Η κατάρρευση του γάμου και η ανάδυση των νέων μορφών συμβίωσης

Περνάμε από την εποχή όπου στις οικογενειακές/συζυγικές σχέσεις τίποτε δεν ήταν αντικείμενο διαπραγμάτευσης, σε μια μορφή συμβίωσης  που κάθε τι είναι διαπραγματεύσιμο.

Η κατάρρευση του γάμου και η ανάδυση των νέων μορφών  συμβίωσης

Το κείμενο αποτελεί μέρος της ειδικής έκδοσης του euro2day.gr και του mama365.gr «Η Σιωπηλή Κρίση – Οικογένεια και Δημογραφικό».

Γράφει η Λάουρα Αλιπράντη, δρ Κοινωνιολογίας, ομ. διευθύντρια Ερευνών ΕΚΚΕ

Tις τελευταίες δεκαετίες, σε όλες τις δυτικοευρωπαϊκές κοινωνίες   έχουμε γίνει μάρτυρες σημαντικών αλλαγών στον θεσμό του γάμου  και της οικογένειας. Οι αλλαγές αυτές  εγγράφονται στη γενικότερη μεταβολή των αναπαραστάσεων και των πρακτικών όσον αφορά την ιδιωτική ζωή και στη διαμόρφωση νέων όρων και κανόνων στις διαπροσωπικές σχέσεις.  Έτσι, από τη δεκαετία του 1970  «ο γάμος-θεσμός»  εκτοπίστηκε  από το πρότυπο «γάμος-συντροφικότητα», ο οποίος χαρακτηρίζεται από δεσμούς συναισθήματος και φιλίας.  Η αναζήτηση της άμεσης ευτυχίας-ολοκλήρωσης, καθώς και η απαίτηση για αυτονομία, ισοτιμία και ισότητα βρίσκονται  στο επίκεντρο  της συμβίωσης.

Παράλληλα, νέες μορφές συμβίωσης, εναλλακτικές προς τον συμβατικό γάμο, που  αρχίζουν να εμφανίζονται την περίοδο αυτή,   έχουν σαν αποτέλεσμα την εξασθένιση του «μονοπωλιακού» χαρακτήρα του αστικού γάμου.

Εξετάζοντας τα δημογραφικά δεδομένα  αναφορικά  με τη δημιουργία οικογένειας και τους τελούμενους γάμους ετησίως, καταγράφονται  σημαντικές μεταβολές. Ο αριθμός των γάμων ακολουθεί μια πτωτική πορεία. Παρατηρείται σταδιακή μείωση της γαμηλιότητας, δηλαδή της συχνότητας των τελούμενων γάμων στη διάρκεια του έτους. 

Το 2023, η Ελλάδα κατέγραψε μόλις 3,9 γάμους ανά 1.000 κατοίκους, φτάνοντας το χαμηλότερο καταγεγραμμένο ποσοστό από το 1960 -κάτω και από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης /Ε.Ε-27 (4,0), που για πρώτη φορά είναι υψηλότερος από αυτόν της Ελλάδας. Σε όλες τις χώρες της ΕΕ-27 γίνονται λιγότεροι γάμοι, με καθυστέρηση  δηλαδή άνδρες και γυναίκες παντρεύονται σε μεγαλύτερη ηλικία (γύρω στα 32 χρόνια για τις γυναίκες και στα 35 για τους άνδρες).

Η μεγαλύτερη διάρκεια εκπαίδευσης, η  εργασιακή ανασφάλεια αλλά και οι αλλαγές  στις αντιλήψεις, τις κοινωνικές συμπεριφορές  και η έμφαση που δίδεται στην ατομικότητα δρουν ανασταλτικά ανάμεσα στους νέους στη δημιουργία μιας πιο μόνιμης σχέσης  με προοπτική τη δημιουργία οικογένειας.  

Οι νέοι και οι νέες αναζητούν συχνά  πιο χαλαρά σχήματα   οργάνωσης της ιδιωτικής τους ζωής. Έτσι, η συμβίωση χωρίς γάμο -που έχει θεσμοθετηθεί στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες- αποτελεί εναλλακτικό σχήμα που συναντάται πολύ συχνά πλέον.

Στη χώρα μας, θεσπίστηκε το σύμφωνο συμβίωσης που αφορά και τα ομόφυλα ζευγάρια. Πολλοί νέοι στη χώρα μας προτιμούν το σύμφωνο συμβίωσης, που είναι πιο ευέλικτο  και παρουσιάζει σημαντική αύξηση,   αποτελώντας το 2023 το 27,2% των ενώσεων. Παράλληλα, το ποσοστό  των ατόμων που   θα επιλέξουν τη  μοναχικότητα, θα μείνουν δηλαδή εργένηδες, αυξάνεται  σημαντικά τις τελευταίες δεκαετίες, φτάνοντας περίπου το 20%.

Όσον αφορά τις αναπαραγωγικές συμπεριφορές παρατηρείται συνεχής μείωση των γεννήσεων και η συνακόλουθη συρρίκνωση της  οικογενειακής ομάδας. Οι λόγοι της  μείωσης των γεννήσεων είναι ποικίλοι και συνδέονται με τις ευρύτερες μεταβολές που συνεπάγεται ο κοινωνικός εκσυγχρονισμός, με τις νέες συνθήκες διαβίωσης και εργασίας αλλά και με την αναζήτηση της προσωπικής ολοκλήρωσης στο πλαίσιο της συμβίωσης.  

Ο δείκτης γονιμότητας στην ΕΕ-27 το 2023 μειώθηκε σε 1,38 γεννήσεις (αριθμός γεννήσεων ανά γυναίκα αναπαραγωγικής ηλικίας), ενισχύοντας τους φόβους για μια Ευρώπη που γερνάει με γρήγορους ρυθμούς. Η καθοδική πορεία του  δείκτη γονιμότητας     εμφανίζει  ιδιαίτερη  οξύτητα στις  χώρες  της  Νότιας  Ευρώπης. Στην ίδια κατηγορία βρίσκεται και η Ελλάδα με 1,26 γεννήσεις ανά γυναίκα και τον δείκτη να πέφτει κάθε χρόνο, αφού το 2015 ήταν στο 1,33.  

Η απόκτηση παιδιού δεν θεωρείται πλέον καθήκον προς την κοινωνία όπως παλαιότερα, αλλά αποτέλεσμα μιας προσεκτικά  μελετημένης και σχεδιασμένης απόφασης του ζευγαριού, το οποίο σταθμίζει τα υπέρ και τα κατά, τόσο σχετικά με τα οικονομικά του  όσο και με την προσωπική τους σχέση.

Παράλληλα, η ηλικία τεκνοποίησης αυξάνεται συνεχώς και όπως δείχνουν τα νεότερα  δεδομένα κυμαίνεται κυρίως μεταξύ 30-39  χρόνων, ενώ οι γεννήσεις από γυναίκες ηλικίας 40 ετών και άνω αυξάνονται συνεχώς.

Η παρατηρούμενη υπογονιμότητα συνδέεται με τις αλλαγές στις αντιλήψεις και τις αξίες αναφορικά με τη δημιουργία   οικογένειας και την έμφαση που δίνουν τα άτομα στην ικανοποίηση των προσωπικών τους αναγκών. Εξάλλου, η συνεχής τάση μείωσης της γονιμότητας της 1ης τάξης (των πρώτων δηλαδή γεννήσεων) στις νεότερες γενεές αποτυπώνει  την ανάδυση ενός νέου φαινομένου, αυτού της αύξησης της «τελικής ατεκνίας» και στη χώρα μας, που πιθανότατα να οδηγήσει μία στις τέσσερις γυναίκες  (25%) που γεννήθηκαν μετά τα τέλη της δεκαετίας του '70 να μην τεκνοποιήσει. 

Μια άλλη σημαντική μεταβολή αφορά την «αύξηση της  εκτός γάμου γεννητικότητας». Τις τελευταίες δεκαετίες, οι γεννήσεις παιδιών χωρίς να έχει προηγηθεί γάμος αυξάνεται σημαντικά  στις χώρες της ΕΕ-27 φτάνοντας το 30-40% στις χώρες της  Βόρειας και Κεντρικής Ευρώπης, αλλά  μόνο 10% στην Ελλάδα (το χαμηλότερο ποσοστό σε όλη την Ευρώπη). Υπάρχει μια διστακτικότητα στις νέες Ελληνίδες να  τεκνοποιήσουν  αυτόνομα, να γίνουν μόνες μητέρες και να αναλάβουν όλες τις υποχρεώσεις, χωρίς σύντροφο-σύζυγο. Ακόμη, τα επιδόματα για τις μόνες-ανύπαντρες μητέρες είναι αρκετά χαμηλά, γεγονός που δρα και αυτό ανασταλτικά στις αποφάσεις  των νέων κοριτσιών.     

Ακόμη, τα δημογραφικά δεδομένα μάς αποκαλύπτουν ότι ο γάμος φαίνεται να γίνεται  ολοένα πιο εύθραυστος και το διαζύγιο να  γίνεται πιο σύνηθες. Η αναλογία διαζυγίων ανά 100 γάμους αυξήθηκε φτάνοντας το 37,5% το 2023, δείχνοντας ότι ένας στους τρεις γάμους πλέον οδηγείται σε λύση. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα όλο και πιο συχνά τα παιδιά να μη μεγαλώνουν με τους δυο γονείς τους και την αύξηση των λεγόμενων μονογονεϊκών οικογενειών (παρουσία ενός γονέα, που είναι στην πλειονότητά τους γυναίκες-μητέρες με ανήλικο/α παιδί/ιά). Σύμφωνα με δεδομένα της EUROSTAT, στην ΕΕ-27 το 2023 υπήρχαν 195,4 εκατομμύρια νοικοκυριά. Σχεδόν το ένα τρίτο αυτών των νοικοκυριών (29%) ήταν διγονεϊκές (με παρουσία δύο ενηλίκων) και είχαν παιδιά που ζούσαν μαζί τους, ενώ  15% των οικογενειακών νοικοκυριών στην Ε.Ε.-27 αποτελούνται από μόνους γονείς με παιδιά. Στην Ελλάδα, το αντίστοιχο ποσοστό   κυμαίνεται στο 10%. 

‘Όπως μας αποκαλύπτουν τα δημογραφικά δεδομένα, η εποχή μας χαρακτηρίζεται από  αποδυνάμωση των κοινωνικών κανόνων και αξιών που καθόριζαν την ανθρώπινη συμπεριφορά  στο πλαίσιο του γάμου-θεσμού. Περνάμε από την εποχή όπου στις οικογενειακές/συζυγικές σχέσεις τίποτα δεν ήταν αντικείμενο διαπραγμάτευσης, σε μια μορφή συμβίωσης που κάθε τι είναι διαπραγματεύσιμο. Παρατηρείται πλουραλισμός στις ατομικές επιλογές, σταδιακή επικράτηση νέων σχημάτων και εναλλακτικών μορφών συμβίωσης και παράλληλα αναβολή ή ακύρωση της τεκνογονίας, ενώ προτεραιότητα δίδεται στην προσωπική ολοκλήρωση και ευτυχία. 

Οι τάσεις που αποτυπώνονται μετά το 1980 μπορούν να ερμηνευτούν ως η «έκφραση της προσαρμοστικότητας της οικογένειας σε ένα μεταβαλλόμενο κοινωνικό   περιβάλλον».

Το κείμενο αποτελεί μέρος της ειδικής έκδοσης του euro2day.gr και του mama365.gr «Η Σιωπηλή Κρίση – Οικογένεια και Δημογραφικό». 

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v