Ντιβάνι ψυχανάλυσης: Το έπιπλο-«ταμπού»

Εξακολουθεί να θεωρείται ταμπού μια επίσκεψη στον ψυχαναλυτή; Έχει μάθει ο Έλληνας να επισκέπτεται τον σωστό ειδικό για τους σωστούς λόγους; Αναζητάμε την αλήθεια που κρύβεται… πίσω από το ντιβάνι της ψυχοθεραπείας και μας βοηθούν σε αυτό η ειδικός και 15 αναγνώστες.
Ντιβάνι ψυχανάλυσης: Το έπιπλο-«ταμπού»
του Γιώργου Κόκουβα

Συγκαταβατικά βλέμματα. Τέτοια θα αντικρίσεις στα πρόσωπα της πλειοψηφίας των ανθρώπων, μόλις αναφέρεις πως κάνεις ψυχοθεραπεία. Δεν το πιστεύουμε μόνο εμείς, αλλά και δεκαπέντε αναγνώστες μας, τους οποίους ρωτήσαμε κατά πόσο στην Ελλάδα το ντιβάνι του ψυχολόγου είναι ακόμη έπιπλο-ταμπού. Προφανώς, είναι.

«Και τι; Πηγαίνεις, κάθεσαι, λες πώς περνούσες όταν ήσουν παιδί και γίνεσαι καλά;». «Πηγαίνει σε ψυχίατρο, πάει, τρελάθηκε». «Α, κι εσύ ψυχολόγο; Έγινε της μόδας;». Τα κλισέ που συνοδεύουν αυτά τα συγκαταβατικά βλέμματα είναι πολλά και η ενημέρωση του ευρέως κοινού ελλιπέστατη σε σχέση με την ψυχοθεραπεία. Γι’ αυτό κι εμείς, αφού πήραμε δεκαπέντε απόψεις, ζητήσαμε και την άποψη της ειδικού επί του θέματος, της ψυχοθεραπεύτριας-συμβουλευτικής ψυχολόγου κ. Χριστίνας Βλαχοπούλου, για να μας διαφωτίσει.

Γιατί να απευθυνθείς σε ψυχολόγο;

Αν δεν νιώθεις ότι έχεις κάποιο ψυχολογικό πρόβλημα, προφανώς και δεν θα σκεφτείς να απευθυνθείς σε ειδικό. Αλλά, όταν έχεις, είναι τόσο απλή η απόφαση; «Τα ψυχολογικά είναι η ασθένεια των πλουσίων. Με την κρίση όλοι έχουμε λίγο ως πολύ ψυχολογικά προβλήματα και καταθλίψεις, έστω ελαφριάς μορφής. Μια βόλτα στο δρόμο με το αυτοκίνητο θα σας πείσει. Μόνο όμως όσοι διαθέτουν το απαιτούμενο ρευστό αναζητούν "διεξόδους" στους ψυχολόγους. Και αυτοί για να κρατήσουν το πελατάκι, κάτι του βγάζουν», μας δηλώνει ο Γιώργος, 35 ετών, εμφανώς απόλυτος επί του θέματος.

«Δεν έτυχε να επισκεφθώ ποτέ κανέναν, αλλά πολύ θα ήθελα να έχω έναν ψυχολόγο, να πηγαίνω έτσι μια φορά την εβδομάδα να του λέω ό,τι μαλακία μου κατέβει στο κεφάλι, χωρίς να κινδυνεύω να σκυλοβαρεθεί, όπως οι συνάδελφοί μου, να με διακόπτει κάθε 3 λεπτά όπως οι φίλες μου, να με βρίζει όπως τα παιδιά μου, να με γράφει όπως ο άντρας μου ή να με κουτσομπολεύει όπως η γειτόνισσα. Αλήθεια!», επισημαίνει ελαφρώς πιο χιουμοριστικά η Μαρίνα, 40 ετών.

«Δεν το έχω κάνει ποτέ, αλλά μετά από ένα πρόβλημα υγείας που αντιμετώπισε μέλος της οικογένειάς μου, το σκέφτομαι σοβαρά, και μάλλον θα το κάνω, γιατί δεν έχω ηρεμήσει ακόμη – για παράδειγμα με πιάνουν τα κλάματα σε άσχετες φάσεις», λέει η Ειρήνη, 28 ετών, ενώ και η Ματίνα, 25 ετών, μας αναφέρει πως έκανε ψυχοθεραπεία επί τρία χρόνια: «Είχε συμβεί κάτι άσχημο στη ζωή μου και ένιωθα ότι χρειαζόμουν βοήθεια. Δε θα δίσταζα να ζητήσω βοήθεια και στο μέλλον αν ένιωθα ότι το χρειαζόμουν». Αυτός είναι και ο κοινός τόπος των περισσότερων αναγνωστών που απάντησαν στην ερώτησή μας: Ακόμη κι αν δεν έχουν επισκεφθεί ποτέ ψυχολόγο, δε θα δίσταζαν να το κάνουν αν νιώσουν κάποια στιγμή πως το έχουν ανάγκη.

Η Έμη, ωστόσο, είναι πιο απόλυτη, και αμφισβητεί την βάση του ζητήματος, το κατά πόσο δηλαδή η ψυχολογία αποτελεί αξιόπιστη επιστήμη, ώστε να την εμπιστευτείς σε κάποιο πρόβλημά σου: «Δεν έχω πάει ποτέ, και δε νομίζω ότι θα πήγαινα. Όχι γιατί το θεωρώ "ταμπού" με την έννοια του θα με πουν τρελή, αλλά γιατί δεν πιστεύω ότι θα μπορούσε να με βοηθήσει να λύσω οποιοδήποτε πρόβλημα κάποιος που δε με ξέρει. Ξεκινάω από την ακράδαντη πεποίθηση ότι κάθε άνθρωπος είναι διαφορετικός, κι ότι όλα αυτά που είπε και έγραψε ο "πατέρας της ψυχανάλυσης" ήταν μια σειρά από γενικότητες, βασισμένες σε δικές του εμμονές. Οπότε καταλήγω ότι οποιοσδήποτε φίλος σου ξέρει πώς σκέφτεσαι και πώς ξεπερνάς τα προβλήματά σου τα πέντε τελευταία χρόνια μπορεί να σε βοηθήσει πολύ περισσότερο από οποιαδήποτε αμφιλεγόμενη "επιστήμη"».

Η Μαριάννα, 26 ετών, από την άλλη έχει αντίθετη άποψη: «Αυτή τη στιγμή πέντε πρόσωπα του κοντινού μου περιβάλλοντος βλέπουν ή έχουν δει ψυχολόγο. Όχι, δεν είμαστε ένα μάτσο τρελοί. Είμαστε ένα μάτσο άνθρωποι που επέλεξαν να δουλέψουν με τον εαυτό τους, για διαφορετικούς λόγους ο καθένας. Τόσο η απόφαση να κάνεις το πρώτο βήμα όσο και η επιμονή να συνεχίσεις απαιτεί δύναμη, είναι υπόθεση δύσκολη», λέει.

Τι απαντά στους παραπάνω ισχυρισμούς η επιστήμη;
 
Η κ. Χριστίνα Βλαχοπούλου λέει σχετικά: «Παρ’ ότι στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης η πρακτική της Συμβουλευτικής και της Ψυχοθεραπείας είναι ευρέως διαδεδομένες, αποδεκτές και δημοφιλείς, στην Ελλάδα, ένα μεγάλο μέρος του κοινού δεν γνωρίζει ακριβώς την έννοια και την εφαρμογή τους, αλλά κυρίως δεν γνωρίζει την βοήθεια που μπορεί να προσφέρουν στον άνθρωπο.

»Η Ψυχοθεραπεία είναι για όλους. Απευθύνεται σε άτομα με συγκεκριμένες δυσκολίες και διαταραχές όπως κατάθλιψη, άγχος, κρίσεις πανικού, εξαρτήσεις, χρόνιες ασθένειες, διατροφικές διαταραχές, φοβίες, προβλήματα σχέσεων, χαμηλή αυτοπεποίθηση κτλ αλλά δεν είναι μόνο για όσους αντιμετωπίζουν ψυχολογικά προβλήματα ή μια άμεση κρίση σε κάποιο τομέα».

Όσο για το κατά πόσο είναι προτιμότερο να «λύσουν» τα προβλήματά σου οι φίλοι και οι συγγενείς, η κ. Βλαχοπούλου απαντά: «Πολλές φορές, οι δυσκολίες και οι αμφιβολίες δεν αντιμετωπίζονται μόνο με τις δικές μας προσπάθειες και δυνάμεις. Και αυτό δεν είναι κατακριτέο. Παρά το γεγονός ότι συγγενείς και φίλοι μπορούν να μας συμπαρασταθούν, αυτή η επικοινωνία δεν είναι ψυχοθεραπεία, καθώς ούτε και εκείνοι είναι σε θέση να αναγνωρίσουν τα αίτια και την λύση του προβλήματος».

Είναι τελικά ταμπού;

«Θεωρώ ότι στην Ελλάδα οι άνθρωποι δεν είναι εξοικειωμένοι με το θέμα του ψυχολόγου. Πιστεύουν ότι μπορεί να είσαι τρελός για να έχεις ζητήσει βοήθεια. Προσωπικά δεν έχω πρόβλημα να αναφέρω ότι έχω κάνει ψυχοθεραπεία. Μου έχει συμβεί ορισμένοι άνθρωποι να με αντιμετωπίσουν με άσχημο τρόπο όταν το έμαθαν», μας εκμυστηρεύεται η Ματίνα. «Σε ένα βαθμό υπάρχει το ταμπού. Αλλά επειδή πλέον αρκετός κόσμος αναγκάζεται να ζητήσει ψυχολογική υποστήριξη, σταδιακά γίνεται πιο αποδεκτό», σημειώνει και ο Αλέξανδρος, 27 ετών.

Οι περισσότεροι συμφωνούν πως, παρ’ ότι όντως η έννοια της ψυχοθεραπείες είναι παρεξηγημένη, σιγά-σιγά το ταμπού εξαλείφεται. «Πιστεύω ότι στην Ελλάδα ακόμη είναι ψιλοταμπού, γιατί αυτοί που ζητούν την βοήθεια ειδικού νιώθουν ότι αν το ανακοινώσουν στον κοινωνικό τους περίγυρο θα γίνουν αντικείμενο κακού σχολιασμού, ξεκινά τον συλλογισμό η Ελένη, ενώ η Μάρω την συμπληρώνει: «Νομίζω πάντως ότι μεταξύ των νέων είναι και της μόδας να λένε ότι πάνε σε ψυχολόγο» - άλλο ένα από τα πράγματα που κάναμε την εποχή του lifestyle, για να λέμε ότι το κάναμε, όπως μας αναφέρει ο Χρήστος, 40 ετών. Η Μαρίνα προσθέτει πως «στην Ελλάδα οι δυτικές συνήθειες πολύ ευκολότερα γίνονται μόδα παρά ταμπού», ενώ η Σοφία παρατηρεί πως όλο και περισσότεροι γονείς πηγαίνουν τα παιδιά τους σε ειδικό – «αξιέπαινη πράξη», σημειώνει.

Η Ειρήνη επίσης θεωρεί πως σταδιακά το ταμπού εκλείπει από την Ελλάδα, αλλά θέτει άλλη μία παράμετρο: «Μάλλον, ταμπού δεν υπάρχει στο να πας αλλά ίσως λίγο στο να το πεις (αν και όχι όπως παλιότερα). Αλλά γιατί να το πεις; Όταν πας δηλαδή σε έναν γιατρό το βγάζεις φιρμάνι;»

Η γνώμη της ειδικού:

«Ορισμένοι άνθρωποι νιώθουν ότι είναι ντροπή να ζητήσουν βοήθεια από φόβο ότι η κοινωνία και οι γύρω τους θα τους θεωρήσουν «τρελούς», αδύναμους η προβληματικούς. Από την εμπειρία μου όμως, ένας άνθρωπος δεν είναι ποτέ προβληματικός επειδή έχει το θάρρος και την ωριμότητα να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες του για να γίνει καλύτερος και να ζήσει αρμονικά με τους γύρω του. Αντιθέτως, πρόβλημα είναι όταν κάποιος αρνείται ή δυσκολεύεται να αποδεχτεί το γεγονός ότι χρειάζεται βοήθεια και δεν κάνει κάτι γι αυτό», λέει η κ. Βλαχοπούλου.

Και τι ακριβώς γίνεται κατά την διάρκεια της ψυχοθεραπείας;
 
«Η ψυχοθεραπεία είναι η θεραπευτική διαδικασία που βοήθα τον άνθρωπο να καταλάβει περισσότερο τον εαυτό του αποκτώντας αυτογνωσία και κατά συνέπεια να απαλλαγεί από τα προβλήματα του», εξηγεί η ειδικός και συνεχίζει: «Ο ψυχοθεραπευτής, χρησιμοποιώντας διαφορετικές ψυχολογικές μεθόδους, ακούει προσεκτικά χωρίς να κρίνει η να επιβάλει την άποψη του, σε ένα περιβάλλον εχεμύθειας και αποδοχής.

»Η ψυχοθεραπεία είναι χρήσιμη και απαραίτητη για να αποκτήσουμε μεγαλύτερη αυτογνωσία και να ανακαλύψουμε το κρυμμένο δυναμικό μας προκειμένου να εξελιχθούμε και να πραγματοποιήσουμε τους στόχους και τα όνειρα μας. Το μεγάλο πλεονέκτημα της ψυχοθεραπείας είναι ότι δεν δημιουργεί παρενέργειες και παρατηρείται μεγαλύτερη διατήρηση του θεραπευτικού αποτελέσματος, αφού το άτομο έχει αποκτήσει επίγνωση και τεχνικές επίλυσης των προβλημάτων του για να διαχειριστεί μελλοντικές καταστάσεις».

Ψυχολόγος ή ψυχίατρος;

Συνηθισμένη παρεξήγηση. Δεν είναι λίγοι αυτοί που ταυτίζουν τις δύο ειδικότητες με συνοπτικές διαδικασίες – «άλλωστε, και οι δύο με τρελούς ασχολούνται». Οι περισσότεροι από όσους ρωτήσαμε, βέβαια, μας δήλωσαν πως γνωρίζουν την διαφορά τους – η λέξη «ιατρός» στην δεύτερη ειδικότητα λέει πολλά από μόνη της, αλλά επειδή είμαστε σίγουροι ότι πολλοί μπερδεύουν ακόμη τα… μήλα με τα πορτοκάλια, αφήνουμε την ειδικό να βάλει τα πράγματα στην θέση τους:

«Ξεκινώντας με την διάφορα ανάμεσα σε ένα ψυχολόγο και έναν ψυχίατρο, ο δεύτερος κάνει διάγνωση βασισμένη στα συμπτώματα που μεταφέρει ο ασθενής, συνταγογραφεί φάρμακα και δεν ασκεί ψυχοθεραπεία, εκτός και αν έχει την επιπλέον εξειδίκευση/ εκπαίδευση που χρειάζεται. Αντιθέτως, ο ψυχολόγος, δεν χορήγει φάρμακα και χρησιμοποιεί διαφορετικές ψυχολογικές προσεγγίσεις και τεχνικές ανάλογα με τις ατομικές ανάγκες του ασθενή ή πελάτη», λέει η κ. Βλαχοπούλου.



Ο κατάλληλος άνθρωπος, στο κατάλληλο… ιατρείο

Τεράστια σημασία έχει για όποιον αποφασίσει πως χρειάζεται την συμβολή ειδικού ώστε να αντιμετωπίσει τα προβλήματά του, να βρει τον σωστό ειδικό. Κι αυτός δεν είναι απαραίτητα ο πιο «διάσημος» ψυχολόγος ή ο πρώτος τυχών, αλλά αυτός με τον οποίο θα νιώσει άνετα ο άνθρωπος που φτάνει μέχρι τον καναπέ του.

«Θεωρείται δεδομένο ότι ο θεραπευτής πρέπει να τηρεί τους κανόνες ηθικής και δεοντολογίας αλλά και να συνεχίζει την προσωπική του ανάπτυξη και επαγγελματική επιμόρφωση. Εκτός από την ακαδημαϊκή εκπαίδευση και κλινική πείρα, πρέπει να διαθέτει και ο ίδιος αυτογνωσία, εμπειρία ζωής, συναισθηματική ζεστασιά, σεβασμό και κατανόηση για το άτομο», αναφέρει η κ. Βλαχοπούλου για όσα πρέπει να αναζητήσετε σε έναν σωστό θεραπευτή.

Αξίζει να προσθέσουμε στα παραπάνω και την παραδοχή πως στον ψυχολόγο δεν πηγαίνεις για να σου μιλήσει και να λύσει τα προβλήματά σου, αλλά για να σε βοηθήσει να μιλήσεις και να τα λύσεις εσύ. Όπως μας αναφέρει και ο αναγνώστης μας, ο Χρήστος, 40 ετών, «στον ψυχολόγο πηγαίνεις όχι για να σου πει κάποια πράγματα, αλλά για να πεις εσύ. Αν πέσεις σε ψυχολόγο που “σου τα λέει”, να του ζητήσεις τα χρήματά σου πίσω», μας λέει.

Ο παράγοντας… ευρώ

«Δεν έχω επισκεφτεί ποτέ ψυχολόγο γιατί όσες φορές το σκεφτόμουν δεν είχα την οικονομική άνεση», μας λέει η Μάρω και μας εισάγει στο μεγάλο κεφάλαιο, και ταυτόχρονα παράγοντα που καθορίζει το κατά πόσο τελικά χτυπά κανείς την πόρτα του ειδικού: Το κόστος. «Γενικότερα η αλήθεια είναι ότι αυτές τις ειδικότητες τις θεωρώ ιατρικό προϊόν πολυτελείας», προσθέτει η Μαρίνα, ενώ και η Σοφία σκέφτεται μεγαλόφωνα μπροστά μας: «Προτιμώ να απευθύνομαι στους φίλους μου όταν έχω θέματα, γιατί αφενός με ξέρουν ήδη και αφετέρου δεν χρειάζεται να τους πληρώσω για να με ακούσουν και να με συμβουλεύσουν. Το κόστος για μένα είναι σημαντικό θέμα».

Είναι τελικά η ψυχοθεραπεία πολυτέλεια; Η ειδικός μας εξηγεί:

«Ακόμα και πριν την έναρξη της οικονομικής κρίσης, κυριαρχούσε η άποψη ότι η ψυχοθεραπεία είναι πολυτέλεια και περιττή δαπάνη. Τίποτα δεν θα μπορούσε να είναι πιο μακριά από την αλήθεια. Η ψυχική μας υγεία που είναι στενά συνδεδεμένη με την σωματική υγεία, τις σχέσεις μας και το επάγγελμα μας είναι ανεκτίμητη. Ό,τι πιο σημαντικό έχουμε και οφείλουμε να προστατεύουμε και να φροντίζουμε.
»Ένα μεγάλο ποσοστό ανθρώπων, ακόμα και όταν δεν διαθέτουν οικονομική άνεση, θεωρούν προτιμότερο να ξοδέψουν τα χρήματα τους στην ταβέρνα, σε ένα ακόμη ζευγάρι παπούτσια, σε περιοδικά, καλλυντικά- ακόμα και σε φάρμακα- παρά στην θεραπεία, την βελτίωση του εαυτού τους και στην διατήρηση της ψυχικής τους υγείας.
»Αν υπάρχει κάτι που κοστίζει πολύ, αυτό είναι μια καθημερινότητα γεμάτη φόβο, άγχος, κατάθλιψη, παραίτηση και άλυτα προβλήματα που επαναλαμβάνονται»,
καταλήγει.

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v