Αγροτικό ζήτημα: Τα «αγκάθια» και οι λύσεις

Τεράστιες επιδοτήσεις, αδικαιολόγητα ελλείμματα, πελατειακές σχέσεις, λάθος χειρισμοί. Την στιγμή που τα τρακτέρ είναι και πάλι στους δρόμους, αναζητούμε τις ρίζες αλλά και τις πιθανές λύσεις του αγροτικού ζητήματος στην Ελλάδα.
Αγροτικό ζήτημα: Τα «αγκάθια» και οι λύσεις
του Νικόλα Γεωργιακώδη

Δεν χρειάζονται ιδιαίτερες γνώσεις αγροτικής οικονομίας για να καταλάβει κάποιος ότι «κάτι δεν πάει καλά» στον τομέα της ελληνικής γεωργίας τις τελευταίες δεκαετίες. Η εικόνα των ακινητοποιημένων τρακτέρ σε εθνικές οδούς πλέον δεν προξενεί καμία έκπληξη στους πολίτες, ενώ οι λεζάντες των μέσων για «αδιέξοδο στις συνομιλίες των αγροτών με την κυβέρνηση» αποτελούν ρουτίνα. Πως φτάσαμε ως εδώ; Λογική απορία για τους περισσότερους πολίτες, στον μυαλό των οποίων η φράση «Αγροτικό Ζήτημα» παραμένει εν μέρει ακατανόητη.

Τι είναι το Αγροτικό Ζήτημα; Αν ψάξουμε έναν συγκεκριμένο ορισμό, δύσκολα θα βρούμε και αυτό γιατί το Αγροτικό Ζήτημα προσδιορίζεται διαφορετικά σε κάθε εποχή και σε κάθε περίπτωση. Την συγκεκριμένη χρονική περίοδο πάντως, αφορά αφ’ ενός την επιβίωση της γεωργίας στην Ελλάδα αφ’ ετέρου την επιβίωση του κοινωνικού υποκειμένου της, το οποίο είναι ο ίδιος ο αγρότης. Το Αγροτικό Ζήτημα σήμερα, συνδέεται άμεσα με την δυσκολία επιβίωσης της αγροτικής οικογένειας και της αγροτικής εκμετάλλευσης.

Ίσως όμως και να μην έχει τόση σημασία ο ορισμός της φράσης αυτής καθεαυτής, όσο το «γιατί» η κατάσταση στον αγροτικό τομέα είναι τέτοια. Τι δεν πήγε καλά; Ποια λάθη έγιναν; Τι θα πρέπει να γίνει για να αλλάξει το σκηνικό στον αγροτικό τομέα;

«Τιμές Αθηνών, όχι Βρυξελλών» και σκανδαλώδεις εύνοιες

«Το αγροτικό ζήτημα υφίσταται σε όλη την εποχή της συμμετοχής στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα το 1982 και στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 1992», λέει ο κ. Λεωνίδας Λουλούδης, Καθηγητής στο Τμήμα Αγροτικής Οικονομίας και Ανάπτυξης του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, «Τότε υπήρχε μια μεγάλη παρεξήγηση. Κάτω από την συνεχή προπαγάνδα των αντιευρωπαϊστών ή των κομμάτων που ήταν εναντίον της ένταξης, δεν είχε γίνει κατανοητό ότι η Ελλάδα ήταν παραλήπτης τεράστιων ποσών υπό την μορφή ενισχύσεων στο βαμβάκι, στον καπνό, στο λάδι, στο κρέας, στο γάλα και στη ζάχαρη. Έτσι υπήρξε το σύνθημα ‘Όχι τιμές Βρυξελλών, τιμές Αθηνών’ στο κόστος παραγωγής, ενώ οι τιμές Βρυξελλών ήταν πολλαπλάσιες».

Παράλληλα, την δεκαετία του 1990 άρχισε να αλλάζει και η Κοινή Αγροτική Πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης. «Υπό την πίεση των συμφωνιών του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, οι μεγάλες χώρες και οι μεγάλοι συνασπισμοί αναγκάστηκαν να μειώσουν τις απευθείας ενισχύσεις στον παραγωγό. Από εκεί που υπήρξαν ενισχύσεις στο παραγόμενο προϊόν, αποφασίστηκε να γίνουν άμεσες ενισχύσεις στο εισόδημα του παραγωγού με βάση την έκταση που καλλιεργούσε. Όμως αυτές οι ενισχύσεις στην Ελλάδα, εξακολούθησαν να δίνονται σε ένα μέρος των καλλιεργητών, όπως για παράδειγμα μόνο στους καλλιεργητές βαμβακιού, καπνού κτλ. Δεν έπαιρναν όλοι οι αγρότες επιδοτήσεις στην Ελλάδα», αναφέρει ο κ. Λουλούδης και κάνει έναν διαχωρισμό στην κατηγορία της «αγροτίας».

«Υπό αυτή την έννοια, αμφισβητώ τον όρο της αγροτιάς. Υπήρξε αγροτιά ευνοημένη από τις επιδοτήσεις και υπήρξε αγροτιά που δεν έπαιρνε επιδοτήσεις, γιατί δεν άνηκε στην κατηγορία των επιδοτούμενων φυτών ή ζώων της Ε.Ε. Αυτό βέβαια, ήταν μια επιλογή και εθνική. Η Ελλάδα επέλεγε να επιδοτήσει συγκεκριμένες παραγωγές και τις υπόλοιπες είτε να τις αγνοήσει είτε να μην τις συμπεριλάβει στις επιδοτήσεις», αναφέρει χαρακτηριστικά ο κ. Λουλούδης.

Από το 1982 όταν και η Ελλάδα μπήκε στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα μέχρι και το 1992 όταν μπήκαμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ευνοήθηκαν «σκανδαλωδώς» σύμφωνα με τον κ. Λουλούδη συγκεκριμένες ομάδες παραγωγών, όπως οι βαμβακοπαραγωγοί, οι ελαιοπαραγωγοί και οι καπνοπαραγωγοί. «Από το 1992 και μετά αρχίζει μια σταδιακή μείωση των επιδοτήσεων και μια σταδιακή μετατροπή τους σε ενισχύσεις του εισοδήματος και όχι της παραγωγής. Έπαιρναν δηλαδή οι αγρότες επιδότηση για μια παραγωγή την οποία δεν είχαν υποχρέωση να κάνουν», λέει σχετικά.

Ο δεύτερος πυλώνας της αγροτικής ανάπτυξης και η κατάσταση σήμερα
 
Σταδιακά λοιπόν, μεταβλήθηκε το καθεστώς των ενισχύσεων, οι οποίες πλέον δίνονταν ως ενισχύσεις παραγωγού με σαφή τάση για μείωση. Παράλληλα όμως, ετέθη και ένα άλλο ζήτημα. Ξεκίνησαν να δίνονται χρήματα, τα οποία δεν συνδέονται με το προϊόν, αλλά με προγράμματα αγροτικής ανάπτυξης. Προγράμματα δηλαδή, τα οποία γίνονται στοχευμένα σε περιοχές που υποβάλλουν σχέδιο το οποίο εγκρίνεται και περιλαμβάνει μια ολοκληρωμένη αναπτυξιακή πρόταση, όπως για παράδειγμα ο αγροτουρισμός ή η βοήθεια προς νέους αγρότες που έχουν σχέδιο να βελτιώσουν τις εκμεταλλεύσεις τους.

Όλη αυτή η ενίσχυση, ονομάστηκε δεύτερος πυλώνας της αγροτικής ανάπτυξης και είναι το σημείο στο οποίο βρισκόμαστε σήμερα. «Από την μια πλευρά έχουμε μείωση της ενίσχυσης των αγορών και από την άλλη αύξηση του λεγόμενου δεύτερου πυλώνα, δηλαδή της επιδότησης προγραμμάτων αγροτικής ανάπτυξης. Βρισκόμαστε δηλαδή, σε μια εποχή όπου και εν όψει της νέας προγραμματικής περιόδου καλούμαστε να προσαρμοστούμε σε χαμηλότερες ενισχύσεις, στοχευμένες και όχι οριζόντιες», λέει χαρακτηριστικά. Ενισχύσεις δηλαδή, οι οποίες θα απευθύνονται σε συγκεκριμένες προτάσεις ή προγράμματα των αγροτών.

«Βασικό ζήτημα ήταν ότι δεν πήγαμε προετοιμασμένοι για την Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) όταν ενταχθήκαμε στην Ε.Ε.», συμπεραίνει ο κ. Χαράλαμπος Κασίμης, Καθηγητής Αγροτικής Κοινωνιολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, «Ήμασταν μια αγροτική οικονομία ή οποία είχε πλεόνασμα στο ισοζύγιο αγροτικών προϊόντων και τροφίμων. Kατά βάση δηλαδή, οι εξαγωγές μας ήταν μεγαλύτερες από τις εισαγωγές, όμως μετά την ένταξη στην Ε.Ε. και την ΚΑΠ, το πολιτικό μας σύστημα δεν προσάρμοσε την αγροτική οικονομία στις νέες συνθήκες που αυτή (η ΚΑΠ) επέβαλλε».

«Καταλήξαμε σταδιακά λοιπόν, μια ελλειμματική αγροτική οικονομία, δεν εκμεταλλευτήκαμε τις ενισχύσεις και το θεσμικό πλαίσιο το οποίο προέβλεπαν η Ε.Ε. και η ΚΑΠ. Δεν προσαρμοστήκαμε στις καινούργιες συνθήκες και δεν πήραμε όλα εκείνα τα μέτρα ώστε να εκσυγχρονιστεί η ελληνική γεωργία και να γίνει ανταγωνιστική», προσθέτει ο κ. Κασίμης.

Χαρακτηριστικό της όλης κατάστασης σήμερα, αποτελεί το γεγονός ότι όλα αυτά τα προβλήματα έχουν διαμορφώσει ένα ελλειμματικό ισοζύγιο της τάξης των δύο δισεκατομμυρίων ευρώ περίπου τον χρόνο.

Τις πταίει;

Λάθη έγιναν και από τις δύο πλευρές στο αγροτικό ζήτημα.
«Το μεν κράτος απλώς ενδιαφέρθηκε να ικανοποιήσει τις πελατειακές απαιτήσεις των κομμάτων που βρίσκονταν στην εξουσία, αλλά και των κομμάτων που δεν βρίσκονταν. Εν ολίγοις, ήθελε να παίξει τον ρόλο του καλού Σαμαρείτη, αλλά με τα λεφτά τρίτων, τα λεφτά της Ε.Ε. Αυτά όμως ήταν λεφτά προσαρμογής, δεν ήταν λεφτά για ξόδεμα. Έπρεπε να διατεθούν για εκσυγχρονισμό και αναδιάρθρωση της γεωργίας, όχι σε πολυτελείς δαπάνες αγροτών. Το κράτος όμως υπήρξε επιπόλαιο και ιδιοτελές αφού έτσι εξασφάλιζε ψήφους», λέει χαρακτηριστικά ο κ. Λουλούδης.

Όσον αφορά τους αγρότες αναφέρει: «Από την πλευρά των αγροτών υπήρξε μια κοντόφθαλμη και χωρίς προοπτική κατασπατάληση αυτών των τεράστιων πόρων που διοχετεύθηκαν στην ελληνική ύπαιθρο, οι οποίοι σύμφωνα με μερικούς συναδέλφους μου έχουν υπολογιστεί ότι ξεπέρασαν τα 180 δισεκατομμύρια ευρώ από το 1981 μέχρι το 2010. Ένα κολοσσιαίο ποσό, το οποίο δεν δικαιολογεί την σημερινή δύσκολη κατάσταση».

«Αν και μας δόθηκαν ευκαιρίες, δεν αντιμετωπίσαμε το κύριο διαρθρωτικό πρόβλημα της ελληνικής γεωργίας, το οποίο είναι ο μικρός κλήρος. Έχουμε ακόμα πάρα πολύ μικρό μέσο μέγεθος αγροτικής εκμετάλλευσης, είναι κάτω από πενήντα στρέμματα ανά παραγωγό και μάλιστα πολυτεμαχισμένο. Ενώ υπήρχε η δυνατότητα, δεν πήραμε πολιτικά μέτρα τα οποία θα εκμεταλλεύονταν τους πόρους που εισέρρεαν για να γίνει μια παραγωγική ανασυγκρότηση της ελληνικής γεωργίας και ένας διαρθρωτικός εκσυγχρονισμός», λέει σχετικά ο κ. Κασίμης και προσθέτει μία ακόμα προβληματική διάσταση: «Δεν έγινε επίσης, σοβαρή προσπάθεια όλα αυτά τα χρόνια να βελτιωθεί η δημογραφική εικόνα του αγροτικού πληθυσμού. Η μέση ηλικία σήμερα είναι 57 χρόνια. Δεν μπήκαν νέοι στο επάγγελμα, δεν έγινε ουσιαστική μεταβίβαση στους νεώτερους και γενικότερα υπήρξε μια αποστροφή προς την δυναμική ενασχόληση με τον αγροτικό τομέα».

Κακοδιαχείρηση και έλλειψη σαφών στόχων λοιπόν, σε εποχές φυσικά παχέων αγελάδων. Και τώρα; «Τώρα η ΚΑΠ είναι η μεγαλύτερη και πιο σύνθετη πολιτική της Ε.Ε., όμως σιγά σιγά οι ενισχύσεις μειώνονται αφού τα μέλη της είναι πλέον πολλά. Έτσι απελευθερώνονται πόροι για άλλες δράσεις της Ένωσης και όχι τις γεωργίας. Μπαίνουμε σε εποχή δύσκολη για την γεωργία όσον αφορά τις ενισχύσεις», τονίζει ο κ. Λουλούδης. «Υπάρχει μεγάλος ανταγωνισμός, λόγω της επικράτησης της παγκοσμιοποίησης, δηλαδή της κατάργησης των φραγμών και των εμποδίων στην διακίνηση προϊόντων», προσθέτει.

Η πολιτική διέξοδος και ο «μοντέρνος» αγρότης

Υπάρχει φως στο... αγροτικό τούνελ; Ναι, αρκεί σύμφωνα με τον κ. Λουλούδη, το κράτος να…σοβαρευτεί. «Θα πρέπει τα αρμόδια Υπουργεία να δουν τις νέες κατευθύνσεις, ότι δηλαδή η γεωργία δεν θα είναι ο κύριος χρήστης του αγροτικού χώρου. Είναι και το περιβάλλον, η βιοτεχνία και άλλοι τομείς οι οποίοι θα συνυπάρχουν. Από την άλλη μεριά θα πρέπει να βοηθήσει, να ενημερώσει και να εκπαιδεύσει τους αγρότες να εφαρμόσουν τις οδηγίες που υποχρεούνται για την προστασία του τοπίου και την διαχείριση του νερού, τομείς στους οποίους είμαστε πολύ πίσω», λέει.

Το κράτος εν ολίγοις, θα πρέπει να ενεργοποιήσει τις υπηρεσίες παροχής εκπαίδευσης, παρακολούθησης και συμβουλών προς τους αγρότες, έτσι ώστε αυτοί να μπορέσουν να ανταπεξέλθουν στις σύγχρονες και έντονα ανταγωνιστικές συνθήκες της διεθνούς αγοράς. Κάτι τέτοιο έχει γίνει και με τεράστια επιτυχία μάλιστα σε τομείς όπως αυτός του κρασιού στην Μακεδονία και στα νησιά του Αιγαίου, του ελαιόλαδου σε περιοχές όπως η Μάνη και η Μυτιλήνη και του κρόκου στην Κοζάνη. «Είναι πολλά τα παραδείγματα όπου τα ελληνικά προϊόντα με κατάλληλο management και marketing και χάρη στην καταπληκτική τους ποιότητα πάνε πάρα πολύ καλά στις διεθνείς αγορές», σχολιάζει ο κ. Λουλούδης.

«Πρέπει να κάνουμε μια προσπάθεια να στραφούμε στα ποιοτικά στοιχεία της ελληνικής γεωργικής παραγωγής, να αναζητήσουμε νέες μορφές συλλογικής οργάνωσης, νέες αγορές και να απαγκιστρωθούμε από έναν προσανατολισμό στην γεωργική παραγωγή, ο οποίος ουσιαστικά δεν μπορεί να μας καταστήσει ανταγωνιστικούς σε άλλες χώρες», προσθέτει ο κ. Κασίμης αναφερόμενος σε αγροτικά προϊόντα ‘εμπορεύματα’/commodities, δηλαδή αγροτικά προϊόντα στα οποία δεν έχουν συγκριτικό πλεονέκτημα μιας και σε άλλες χώρες παράγονται πολύ πιο φθηνά.

Όσον αφορά συγκεκριμένα τους παραγωγούς, ο κ. Λουλούδης αναφέρει: «Θα πρέπει να δείξουν ότι έχουν επιχειρηματικό σχέδιο, ότι προστατεύουν το περιβάλλον, ότι παράγουν προϊόντα ποιότητα και ότι προσφέρουν υπηρεσίες που έχουν σχέση με τον τουρισμό, σε περιοχές ιδιαίτερου φυσικού κάλλους». Κάτι τέτοιο όμως είναι αρκετά δύσκολο, αφού ο έλληνας αγρότης δεν έχει επαρκές συνεταιριστικό δίκτυο.

«Οι συνεταιρισμοί που υπάρχουν δεν έχουν κανένα επαγγελματικό προσανατολισμό, έτσι ώστε να βοηθήσουν τους αγρότες που έχουν μικρές εκμεταλλεύσεις και δεν μπορούν να βγουν εύκολα στις αγορές. Χρειάζεται μια αναδιοργάνωση σε συλλογικό επίπεδο, μέσα από αυτό που λέμε ομάδες παραγωγών, μορφές συνεταιρισμού δηλαδή οι οποίες ευνοούνται από την Ε.Ε. ώστε να επιτύχουν οικονομίες κλίμακας», λέει ο ίδιος. Για παράδειγμα, το αίτημα των αγροτών για μικρότερες τιμές στην ενέργεια, θα μπορούσε να διευθετηθεί αν οι αγρότες κάνουν τις απαραίτητες εργασίες (άρωση, συγκομιδή κτλ.) μέσα από συνεταιριστικές δράσεις και όχι ο καθένας μόνος του με τον δικό του εξοπλισμό.

«Όλα τα παραπάνω μπορούν να γίνουν, αλλά θα πρέπει να τα συμφωνήσουν μεταξύ τους και όχι να ζητούν διαρκώς από το κράτος να παρέμβει. Πρέπει να κάνουν κάτι και αυτοί», καταλήγει ο κ. Λουλούδης.
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v