Έκθεση Fluxus: Η αυταρέσκεια πίσω απ’ τον αυτοσαρκασμό

Μία σύντομη επίσκεψη στην έκθεση "Το Fluxus δεν πουλιέται" του Μουσείου Μπενάκη μας προβλημάτισε, μας γέννησε απορίες για τα νοήματα που δίνει ο καθένας στην τέχνη και μας άφησε τελικά μία πικρή γεύση... θλίψης. 
Έκθεση Fluxus: Η αυταρέσκεια πίσω απ’ τον αυτοσαρκασμό
Που βρέθηκα; Στο Μπενάκη, στα εγκαίνια μιας έκθεσης με τίτλο «Το Fluxus δεν πουλιέται». Τι είδα; Κάτι καλοντυμένους γέρους να κάνουν βλακείες ενώ κάποιοι άλλοι τους κοιτούσαν χωρίς ιδιαίτερο ενθουσιασμό. Ούτε όμως περιφρόνηση. Θα έλεγα αμηχανία, μια λέξη που μου έρχεται όλο και πιο συχνά στο μυαλό στις τελευταίες μου αραιές -ομολογώ- επαφές με τις καλές τέχνες. Είχε και νέους όμως. Που προσπαθούσαν να συμμετέχουν, όμως παρέμειναν τελικά συγκεντρωμένοι στο καθήκον τους ως θεατές, το μηχανικό χειροκρότημα.

Οι γέροι καλλιτέχνες περνούσαν πολύ καλά. Μουρμούριζαν επίσης κάτι για τέχνη, που είναι εύκολη, δεν πουλιέται, είναι επανάσταση, έρχεται σ’ επαφή με τη ζωή και άλλα τέτοια ρηξικέλευθα. Μια κυρία έκανε παρατήρηση σε κάποιον που κορόιδευε το θέαμα, του είπε κάτι για τέχνη και ζωή κι ότι εκείνος απλά «δεν καταλαβαίνει». Η ίδια κυρία λίγο αργότερα ξίνισε μπροστά σε μια πορνογραφική εικόνα με πρωταγωνίστριες δυο άλλες κυρίες κι έναν κύριο. Ποια ακριβώς στιγμή της ζωής εννοούσε στο κήρυγμά της; Μια άλλη κυρία με ζωγραφιστά φρύδια κι εξπρεσιονιστικό μέικ-απ θεώρησε το θέαμα κατώτερο των προσδοκιών της, μιας και «είχε δει Μπρεχτ και Ιονέσκο κάποτε». Έφυγε χωρίς τυμπανοκρουσίες πριν το τέλος.

Στην είσοδο της έκθεσης, έστεκε ένα μανιφέστο με πομπώδεις δηλώσεις και αυτοανακυρήξεις, ολόκληρη θεωρητική βάση δηλαδή για ένα φιάσκο, για κάτι που υποτίθεται ότι δεν ήθελε να είναι τίποτε παραπάνω από ένα κωλόχερο στη βιομηχανία της τέχνης. Η οποία φυσικά, γνωρίζει άριστα πώς να παίρνει τα κωλόχερα που της κάνουν και να τα πουλάει με λεζάντες όπως: «το κωλόχερο δεν πουλιέται», «το κωλόχερο είναι επανάσταση», «αυτό δεν είναι κωλόχερο», «μπορείς κι εσύ να κάνεις κωλόχερο» κλπ.

Θλίψη. Σ’ ένα μουσείο, έναν χώρο δηλαδή όπου όλα μπαίνουν σε πλαίσιο κι ότι κρεμιέται στον τοίχο μπορεί να ονομάζεται και φουτουριστικό -αστείο όνομα για ένα νεκρό ρεύμα- ακόμα αν το θέλει, αλλά έχει περάσει ήδη στο χρονοντούλαπο της ιστορίας, κάτι γέροι ανθρώποι έκαναν καραγκιοζιλίκια θέλοντας να αποδομήσουν την τέχνη, λέει, και τη σοβαροφάνειά της. Έπαιξαν μουσική με βούρτσες και νερό που τρέχει σε κουβάδες και κάρφωσαν τα πλήκτρα ενός πιάνου, επαναλαμβάνοντας για πολλοστή φορά κάτι που έχει χάσει πια το νόημά του. Πρωτοπορία υφίσταται μόνο την πρώτη φορά. Από εκεί και πέρα είναι μια θλιβερή επανάληψη. Σαν παλιό ποντιακό ανέκδοτο. Κι ο Κωστίκας, είναι ο άλλοτε χαρισματικός κλόουν που συλλαμβάνεται ως ύποπτος για παιδοφιλία.

«Η τέχνη είναι περιττή», έλεγε ένα απ΄ τα έργα της έκθεσης. Κι όμως έστεκε εκεί ως τέχνη, ζητώντας τη συγκατάθεση και την προσοχή μας. Ένα γερασμένο μήνυμα, χιλιοειπωμένο τόσο που δεν ακούγεται πια, δεν προκαλεί κανέναν να σκεφτεί και να το συζητήσει με το διπλανό του. Προσλαμβάνεται ως ένα αυτοσαρκαστικό αστείο, όπως του φαφλατά που ξεκινάει κάθε τόσο τη φλυαρία του με τη διαπίστωση: «Μιλάω πολύ ε; Σας έχω πρήξει.». Συνεχίζει όμως ακάθεκτος θεωρώντας εαυτόν εξιλεωμένο. Μόλις φύγει όλοι θα πουν: «Τι φαφλατάς!».

Τι νόημα έχει λοιπόν ν’ ανατρέπεις και να καταστρέφεις αν έχεις σκοπό να καθαρίσεις, να ζητήσεις συγνώμη και να ανακοινώσεις σε όλους ότι πρόκειται για μια πλάκα; Ένα αστείο που εξηγείται παύει να είναι αστείο, πόσο μάλλον μια φάρσα που τα θύματά της, τη γνωρίζουν εκ των προτέρων και την περιμένουν, ως ακόμα ένα ευτράπελο από τα άτακτα μα χαριτωμένα παιδιά του κόσμου των καλών τεχνών. Κάποιοι το είπαν «Fluxus», κάποιοι άλλοι πριν από αυτούς «Dada». Το αστείο όμως πάλιωσε και σίγουρα δεν πουλιέται. Όχι γιατί δε θέλει αλλά γιατί δε μπορεί.

ΥΓ: Πριν από τριάντα περίπου χρόνια ένας νέος κωμικός έβγαινε για πρώτη φορά στο λίκνο τότε των καλύτερων αμερικανών του είδους, το τηλεοπτικό «Saturday Night Live». Ο Άντι Κάουφμαν δεν είπε ούτε ένα αστείο. Έβαλε ένα πικάπ να παίζει το θέμα της σειράς κινουμένων σχεδίων «Mighty Mouse» και απλά τραγουδούσε πλέι-μπακ κάθε φορά που έπαιζε το ρεφρέν. Το κοινό χειροκρότησε, ίσως μηχανικά, ίσως επειδή πολλοί ήταν τακτικοί του σόου και περίμεναν τέτοιες παρεκτροπές από τη συνηθισμένη κωμική φόρμα.

Ο Κάουφμαν παρεκτράπηκε πολλές φορές μετέπειτα με ποικίλους τρόπους, ήταν περισσότερο φαρσέρ παρά κωμικός. Ακόμα και ο θάνατός του φημολογείται μέχρι σήμερα σαν ένα διεστραμμένο αστείο. Αν ήταν, θα γερνάει τώρα αξιοπρεπώς ως ιπποδρομιάκιας σε κάποια χώρα της Λατινικής Αμερικής και θα γελάει με όσους ονόμασαν τα τερτίπια του «περφόρμανς», που δε μπορούν ν’ αφήσουν τίποτε χωρίς όνομα και στάμπα καλλιτεχνικής αξίας. Ούτε την πιο αγνή μορφή κωμωδίας, αυτή που γίνεται για να γελάσει ο περφόρμερ εις βάρος του «καλοπροαίρετου» θεατή.

Κι όπως είπαν και κάτι αποκηρυγμένοι πλέον απ’ τους φανς τους βρετανοί ρόκερς στον πιο υποτιμημένο στίχο στην ιστορία: «Please don’t put your life in my hands, i’m a Rock n’ Roll band, i’ll throw it all away!»

Λουκάς Τσουκνίδας
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v