του θανάτου, ο οποίος φαντάζει επικίνδυνος όταν δεν μπορείς να ευχαριστηθείς τη ζωή. Ένα παιδί που μεγαλώνει σε μια οικογένεια στην οποία υπάρχει ευχαρίστηση της ζωής, μπορεί να αντέξει την ιδέα του θανάτου, χωρίς να χρειάζεται να φτιάχνει στο μυαλό του φανταστικά πλάσματα που θα το στηρίξουν».
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v