Κι αν το κόστος δεν είναι το πρόβλημα;

Στη Νότια Κορέα, η κυβέρνηση προσφέρει πάνω από 20.000 ευρώ σε κάθε παιδί που γεννιέται. Στις Σκανδιναβικές χώρες, οι γονικές άδειες είναι εξαιρετικά γενναιόδωρες. Στην Πολωνία, οι γονείς λαμβάνουν μηνιαίο επίδομα για κάθε παιδί μέχρι την ενηλικίωσή του. Κι όμως, παντού οι γεννήσεις καταρρέουν. Τα οικονομικά κίνητρα μοιάζουν να πέφτουν στο κενό.

Κι αν το κόστος δεν είναι το πρόβλημα;

Γράφει η Αλεξάνδρα Τραγάκη, καθηγήτρια Οικονομικής Δημογραφίας στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο

Το Δημογραφικό αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις για τις σύγχρονες κοινωνίες και η Ελλάδα δεν αποτελεί εξαίρεση. Ο προβληματισμός σχετικά με τη μείωση των γεννήσεων, τη δημογραφική γήρανση και την πληθυσμιακή συρρίκνωση, δεν περιορίζεται πλέον στους ακαδημαϊκούς κύκλους, αλλά αποτελεί μείζον πολιτικό θέμα σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες, λόγω των τεράστιων επερχόμενων οικονομικών και κοινωνικών επιπτώσεων.

Η σύνδεση της οικονομικής ανάπτυξης με τη μείωση του επιθυμητού αριθμού παιδιών ανά οικογένεια είναι γνωστή εδώ και σχεδόν έναν αιώνα με τη διατύπωση της Θεωρίας της δημογραφικής μετάβασης. Σε όλες τις χώρες του κόσμου, αλλού νωρίτερα, αλλού αργότερα, η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου συνοδεύεται με μείωση των γεννήσεων. Από 5 παιδιά ανά γυναίκα κατά μέσο όρο το 1950, σήμερα αντιστοιχούν περίπου 2,4 παιδιά ανά γυναίκα, σε παγκόσμιο επίπεδο. Αυτό είναι μια ευτυχής συγκυρία, αν αναλογιστεί κανείς τι θα συνέβαινε αν δεν μειωνόταν η γονιμότητα. Υψηλή γονιμότητα και αύξηση του προσδόκιμου ζωής θα οδηγούσαν σε αλματώδη αύξηση του πληθυσμού, επαληθεύοντας τις μαλθουσιανές ανησυχίες περί υπερπληθυσμού.

Τα επίπεδα γονιμότητας, όμως, που καταγράφονται σήμερα σε όλο τον ανεπτυγμένο κόσμο είναι εξαιρετικά χαμηλά. Από τη Ν. Κορέα ως τον Καναδά και από τη Φινλανδία ως τη Μάλτα, ο μέσος αριθμός παιδιών που αντιστοιχεί σε μια γυναίκα σπάνια ξεπερνά το 1,5, όταν απαιτούνται τουλάχιστον 2,1 για την αναπλήρωση του πληθυσμού. Ως κύριες αιτίες προβάλλονται τα οικονομικά και πρακτικά εμπόδια που αντιμετωπίζουν τα σύγχρονα ζευγάρια στην ανατροφή των παιδιών τους. Το κόστος ζωής, η στεγαστική κρίση, το κόστος εκπαίδευσης των παιδιών από τη μια πλευρά, η έλλειψη βρεφικής και νηπιακής φροντίδας και η ασυμβατότητα των εργασιακών ωραρίων με τις γονικές υποχρεώσεις από την άλλη. Οι βασικές πολιτικές που επιχειρούν να θεραπεύσουν αυτές τις αδυναμίες έχουν μέχρι στιγμής απογοητευτικά αποτελέσματα.

Ο δείκτης γονιμότητας στη Νότια Κορέα παραμένει στο 0.72 παιδί ανά γυναίκα, -παρά τις περίπου 70.000 ευρώ που προσφέρουν λίγες -έστω- μεγάλες εταιρείες στους γονείς με τη γέννηση κάθε παιδιού. Οι χώρες του Ευρωπαϊκού Βορρά, με υψηλής ποιότητας υπηρεσίες σε παιδιά και γονείς, καταγράφουν παρόμοια επίπεδα γονιμότητας με χώρες πολύ λιγότερο «φιλικές προς την οικογένεια». Στη Σουηδία αντιστοιχούν 1,4 παιδιά ανά γυναίκα, όσα και στην Ισπανία. Στη Φινλανδία, 1,3 -κατά τι χαμηλότερο από ότι στην Ελλάδα.

Φαίνεται ότι το πρόβλημα δεν είναι οικονομικό ή πρακτικό. Τα πρωτόγνωρα χαμηλά επίπεδα γονιμότητας που καταγράφει σήμερα όλος ο ανεπτυγμένος κόσμος δεν είναι απλά το αποτέλεσμα της ανάπτυξης αλλά το τίμημα ενός διαφορετικού τρόπου ζωής. Οι σύγχρονοι άνθρωποι έχουν περισσότερες επιλογές και υψηλότερες προσδοκίες από τη ζωή τους. Η γονεϊκότητα δεν αποτελεί αυτοσκοπό, αλλά προσωπική επένδυση υψηλού κόστους.

Η τεκνοποίηση στις σύγχρονες κοινωνίες δεν λειτουργεί πια ως πηγή οικονομικής ασφάλειας, όπως σε παλαιότερα μοντέλα, όπου τα παιδιά στήριζαν οικονομικά τους γονείς. Σήμερα, οι γονείς καλούνται να επενδύσουν χρόνο, ενέργεια και χρήματα, χωρίς εγγυημένη «απόδοση». Επιπλέον, όπως επισημαίνει η νομπελίστρια οικονομολόγος Claudia Goldin, σε χώρες όπου οι γυναίκες μπήκαν μαζικά στην αγορά εργασίας χωρίς αναπροσαρμογή των έμφυλων ρόλων, η γονιμότητα μειώθηκε δραματικά. ‘Όταν οι γυναίκες καλούνται να σηκώσουν πολλαπλά βάρη, επιλέγουν συνειδητά να αποκτούν λιγότερα ή και καθόλου παιδιά.

Σε αυτό το πλαίσιο, η καθυστέρηση στη γονεϊκότητα είναι κατανοητή. Όμως δεν αρκεί να εξηγήσει τα υψηλά ποσοστά ηθελημένης ατεκνίας, ούτε τον αριθμό των ζευγαριών που σταματούν στο πρώτο παιδί. Η βαθύτερη αιτία, ίσως, έχει να κάνει με την ίδια την αξία της γονεϊκότητας έτσι όπως αυτή καλλιεργείται σήμερα. Η οικογένεια δεν αποτελεί πλέον προϋπόθεση προσωπικής καταξίωσης. Η επιτυχία, σήμερα, ορίζεται περισσότερο μέσα από την ατομική ανέλιξη, την κατάκτηση προσωπικών στόχων και επιδιώξεων που σχετίζονται κυρίως με τη δουλειά, τα ταξίδια, την αυτοβελτίωση, την κοινωνική παρουσία. Το αφήγημα της καταξίωσης έχει αποσυνδεθεί από τη δημιουργία οικογένειας. Τα κοινωνικά και ψηφιακά δίκτυα ενισχύουν αυτή τη μετατόπιση. Ο επιτυχημένος άνδρας ή η επιτυχημένη γυναίκα σπάνια προβάλλονται ως γονείς. Αντιθέτως, η τεκνοποίηση παρουσιάζεται συχνά ως βάρος, εμπόδιο ή υποχώρηση.

Ίσως τελικά το «φιλικό προς την οικογένεια περιβάλλον» δεν το διαμορφώνουν οι θέσεις στους παιδικούς σταθμούς, ούτε τα ευέλικτα ωράρια εργασίας. Το καθορίζουν τα πρότυπα. Χρειάζεται ένα νέο αφήγημα που δεν θα προτείνει επιστροφή σε συντηρητικά μοντέλα. Ένα αφήγημα που θα αναδεικνύει τη γονεϊκότητα ως επιλογή ζωής με ουσία, όχι ως υποχρέωση ή θυσία.

Προβάλλοντας το πρότυπο του άνδρα που αντλεί ικανοποίηση από τον ρόλο του πατέρα αναδεικνύεται μια ανομολόγητη αλήθεια: η πατρότητα μπορεί να είναι εξίσου ή και περισσότερο ολοκληρωτική εμπειρία από την καριέρα. Αντίστοιχα, η μητρότητα δεν είναι αποποίηση εαυτού, αλλά μια έκφραση πληρότητας που μπορεί να συνυπάρχει με προσωπικά όνειρα και επαγγελματικές φιλοδοξίες.

Η μείωση των γεννήσεων δεν είναι απλώς αποτέλεσμα οικονομικών συνθηκών. Είναι σύμπτωμα μιας εποχής που διστάζει να επενδύσει στο μέλλον της. Αυτό δεν αντιμετωπίζεται με επιδόματα. Αλλά με πολιτισμικές μετατοπίσεις, με νέα κοινωνικά πρότυπα, με σύγχρονα, ισότιμα, ρεαλιστικά μοντέλα ζωής -όπου η οικογένεια δεν είναι αναχρονισμός αλλά δυνατότητα νοήματος.

Το κείμενο αποτελεί μέρος της ειδικής έκδοσης του euro2day.gr και του mama365.gr: «Η Σιωπηλή Κρίση – Οικογένεια και Δημογραφικό». 

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v